Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θερινός θε-ρι-νός επίθ. (λόγ.): που γίνεται ή ισχύει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού: ~ός: κινηματογράφος (= υπαίθριος)/τουρισμός. ~ή: άδεια/απασχόληση/κατασκήνωση/κατοικία/λειτουργία (βιβλιοθήκης)/σεζόν. ~ό: ηλιοστάσιο/πρόγραμμα/σχολείο/τμήμα (της Βουλής)/ωράριο. ~ές: διακοπές. ~ά: μαθήματα. Η περίοδος των ~ών εκπτώσεων. Βλ. εαρ-, φθινοπωρ-ινός.|| (ως ουσ.-προφ.) Πάμε ~ό απόψε (ενν. σινεμά); ΣΥΝ. καλοκαιρινός ΑΝΤ. χειμερινός ● ΣΥΜΠΛ.: θερινή νάρκη: ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. κατάσταση βιολογικής αδράνειας στην οποία περιέρχονται ορισμένα ζώα, για να αντιμετωπίσουν την ξηρασία. Βλ. χειμερία νάρκη. [< γαλλ.-αγγλ. estivation] , θερινή ώρα: που τίθεται σε ισχύ από τα ξημερώματα της τελευταίας Κυριακής του Μαρτίου μέχρι τα ξημερώματα της τελευταίας Κυριακής του Οκτωβρίου: αλλαγή της ~ής ~ας σε χειμερινή. Ρυθμίζω το ρολόι στη ~ ~ (: μία ώρα μπροστά). Βλ. ζώνη ώρας. ● ΦΡ.: κάνω (κάτι) καλοκαιρινό βλ. καλοκαιρινός, όνειρο θερινής νυκτός βλ. όνειρο [< αρχ. θερινός]

ζώνη

ζώνη ζώ-νη ουσ. (θηλ.) {ζων-ών} 1. ταινία που συγκρατεί ή/και διακοσμεί τα ρούχα, καθώς τυλίγεται και δένεται γύρω από τη μέση και κατ' επέκτ. κάθε ανάλογος ιμάντας που εξυπηρετεί ειδικές ανάγκες ή χρησιμοποιείται για λόγους ασφαλείας: ανδρική/γυναικεία/δερμάτινη/υφασμάτινη ~ (βλ. ζωνάρι, ζωστήρας, λουρί). ~ παντελονιού. Αγκράφα/θήκη/κλιπ/πόρπη ~ης. Βλ. αξεσουάρ.|| Ελαστική ~. ~ αδυνατίσματος/αναρρίχησης/βαρών/εφίδρωσης/κατάδυσης/μασάζ. Πλαστική ~ μεταφοράς. (ΙΑΤΡ.) Ορθοπαιδική ~. ~ κήλης/κοιλιάς. (ΑΘΛ.) Κίτρινη/μπλε ~ (: το χρώμα υποδηλώνει επίπεδο στις πολεμικές τέχνες). (ΕΚΚΛΗΣ.) Ιερατική ~ (βλ. άμφια).|| (σε αυτοκίνητο) Η ~ σώζει ζωές. Βάλε τη ~ σου! Δεν φορούσε ~. (σε αεροπλάνο) Δέστε τη ~ σας πριν από την απογείωση/προσγείωση. Πβ. ~ ασφαλείας. 2. οριοθετημένη περιοχή στην οποία επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες: αλπική/αστική/διαχωριστική/διεθνής/επικίνδυνη/θαλάσσια/κτηνοτροφική/μεσογειακή/οικιστική/ορεινή/παραλιακή/προστατευόμενη ~. Τιμή ~ης ακινήτων. (ΦΥΣ.) ~ ακτινοβολίας. ~ δασών/(ΟΙΚΟΛ.) ειδικής προστασίας. (ΑΘΛ.) ~ επίθεσης. ~ (άμεσης/επείγουσας) προτεραιότητας/φόρτωσης (: στάθμευσης για φορτοεκφόρτωση). Χερσαία ~ λιμένος. ~ εξυπηρέτησης κοινού. ~ εφαρμογής μέτρων. Πάρκα και ~ες πρασίνου.|| (ΓΕΩΛ.) ~ σεισμικής επικινδυνότητας. Σεισμικές ~ες. Βλ. βιο~. 3. χρονικό διάστημα σε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα: απογευματινή/νυχτερινή/παιδική ~. Βραδινή/πρωινή ~ ενημέρωσης. ~ υψηλής θεαματικότητας (πβ. πράιμ τάιμ). 4. (μτφ.) ανθρώπινο τείχος, κλοιός: Οι αστυνομικοί είχαν σχηματίσει ~ γύρω από το συνεδριακό κέντρο, για να εμποδίσουν τους διαδηλωτές. 5. ΓΕΩΓΡ. τμήμα της Γης μεταξύ δύο παραλλήλων, που χαρακτηρίζεται από ορισμένο κλίμα: (αντ)αρκτική/βόρεια και νότια εύκρατη/τροπική ή διακεκαυμένη ~. Η ~ του Ισημερινού. Κλιματικές ~ες.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ουράνιες ~ες. ● Υποκ.: ζωνάκι (το), ζωνίτσα (η), ζωνούλα (η): μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη: ΕΚΚΛΗΣ. της Θεοτόκου., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη 1. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. το μπάσκετ) τακτική σύμφωνα με την οποία κάθε παίκτης που αμύνεται τοποθετείται στο γήπεδο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτηρεί συγκεκριμένο τμήμα του αγωνιστικού χώρου: Η ομάδα έπαιζε με διπλή ~ ~. Βλ. μαν του μαν. 2. (κυρ. ως ζώνη άμυνας) έκταση, περιοχή στην οποία οργανώνεται η άμυνα μιας χώρας: κοινή ~ ~ για την Ευρώπη. [< 1: αγγλ. zone defense, 1927] , βιομηχανική ζώνη: χωροθετημένη περιοχή με συγκεκριμένες προδιαγραφές για τη λειτουργία βιομηχανικών εγκαταστάσεων: ~ ~ σιδήρου και χάλυβα. Βλ. βιομηχανικό πάρκο., ελεύθερη ζώνη 1. ΟΙΚΟΝ. περιοχή στην οποία η διακίνηση εμπορευμάτων δεν υπόκειται σε τελωνειακούς δασμούς: ~ ~ εμπορίου (συχνότ. ζώνη ελεύθερου εμπορίου)/λιμανιού. 2. τόπος απαλλαγμένος από κάτι: ~ ~ από μεταλλαγμένα/από πυρηνικά όπλα. Πβ. απαγορευμένη ζώνη. [< 1: αγγλ. free zone, 1900] , ζώνη αστεροειδών: ΑΣΤΡΟΝ. περιοχή του ηλιακού συστήματος ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι γνωστοί αστεροειδείς. [< αγγλ. asteroid belt, 1952] , ζώνη ασφαλείας 1. (επίσ.) ιμάντας, κυρ. σε μέσο μεταφοράς, που σταθεροποιεί τον επιβάτη στη θέση του, προστατεύοντάς τον από πτώση ή ξαφνική και βίαιη μετατόπιση: ειδική/παιδική ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτου/οδηγού. Βλ. αερόσακος. 2. ελεγχόμενη και προστατευμένη περιοχή, όπου ισχύουν περιοριστικά μέτρα πρόσβασης: (ΣΤΡΑΤ.) εναέρια/θαλάσσια/χερσαία ~ ~. Αποχώρηση στρατευμάτων από τη ~ ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ρυθμίσεις ~ης ~ (: για το ίντερνετ). [< 1: αγγλ. safety belt 2: αγγλ. security zone] , ζώνη βλάστησης: ΟΙΚΟΛ. που έχει συγκεκριμένη χλωρίδα, η οποία καθορίζεται κυρ. από το υψόμετρο και από βιοκλιματικούς παράγοντες: παραμεσόγεια ~ ~. Βλ. οικότοπος, τούνδρα., ζώνη διέλευσης: ΤΗΛΕΠ. στενή ζώνη συχνοτήτων, μέσα από την οποία το σήμα περνά χωρίς αξιόλογη παραμόρφωση: ~ ~ γραμμής/φίλτρου.|| (γενικότ., στενό πέρασμα:) ~ ~ της οδού., ζώνη ελεύθερων συναλλαγών (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Z, E, Σ): ΟΙΚΟΝ. ενιαία αγορά με καθεστώς ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, που συγκροτείται από δύο ή περισσότερα κράτη, τα οποία, ωστόσο, δεν υποχρεούνται να έχουν κοινό δασμολόγιο στις εμπορικές σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Πβ. ελεύθερο εμπόριο. Βλ. Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών., ζώνη επιτήρησης & επιτηρούμενη ζώνη: οριοθετημένη περιοχή, όπου εφαρμόζονται ειδικά μέτρα ασφαλείας., ζώνη επιχειρήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή, συνήθ. σε εμπόλεμη σύρραξη, μέσα στα όρια της οποίας αναπτύσσεται πολεμική δράση. [< γαλλ. zone d'opérations] , ζώνη καινοτομίας: περιοχή που προσφέρεται για την εγκατάσταση επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων με καινοτόμες δράσεις., ζώνη οικιστικού ελέγχου (συντομ. ΖΟΕ): ΟΙΚΟΝ. εργαλείο για τον σχεδιασμό και τον έλεγχο του εξωαστικού χώρου που καθορίζει και θεσμοθετεί τις χρήσεις γης, τους όρους και περιορισμούς δόμησης και τους όρους προστασίας των βασικών υποδομών., ζώνη συχνοτήτων: ΤΗΛΕΠ. περιοχή φάσματος συχνοτήτων μεταξύ δύο οριακών τιμών: ~ ~ από τα οκτακόσια ενενήντα έως τα εννιακόσια δεκαπέντε MHz. Βλ. ευρυζωνικότητα., ζώνη ώρας & ωρολογιακή ζώνη & (σπάν.) ωριαία ζώνη: ΓΕΩΓΡ. καθεμία από τις είκοσι τέσσερις νοητές ζώνες πλάτους 15 μοιρών σε σχήμα γεωμετρικής ατράκτου, στις οποίες χωρίζεται η επιφάνεια της Γης και έχουν συμβατικά την ίδια ώρα: αλλαγή ~ης ~. Χώρες που ανήκουν σε διαφορετικές ~ες ~. ΣΥΝ. ωριαία άτρακτος [< αγγλ. time zone] , θεωρία των ζωνών & θεωρία των ενεργειακών ζωνών: ΦΥΣ. σύμφωνα με την οποία το ενεργειακό διάγραμμα των ηλεκτρονίων που συμμετέχουν στον σχηματισμό δεσμών μεταξύ των ατόμων ενός στερεού, έχει τη μορφή ενεργειακών ζωνών., μεθοριακή/(δια)συνοριακή ζώνη: έκταση κατά μήκος των συνόρων που υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς., μπλε ζώνη 1. (σε πόλη) χώρος στάθμευσης μόνιμων κατοίκων. 2. χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό ποσοστό μακροζωίας., νομισματική ζώνη: ΟΙΚΟΝ. ευρύτερη περιοχή (σε σύνολο χωρών) στην οποία οι συναλλαγές γίνονται με καθορισμένο κοινό νόμισμα., πράσινη ζώνη 1. ανοιχτή έκταση γύρω από πόλη, όπου απαγορεύεται η δόμηση. 2. (κ. με κεφαλ. Π, Ζ) περιοχή εμπόλεμης χώρας που ανακηρύσσεται από τον ΟΗΕ ουδέτερη και προστατευόμενη., στρατιωτική ζώνη: ΣΤΡΑΤ. οριοθετημένη έκταση που κατέχεται από στρατιωτικές δυνάμεις: κλειστή ~ ~., τελωνειακή ζώνη: ΟΙΚΟΝ. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία των τελωνείων: ~ ~ (αερο)λιμένα. Είδη που εξάγονται σε ελεύθερη ~ ~ (= χωρίς δασμούς)., υγειονομική ζώνη: επιτηρούμενο όριο για την απομόνωση περιοχής, στην οποία έχει εκδηλωθεί επιδημία, και την προστασία των υπολοίπων: ~ ~ προστασίας προσφύγων. [< γαλλ. cordon sanitaire] , αιγιαλίτιδα ζώνη βλ. αιγιαλίτιδα, ακόρεστη ζώνη βλ. ακόρεστος, αντιπυρική ζώνη βλ. αντιπυρικός, απαγορευμένη ζώνη βλ. απαγορευμένος, αποκλειστική οικονομική ζώνη βλ. οικονομικός, αποπυρηνικοποιημένη ζώνη βλ. αποπυρηνικοποιημένος, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη βλ. αποστρατιωτικοποιώ, γκρίζες ζώνες/περιοχές βλ. γκρίζος, εμπόλεμη ζώνη βλ. εμπόλεμος, ευέλικτη ζώνη βλ. ευέλικτος, εύρος ζώνης βλ. εύρος, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ζώνη αγνότητας βλ. αγνότητα, ζώνη κορεσμού βλ. κορεσμός, ζώνη του ευρώ βλ. ευρώ, ζώνη του λυκόφωτος βλ. λυκόφως, ζώνη του πυρός βλ. πυρ, κατοικήσιμη ζώνη βλ. κατοικήσιμος, κόκκινη ζώνη βλ. κόκκινος, λευκή ζώνη βλ. λευκός, μαύρη ζώνη βλ. μαύρος, μικτή ζώνη βλ. μικτός, νεκρή ζώνη βλ. νεκρός, ουδέτερη ζώνη βλ. ουδέτερος, παράκτια ζώνη βλ. παράκτιος, συνορεύουσα ζώνη βλ. συνορεύει, σφαίρα/ζώνη επιρροής βλ. επιρροή ● ΦΡ.: χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. ζώνη, γαλλ.-αγγλ. zone, γαλλ. ceinture, αγγλ. band, belt]

καλοκαιρινός

καλοκαιρινός, ή, ό κα-λο-και-ρι-νός επίθ.: που σχετίζεται με το καλοκαίρι: ~ός: ήλιος/καύσωνας. ~ή: αύρα/διασκέδαση/κατασκήνωση/μπόρα/ραστώνη. ~ό: σχολείο/φεστιβάλ/ωράριο. ~οί: έρωτες/μήνες (: Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος). ~ές: αποδράσεις/διακοπές/εκπτώσεις/συναυλίες. ~ά: μπάνια/προγράμματα (εθελοντικής εργασίας)/σπορ (βλ. θαλάσσιο σκι)/ταξίδια/φρούτα (: βερίκοκο, καρπούζι, κεράσι, πεπόνι, ροδάκινο, σταφύλι). Τιμές δωματίων για την ~ή περίοδο/σεζόν.|| ~ό: άρωμα/λουκ/μακιγιάζ. ~ή: κολεξιόν. ~ά: χρώματα (: ανοιχτά, φωτεινά).|| ~ός: καιρός (: ηλιόλουστος, ζεστός). ~ές: θερμοκρασίες (: υψηλές).|| ~ή: διάθεση (: ευχάριστη, ζωηρή, παιχνιδιάρικη). Βλ. ανοιξιάτικος, φθινοπωρινός, χειμωνιάτικος. ΣΥΝ. θερινός, καλοκαιριάτικος ● Ουσ.: καλοκαιρινά (τα): ελαφριά ρούχα, κατάλληλα για το καλοκαίρι: Βγάζω/κατεβάζω/μαζεύω τα ~. ● ΦΡ.: κάνω (κάτι) καλοκαιρινό & (σπάν.) θερινό (προφ.): προκαλώ μεγάλες υλικές ζημιές, καταστρέφω με μανία: Του το 'καναν ~ το μαγαζί (= τα έκαναν γυαλιά καρφιά).|| (απειλητ.) Πρόσεξε, γιατί θα έρθω και θα στο ~ ~ το σπίτι! [< μεσν. καλοκαιρινός]

όνειρο

όνειρο [ὄνειρο] ό-νει-ρο ουσ. (ουδ.) {ονείρ-ου | -ων· (λαϊκό-λογοτ.) πληθ. ονείρατα} 1. βίωση σειράς εικόνων, παραστάσεων, ιδεών, (συν)αισθημάτων που εμφανίζονται στο μυαλό, συνήθ. έχοντας αναδυθεί από το ασυνείδητο, κατά τη διάρκεια των διαφόρων σταδίων του ύπνου: άσχημο/ερωτικό/ζωντανό/κακό/καλό/όμορφο/περίεργο/προφητικό/σημαδιακό/φρικτό (πβ. εφιάλτης) ~. Βλέπει το ίδιο ~ κάθε βράδυ. ~ ήταν, πέρασε. Το ~ βγήκε αληθινό. Δεν πιστεύει στα ~α. Ερμηνεία και εξήγηση των ~ων (βλ. ονειροκρίτης).|| Διαυγές ή συνειδητό ~ (: κατά το οποίο κάποιος έχει συνείδηση ότι ονειρεύεται, ενώ το ~ είναι σε εξέλιξη).|| Εμφανίστηκε σαν (σε) ~ μπροστά της. ΣΥΝ. ενύπνιο 2. (μτφ.) φιλοδοξία, στόχος, ευσεβής ή ανεκπλήρωτος πόθος· ισχυρή επιθυμία, λαχτάρα για κάτι ή κάποιον: ανέφικτο/απατηλό/άπιαστο/κρυφό/νεανικό/παιδικό/τρελό ~. Το ~ της ζωής της είναι να γίνει χορεύτρια. Έκανε το ~ό του πραγματικότητα. Κυνηγάει το ~ό της. Πάλεψε σκληρά, για να κατακτήσει το ~ό του. Όλοι έχουν δικαίωμα στο ~ (: να ονειρεύονται). Πλάθει ~α στον ξύπνιο του (: ονειροπολεί). Αγόρασε το σπίτι των ~ων του. (προφ.) Έχω κάνει ~α για σένα. Πώς τολμάς να σκοτώνεις τα ~α και τις ελπίδες μου; Πβ. ονειροπόληση, όραμα, ουτοπία, φαντασιοκόπημα, φαντασίωση, χίμαιρα. 3. {χωρ. πληθ.} (επιτατ.) για καθετί θαυμάσιο, έξοχο: Αγόρασε ένα φόρεμα (σκέτο) ~! Μαγείρεψε μια μακαρονάδα ~! Πβ. μαγεία, μούρλια, ποίημα.|| (ως επίρρ.) Περάσαμε ~ (= ονειρεμένα, ονειρικά) στις διακοπές! ΣΥΝ. αριστούργημα (3), θαύμα (2) ● Υποκ.: ονειράκι (το) 1. όνειρο. 2. τρυφερή προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο: Καληνύχτα ~ μου! ● ΣΥΜΠΛ.: αμερικανικό όνειρο βλ. αμερικανικός, μακρινό όνειρο βλ. μακρινός ● ΦΡ.: έλα να/θα σου ξηγήσω τ' όνειρο (αργκό): για δήλωση επιθετικής ή ερωτικής διάθεσης: Έλα, αν έχεις τα κότσια, να ~ ~ (πβ. θα σου δείξω (εγώ)!, όνειρα γλυκά!: ευχή σε κάποιον που πηγαίνει να κοιμηθεί: Τρεχάτε τώρα στα κρεβάτια σας κι ~ ~.|| (χιουμορ.) ~ ~ και ... απονήρευτα. Βλ. καληνύχτα, καλόν ύπνο(!)., όνειρο θερινής νυκτός: για καθετί που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, ουτοπικό: ~ ~ φαντάζει η πρόκριση για την ομάδα. [< αγγλ. A Midsummer Night's Dream (Σαίξπηρ)] , ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα: για κάτι εντελώς ανέλπιστο: ~ ~ δεν περίμενα τέτοια επιτυχία., σαν όνειρο μου φαίνεται & μου φαίνεται σαν όνειρο: για κάτι που κάποιος θεωρεί εξωπραγματικό, απίθανο να συμβεί, αλλά συμβαίνει: ~ ~ ότι πήρα προαγωγή., αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα βλ. αλλού, βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου βλ. βλέπω [< 1: αρχ. ὄνειρον, αγγλ. dream, γαλλ. rêve]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.