Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • θαλάμη θα-λά-μη ουσ. (θηλ.) 1. το τμήμα της κάννης όπλου στο οποίο τοποθετείται η σφαίρα: ~ περιστρόφου. Γεμιστήρας και ~. Φυσίγγια στη ~. 2. θαλάμι. 3. ΑΝΑΤ. (σπάν.) κοίλωμα, κοιλότητα: ρινικές ~ες (= ρουθούνια). Πβ. θάλαμος. [< 1: γαλλ. chambre 2,3: αρχ. θαλάμη]
  • θαλαμηγός θα-λα-μη-γός ουσ. (θηλ.): πολυτελές σκάφος αναψυχής: ιδιωτική/μηχανοκίνητη ~. Ενοικιάζεται ~ με πλήρωμα. Κρουαζιέρα με ~ό.|| (σπάν. ως επίθ.) ~ό: πλοίο. Πβ. γιοτ, κότερο. [< μτγν. θαλαμηγός ‘πλοίο με καμπίνες’, αγγλ. yacht]
  • θαλαμηπόλος θα-λα-μη-πό-λος ουσ. (αρσ. + θηλ.): υπεύθυνος για την τακτοποίηση δωματίων, συνήθ. χώρων ενδιαίτησης πλοίων: ~ επιβατηγού. Βοηθός ~ου. Πβ. καμαριέρα. Βλ. αρχι~.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ στο Πολεμικό Ναυτικό. Πβ. καμαρότος. [< αρχ. θαλαμηπόλος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.