Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θεούσα [θεοῦσα] θε-ού-σα ουσ. (θηλ.) {σπανιότ.-καταχρ. αρσ. θεούσος} (συνήθ. ειρων.): υπερβολικά θρησκόληπτη και συντηρητική γυναίκα: (κ. ως επίθ.) ~ γειτόνισσα. Βλ. ηθικολόγος, χαμηλοβλεπούσα.

ηθικολόγος

ηθικολόγος [ἠθικολόγος] η-θι-κο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.) (αρνητ. συνυποδ.): πρόσωπο που κάνει κηρύγματα περί ηθικής, που κρίνει τη συμπεριφορά των άλλων από αυστηρά ηθική σκοπιά: φανατικός ~. Πουριτανός/σοβαροφανής και ~. ΣΥΝ. ηθικιστής [< γαλλ. moraliste]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.