Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θανατάς θα-να-τάς ουσ. (αρσ.) (προφ.): θάνατος, μόνο στη ● ΦΡ.: του θανατά (εμφατ., συνήθ. ως επίρρ.) 1. πολύ άσχημα από άποψη υγείας ή ψυχολογικής διάθεσης: Είναι άρρωστος ~ ~. Έχει πυρετό, αλλά δεν είναι και ~ ~ (πβ. ετοιμοθάνατος). Πβ. βαριά.|| (μτφ.) Είναι ~ ~ (= να σκάσει). Απέτυχε στις εξετάσεις και έπεσε ~ ~ (= να πεθάνει). Πβ. έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου. ΣΥΝ. του πεθαμού 2. (μτφ.) πάρα πολύ: λυπημένος/τρομαγμένος ~ ~. Βαριέμαι/φοβάμαι ~ ~ (= θανάσιμα, φοβερά). Σπασίκλας ~ ~. Πβ. του κερατά.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.