Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θαλαμηπόλος θα-λα-μη-πό-λος ουσ. (αρσ. + θηλ.): υπεύθυνος για την τακτοποίηση δωματίων, συνήθ. χώρων ενδιαίτησης πλοίων: ~ επιβατηγού. Βοηθός ~ου. Πβ. καμαριέρα. Βλ. αρχι~.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ στο Πολεμικό Ναυτικό. Πβ. καμαρότος. [< αρχ. θαλαμηπόλος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.