Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θανατερός , ή, ό θα-να-τε-ρός επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): που μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο: ~ός: συνδυασμός (π.χ. αλκοόλ και οδήγηση). Πβ. μοιραίος, φονικός.|| (μτφ.-εμφατ., πολύ έντονος, οδυνηρός:) ~ή: θλίψη/μοναξιά/πλήξη/σιωπή (πβ. αφόρητη). ~ό: μίσος/πάθος. ~ές: σκέψεις (= κακές, μαύρες). Πβ. θανάσιμος, θανατηφόρος. Βλ. -ερός. [< μεσν. θανατερός]

-ερός

-ερός, ή, ό: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή σύσταση: βλαβ~/βροχ~/γυαλιστ~/ζοφ~/θλιβ~/λυπητ~/τρομ~/τρυφ~/τυχ~/φθον~/φοβ~.|| Bαμβακ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.