Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θαλασσοκράτορας θα-λασ-σο-κρά-το-ρας επίθ./ουσ. & (λόγ.) θαλασσοκράτωρ (ο), θαλασσοκράτειρα (η): (βασιλιάς, ηγεμόνας, κράτος ή λαός) που κυριαρχεί οικονομικά, πολιτικά ή στρατιωτικά σε μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις, κυρίαρχος των θαλασσών: (ΙΣΤ.) Ο ~ Μίνωας. Η ~α Αγγλία. Ενετοί ~ες. Βλ. -κράτορας. [< αρχ. θαλασσοκράτωρ]

-κράτορας

-κράτορας {κ. (λόγ.) -κράτωρ (γεν. -κράτορος), -κρατόρων | θηλ. -κράτειρα (λαϊκό) -κρατόρισσα}: επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει τον κυρίαρχο ή εξουσιαστή: αυτο-κράτορας (θηλ. αυτο-κράτειρα, σπανιότ. αυτο-κρατόρισσα)/μονο~. Θαλασσο-κράτορας.|| (συνήθ. μτφ.) Κοσμο-κράτορας/παντο~. Κλειδο-κράτορας.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.