θερμοθεραπεία θερ-μο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. χρήση θερμότητας για θεραπευτικούς σκοπούς· η αντίστοιχη μέθοδος: επιφανειακή ~ με ζεστά επιθέματα. Κρουστικό μασάζ και ~ με υπέρυθρο φως. Διουρηθρική/εστιασμένη ~ μικροκυμάτων. (στην εναλλακτική και την αισθητική ιατρική:) ~ με μόξα. Κάνει ~ες, για να αδυνατίσει. Βλ. -θεραπεία, διαθερμία, παραφινόλουτρο, υπέρηχος, φωτόλουτρο. [< γαλλ. thermothérapie, αγγλ. thermotherapy]
-θεραπεία
-θεραπεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν θεραπεία με βάση συγκεκριμένη τεχνική ή μέθοδο: αντιβιο~/ορμονο~/φαρμακο~. Αερο~/ακτινο~/βελονο~/ηλεκτρο~/θαλασσο~/θερμο~/κινησιο~/κρυο~/λουτρο~/μεσο~/οζονο~/ραδιο~/υδρο~/φυσικο~/φωτο~/χημειο~. Aρωματο~/βοτανο~/γεμο~/κρυσταλλο~/σοκολατο~/φυτο~/χρωματο~. Δραματο~/εργασιο~/εργο~/μουσικο~/χορο~. Λογο~/ψυχο~. Ιππο~.|| Απο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.