Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θέρμανση θέρ-μαν-ση ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. ψύξη 1. αύξηση της θερμοκρασίας ενός χώρου με τεχνητά μέσα· συνεκδ. το δίκτυο παραγωγής και μεταφοράς της θερμότητας: οικιακή ~. Ηλιακή ~ κτιρίου. ~ με φυσικό αέριο. Επίδομα (πετρελαίου) θέρμανσης. (Εναλλακτικές) πηγές ~ης. Συσκευές/σώματα ~ης (βλ. αερόθερμο, καλοριφέρ, σόμπα). ~-αερισμός-κλιματισμός.|| (Ηλεκτρική) ~ δαπέδου (= ενδοδαπέδια). Απόδοση ~ης. Η ~ δεν λειτουργεί. Βλ. προ~, τηλε~. 2. (γενικότ.) ζέσταμα: ~ του νερού. ~ του γυαλιού (βλ. πυράκτωση). ~ τροφίμων (βλ. φούρνος μικροκυμάτων). Βλ. ανα~. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόνομη θέρμανση & ατομική θέρμανση: εγκατάσταση για ανεξάρτητη ρύθμιση της θέρμανσης χώρου, συνήθ. διαμερίσματος: ηλεκτροβάνα/θερμοστάτης ~ης ~ης. Μονοκατοικία/οικοδομή/σπίτι με ~ ~. ~ ~ αερίου., κεντρική θέρμανση: μονάδα που παρέχει θέρμανση ή/και ζεστό νερό σε όλα τα διαμερίσματα κτιρίου: σύστημα ~ής ~ης. Ο καυστήρας/ο λέβητας/οι σωληνώσεις της ~ής ~ης., υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη βλ. υπερθέρμανση [< αρχ. θέρμανσις, γαλλ. chauffage]

αερόθερμο

αερόθερμο [ἀερόθερμο] α-ε-ρό-θερ-μο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή θέρμανσης που μετατρέπει τον απορροφώμενο ψυχρό αέρα σε θερμό: ηλεκτρικό/οικιακό/περιστρεφόμενο/φορητό ~. ~ δαπέδου/τοίχου. ~α βιομηχανικών εφαρμογών. Βλ. καλοριφέρ, σόμπα. [< γαλλ. aérotherme]

υπερθέρμανση

υπερθέρμανση [ὑπερθέρμανση] υ-περ-θέρ-μαν-ση ουσ. (θηλ.): υπερβολική αύξηση της θερμοκρασίας: ~ του συστήματος (ψύξης)/των φρένων.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ του κλίματος/της Μεσογείου. ● ΣΥΜΠΛ.: υπερθέρμανση της οικονομίας: ΟΙΚΟΝ. υπερβολικά αυξημένη οικονομική δραστηριότητα, η οποία μπορεί να δημιουργήσει πληθωριστικές τάσεις., υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη & παγκόσμια (υπερ)θέρμανση: ΜΕΤΕΩΡ. σταδιακή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας της Γης και των ωκεανών, η οποία μπορεί να προκαλέσει κλιματική αλλαγή. Βλ. φαινόμενο του θερμοκηπίου. [< αγγλ. global warming, 1953] [< γαλλ.réchauffement, surchauffe, 1963]

φούρνος

φούρνος [φοῦρνος] φούρ-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. οικιακή ή επαγγελματική συσκευή ή τμήμα της για το ψήσιμο ή το ζέσταμα τροφίμων· (κυρ. παλαιότ.) κτιστή κατασκευή για ψήσιμο ψωμιού και φαγητού: αερόθερμος/αυτοκαθαριζόμενος/εντοιχιζόμενος/ηλεκτρικός/ηλιακός/πυρολυτικός ~. ~ άνω πάγκου/ατμού/γκαζιού/υγραερίου. Ο ~ της κουζίνας. ~οι αρτοποιίας (= αρτοκλίβανοι)/ζαχαροπλαστικής/εστιατορίου. Ανάβω τον ~ο. Προθερμαίνουμε τον ~ο στους 180 βαθμούς. (συνεκδ.) Ψήνουμε σε μέτριο ~ο (= σε μέτρια θερμοκρασία) για μισή ώρα. Βλ. εστία.|| (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) Μακαρονάδα/πατάτες/φασόλια/χαλβάς ~ου. Κρέας στον ~ο.|| Παραδοσιακός/πέτρινος/χωριάτικος ~ (βλ. ξυλόφουρνος). ~ πίτσας (: ~ τούνελ). Βλ. μπάρμπεκιου.|| (μτφ.-εμφατ.) Το σπίτι είναι ~ (: πολύ ζεστό)! 2. (συνεκδ.) αρτοποιείο: ο ~ της γειτονιάς. ΣΥΝ. φουρνάρικο 3. ΤΕΧΝΟΛ. ειδική εγκατάσταση ή συσκευή στην οποία αναπτύσσονται υψηλές θερμοκρασίες και η οποία χρησιμοποιείται για τεχνικές εργασίες: βιομηχανικοί ~οι. ~οι βαφής (αυτοκινήτων). Πβ. καμίνι, κλίβανος. 4. (ειδικότ.) κρεματόριο. ● Υποκ.: φουρνάκι (το): στη σημ. 1: ~-ρομπότ. ● ΣΥΜΠΛ.: κυκλοθερμικός φούρνος βλ. κυκλοθερμικός, φούρνος μικροκυμάτων βλ. μικροκύματα ● ΦΡ.: φούρνος να μην καπνίσει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας: Ας γίνει το δικό του και ~ ~ (: δεν τον νοιάζει για τα υπόλοιπα)! Πβ. δεν μου καίγεται καρφί, σκασίλα μου., κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε βλ. γκρεμίζω, σαν τον φούρνο του Χότζα βλ. χότζας [< μτγν. φοῦρνος < λατ. furnus]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.