Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • θερμοκρασία θερ-μο-κρα-σί-α ουσ. (θηλ.) {θερμοκρασιών}: ο βαθμός θερμότητας ή ψυχρότητας κυρ. του αέρα, αντικειμένου ή χώρου, που εκφράζεται με τους όρους διαφόρων συστημάτων μέτρησης: επιθυμητή/κανονική/μέγιστη/μέση/σταθερή/συνήθης/υψηλή/χαμηλή ~. ~ διαλύματος/εδάφους/περιβάλλοντος/φούρνου/ψυγείου. ~ της άμμου/ασφάλτου/ατμόσφαιρας/Γης/μηχανής/περιοχής/πόλης/Σελήνης. ~ ελαστικών/καυσαερίων/τοιχωμάτων/υδάτων. ~ βρασμού/πήξης του νερού. ~ τήξης του πάγου. Αυξάνω/ελέγχω/μειώνω/μεταβάλλω τη ~. Σε υψηλά επίπεδα θα κυμανθεί σήμερα η ~ στη χώρα. || ~ του σώματος (βλ. υπερθερμία). ~ των άκρων. || (μτφ.) Το θέαμα ανέβασε τη ~ (= την ένταση) στα ύψη. Πβ. υδράργυρος. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη θερμοκρασία βλ. απόλυτος, θερμοκρασία αυτανάφλεξης βλ. αυτανάφλεξη, θερμοκρασία δωματίου βλ. δωμάτιο, θερμοκρασία χρώματος βλ. χρώμα [< μεσν. θερμοκρασία ‘ζεστό μείγμα’, γαλλ. température, αγγλ. temperature]
  • θερμοκρασιακός , ή, ό θερ-μο-κρα-σι-α-κός επίθ.: που αναφέρεται στη θερμοκρασία: ~ός: έλεγχος/συντελεστής/χάρτης. ~ή: αντοχή/αύξηση/ισορροπία/κατανομή/κλίμακα/σταθερότητα. ~ό: εύρος/όριο/πεδίο/περιβάλλον. ~ές: διακυμάνσεις/διαφορές/μεταβολές/συνθήκες. ~ά: επίπεδα. ● επίρρ.: θερμοκρασιακά ● ΣΥΜΠΛ.: θερμοκρασιακή αναστροφή βλ. αναστροφή

αναστροφή

αναστροφή [ἀναστροφή] α-να-στρο-φή ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) ανατροπή, αλλαγή, συνήθ. προς το καλύτερο: ~ κερδών/του κακού κλίματος/της πρώτης εντύπωσης/της πτωτικής πορείας. 2. αντιστροφή: ~ της ροής.|| (για τα αυτοκίνητα:) Απαγορεύεται η επιτόπια/επιτόπου ~. ~ γραμμάτων και αριθμών (βλ. δυσλεξία).|| ~ ρόλων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ σπλάγχνων (: αντιμετάθεση μεταξύ της δεξιάς και αριστερής πλευράς τους). 3. ΝΟΜ. ακύρωση: ~ της προεξόφλησης/πώλησης. ~ της σύμβασης (: υπαναχώρηση από τη σύμβαση, σε περίπτωση που το εκτελεσθέν έργο έχει ουσιώδη ελαττώματα). 4. ΒΙΟΛ. ανωμαλία που παρατηρείται όταν ένα χρωμόσωμα σπάει σε δύο διαφορετικά σημεία, το ενδιάμεσο τμήμα αντιστρέφεται κατά 180 μοίρες και ενώνεται ξανά στο ίδιο χρωμόσωμα. 5. ΜΟΥΣ. αντικατάσταση σε διάφορες μουσικές φράσεις (διάστημα, συγχορδία, αντίστιξη) του χαμηλότερου τόνου από τον ψηλότερο και αντίστροφα. 6. ΓΛΩΣΣ. η αντιστροφή της συνηθισμένης σειράς των λέξεων φράσης ή ο αναβιβασμός του τόνου δισύλλαβης πρόθεσης, όταν τίθεται μετά τη λέξη στην οποία αναφέρεται. 7. (σπάν.-λόγ.) συναναστροφή. ● ΣΥΜΠΛ.: θερμοκρασιακή αναστροφή & αναστροφή θερμοκρασίας· ΜΕΤΕΩΡ. φαινόμενο κατά το οποίο 1. η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας αυξάνεται με το ύψος αντί να μειώνεται. 2. στρώμα θερμού αέρα που βρίσκεται πάνω από ένα αντίστοιχο ψυχρό, κοντά στο έδαφος, εμποδίζει την κατακόρυφη ανύψωση και διασπορά των αέριων ρύπων. Πβ. αιθαλομίχλη, νέφος. [< αγγλ. temperature inversion, 1921] [< αρχ. ἀναστροφή, γαλλ. inversion, rétroversion, renversement]

απόλυτος

απόλυτος, η, ο [ἀπόλυτος] α-πό-λυ-τος επίθ. 1. πλήρης, ολοκληρωτικός και κατ' επέκτ. αδιαμφισβήτητος: ~ος: σεβασμός (των δικαιωμάτων του παιδιού). ~η: ανάγκη (= επιτακτική)/ανεξαρτησία/δύναμη/ελευθερία/επιτυχία/ευθύνη/πειθαρχία/προτεραιότητα/τάξη. ~ο: δόγμα/(ΦΙΛΟΣ.) κακό/καλό. Καθολική και ~η απαγόρευση. Αναζήτηση της ~ης αλήθειας/γνώσης. Με ~η ακρίβεια/βεβαιότητα/πιστότητα/σαφήνεια. Έχουν τον ~ο έλεγχο. ~η ησυχία! Έχεις ~ο δίκιο.|| (λόγ.) Άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης μου.|| (ΝΟΜ.) ~οι λόγοι απαραδέκτου.|| ~ος: άρχοντας/μονάρχης (: που έχει ~η εξουσία).|| (προφ.-εμφατ. + άρθ.) Ο ~ έρωτας! Η ~η ασυνεννοησία/ευτυχία/καταστροφή/ομορφιά! Επικρατεί η ~η σιωπή/το ~ο σκοτάδι! Ξεκίνησε από το ~ο μηδέν (= από το τίποτα)! Ο ~ σταρ! (= ο ένας και μοναδικός, ο τέλειος). Το ~ο αρσενικό/θηλυκό. 2. αδιάλλακτος: Μην είσαι τόσο ~ (στις απόψεις σου)! Πβ. δογματ-, κατηγορηματ-, μονολιθ-ικός. 3. (για μέγεθος) πραγματικός ως προς την τιμή του (βάσει συγκεκριμένης συνήθ. μονάδας μέτρησης), που δεν υπολογίζεται σε σχέση με κάτι άλλο: ~ος: χρόνος. ~η: αξία (ποσού)/ηλικία πετρωμάτων (σε χρόνια)/σύγκλιση/ταχύτητα. ~ες: συντεταγμένες.|| (ΦΥΣ.) ~η: πίεση (: που ξεκινά από το τέλειο κενό).|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Μέση ~η απόκλιση. Σε ~ους αριθμούς/όρους, η αύξηση είναι ... ΑΝΤ. σχετικός (2) ● επίρρ.: απόλυτα & απολύτως (εμφατ.): ολοκληρωτικά, εντελώς: ~ απαραίτητος/ασφαλής/ικανοποιημένος/κατανοητός/σαφής/σίγουρος/υγιής. Αφοσιώνομαι/διαφωνώ/εμπιστεύομαι (κάποιον)/καταλαβαίνω/συμφωνώ/ταιριάζω (με κάποιον) ~α. Δεν κάνω/δεν παθαίνω ~ως τίποτα (πβ. τελείως). Δεν έχω καμία ~ως σχέση με την υπόθεση. Δεν φέρω καμία ~ως ευθύνη. Δεν αντιμετωπίζω κανένα ~ως πρόβλημα. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη θερμοκρασία: ΦΥΣ. που ξεκινά από το απόλυτο μηδέν: ελάχιστη/μέγιστη ~., απόλυτη μετοχή/απόλυτο απαρέμφατο: ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. Ελληνική) μετοχή ή απαρέμφατο που δεν εξαρτάται άμεσα από τους βασικούς όρους μιας πρότασης (το υποκείμενο ή το αντικείμενο): τούτου δοθέντος, ούτως ειπείν. Βλ. συνημμένη μετοχή. [< νεολατ. absolutus] , απόλυτη μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στην καθαρή έμπνευση και πηγάζει από την μουσική την ίδια και όχι από εικόνες ή συναισθήματα. Βλ. προγραμματική μουσική., απόλυτη τιμή: ΜΑΘ. η τιμή (συμβ. |x|) πραγματικού αριθμού που ισούται με τον ίδιο τον αριθμό χωρίς πρόσημο. [< αγγλ. absolute value, 1907] , απόλυτο αριθμητικό: ΓΡΑΜΜ. που φανερώνει αριθμό: π.χ. δύο, τρία ..., απόλυτο κενό 1. ΦΥΣ. & (σπάν.) τέλειο κενό: χώρος ολοκληρωτικά άδειος από κάθε στοιχείο ύλης: Ο ήχος δεν διαδίδεται στο ~ ~. 2. (μτφ.) κάθε κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ουσίας, ζωτικότητας, ενέργειας: Νιώθω το ~ ~., απόλυτο μηδέν: ΦΥΣ. η κατώτερη δυνατή θερμοκρασία (-273,15°C): Ένα σώμα παύει να έχει μάζα στο ~ ~. [< αγγλ. absolute zero] , απόλυτη πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, απόλυτη υγρασία βλ. υγρασία, απόλυτη φτώχεια βλ. φτώχεια, απόλυτο μέγεθος βλ. μέγεθος [< 1,3: μτγν. ἀπόλυτος, γαλλ. absolu 2: γαλλ. strict]

αυτανάφλεξη

αυτανάφλεξη [αὐτανάφλεξη] αυ-τα-νά-φλε-ξη ουσ. (θηλ.) & αυτοανάφλεξη: ΧΗΜ. αυτόματη ανάφλεξη εκρηκτικού ή εύφλεκτου υλικού χωρίς εξωτερικό σπινθήρα ή φλόγα: ~ καυσίμων/λιγνίτη. Η φωτιά προκλήθηκε από ~. ● ΣΥΜΠΛ.: θερμοκρασία αυτανάφλεξης: το όριο της θερμοκρασίας πάνω από το οποίο ένα συγκεκριμένο υλικό αναφλέγεται χωρίς εξωτερικό αίτιο. [< γαλλ. inflammation spontanée]

δωμάτιο

δωμάτιο δω-μά-τι-ο ουσ. (ουδ.) {δωματί-ου | -ων}: εσωτερικός κύριος χώρος (διαμερίσματος, σπιτιού, κτίσματος, ξενοδοχείου) που χωρίζεται από τους υπόλοιπους: βοηθητικό/βορινό/γωνιακό/επιπλωμένο/παιδικό ~. ~ επισκεπτών/εργασίας/ύπνου (= υπνο~)/υποδοχής (βλ. σαλόνι)/φιλοξενίας (πβ. ξενώνας). Κύρια ~α (: δεν υπολογίζονται σε αυτά το μπάνιο και η κουζίνα). Διαμέρισμα δύο (μεγάλων) ~ων/με δύο ~α (= δυάρι). Μένω στο ίδιο ~/μοιράζομαι το ~ό μου με κάποιον. Πβ. κάμαρα.|| Ακριβό/δίκλινο/μονόκλινο/τρίκλινο/φτηνό ~. ~ νοσοκομείου (πβ. θάλαμος). Κράτηση ~ου. Έκλεισε ~. Ενοικιάζονται ~α για φοιτητές. Βλ. κοιτώνας. ● Υποκ.: δωματιάκι (το) ● Μεγεθ.: δωματιάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: δωμάτιο ελέγχου: μικρός χώρος με εξοπλισμό κατάλληλο για επίβλεψη κυρ. της λειτουργίας συστήματος: ~ ~ εικόνας (: σε τηλεοπτικό σταθμό). Πβ. αίθουσα ελέγχου. [< αγγλ. control room, 1927] , ενοικιαζόμενα δωμάτια: κυρ. ως επιγραφή σε τόπους παραθερισμού., θερμοκρασία δωματίου: κανονική, μέση θερμοκρασία (20-25 βαθμοί Κελσίου): Προϊόντα/φάρμακα που διατηρούνται σε ~ ~. [< αγγλ. room temperature, 1924] , μουσική δωματίου: ΜΟΥΣ. σύνθεση για εκτέλεση σε μικρό χώρο από ολιγάριθμη ορχήστρα: ~ ~ με κουαρτέτο εγχόρδων. Βλ. τρίο σονάτα. [< ιταλ. musica da camera, γερμ. Kammermusik] , όπερα δωματίου: ΜΟΥΣ. που έχει σύντομη διάρκεια και παρουσιάζεται με μικρό αριθμό ερμηνευτών και μουσικών· το θέατρο στο οποίο παίζεται., ορχήστρα δωματίου: ΜΟΥΣ. μικρή ορχήστρα που εκτελεί κυρ. έργα μουσικής δωματίου. ΣΥΝ. καμεράτα [< γαλλ. orchestre de chambre, γερμ. Kammerorchester] , υπηρεσία δωματίου: παροχή υπηρεσιών στους πελάτες ξενοδοχείου στο δωμάτιό τους· συνεκδ. το προσωπικό που τους εξυπηρετεί και το αντίστοιχο αρμόδιο τμήμα: Η ~ ~ είναι διαθέσιμη όλο το εικοσιτετράωρο.|| Καλέστε την ~ ~ για άμεση εξυπηρέτηση. ΣΥΝ. ρουμ σέρβις [< αγγλ. room service, 1916] [< αρχ. δωμάτιον ‘μικρό σπίτι, κοιτώνας’, γαλλ. chambre, αγγλ. room]

χρώμα

χρώμα [χρῶμα] χρώ-μα ουσ. (ουδ.) {χρώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οπτική εντύπωση που προκαλείται, όταν το φως ανακλάται στις επιφάνειες αντικειμένων ή απορροφάται από αυτές: βυσσινί/εκρού/κίτρινο/κρεμ/κυπαρισσί/μοβ/μπεζ/πράσινο/ροζ/τιρκουάζ ~. Ανοιχτά/γήινα/ματ/μεταλλικά/μουντά/ουδέτερα/παστέλ/σκούρα/φωσφοριζέ ~ατα. Οι αποχρώσεις/οι διαβαθμίσεις/η ένταση/ο κορεσμός/ο τόνος/η φωτεινότητα ενός ~ατος. Υφάσματα διαφορετικού ~ατος. Φορέματα σε πολλά σχέδια και ~ατα. Γκάμα/ποικιλία/συνδυασμοί ~άτων. Η θάλασσα έχει μπλε ~. Το φυσικό μου ~ (μαλλιών) είναι καστανό/ξανθό. Το ~ των ματιών της είναι γαλανό/μελί. (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Το ~ (= η χρώση) του βλεννογόνου/των ιστών. ~ατα που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Πβ. χρωματισμός.|| Θεωρία/κλίμακα/φάσμα των ~άτων.|| (Για έντονα ~ατα σε αντίθεση προς το άσπρο, το μαύρο και το γκρι:) Πανδαισία ~άτων και αρωμάτων/ήχων. Τα ~ατα και το φως κυριαρχούν στον χώρο. Παίζω με τα ~ατα (: τα συνδυάζω με δημιουργικό τρόπο). 2. η αντίστοιχη ιδιότητα ως συμβολισμός ή χαρακτηριστικό γνώρισμα: τα ~ατα της ελληνικής σημαίας/μιας ομάδας. Αγωνίζεται με τα εθνικά ~ατα.|| Το ~ της υγείας (: ροδαλό). Τριαντάφυλλα στο ~ του πάθους (: κόκκινα). Φορά ανοιξιάτικα ~ατα.|| Τα ~ατα των φύλλων της τράπουλας. 3. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. ουσία σε ρευστή μορφή και σε διάφορες αποχρώσεις, η οποία χρησιμοποιείται για τον χρωματισμό επιφανειών: υγρό ~. ~ μετάλλων. Αδιάβροχα/ακρυλικά/ανεξίτηλα/πυράντοχα/συνθετικά/φυσικά/χημικά ~ατα. Επιστρώσεις/κηλίδες ~ατος. Αντοχή του ~ατος. ~ατα διαγράμμισης/επιπλοποιίας. ~ατα οικολογικά/ήπιας χημείας. ~ σε σπρέι. Επιλέγω το ιδανικό ~ για τους τοίχους. Πβ. βερνίκι, μπογιά, χρωστική.|| Γυάλισμα/προστασία ~ατος αυτοκινήτου.|| ~ατα ζωγραφικής. Τα ~ατα της παλέτας. Βλ. κηρο-, ξυλο-μπογιά, μαρκαδόρος, τέμπερα.|| Αραιωμένα ~ατα. Ανάμειξη ~άτων.|| (για τα ρούχα:) Ευαίσθητα ~ατα (: που ξεβάφουν, ξεθωριάζουν στο πλύσιμο). Βλ. υδρόχρωμα. ΣΥΝ. βαφή (2) 4. (ειδικότ.) χροιά της επιδερμίδας: ~ (= χρωματισμός, χρώση) του δέρματος. Ισότητα ανεξαρτήτως ~ατος.|| Έχει κάνει ωραίο ~ (: έχει μαυρίσει).|| Δεν μ’ αρέσει το ~ του (: είναι ωχρός). Έφυγε το ~ απ' το πρόσωπό του (: χλόμιασε). Έχασε το ~ του από τη ζήλια/τον θυμό/το κακό του (: κιτρίνισε, πρασίνισε).|| Αλλάζει ~ατα σαν τον χαμαιλέοντα (: η γνώμη του είναι ευμετάβλητη). 5. (μτφ.) ιδιαίτερο γνώρισμα, χαρακτηριστικό στοιχείο: συγκέντρωση με πολιτικό ~. Νησί με παραδοσιακό ~ και αιγαιοπελαγίτικο στιλ. Στα ~ατα και τον ρυθμό του καρναβαλιού. Τα πυροτεχνήματα έδωσαν ένα άλλο ~ στη βραδιά (: νότα, πινελιά). Πβ. ιδιαιτερότητα, τόνος, ύφος.|| Συζήτηση χωρίς ~ (: άχρωμη· πβ. ενδιαφέρον, ζωντάνια). 6. ΠΛΗΡΟΦ. ψηφιακή αναπαράσταση, απεικόνιση της αντίστοιχης ιδιότητας: ~ γεμίσματος. Το ~ του φόντου. Απόδοση/βαθμονόμηση/επεξεργασία/επιλογή/ποιότητα/προσθήκη ~ατος. Ψηφιακό ~ υψηλής ποιότητας. Ανάλυση ~ατος ... μπιτ. Εκτύπωση ... ~άτων. Βλ. ματζέντα, φωτεινότητα.|| (σε κινητό τηλέφωνο/τηλεόραση:) Οθόνη ... ~άτων.|| (ΤΗΛΕΠ.) Αποκωδικοποιητής ~ατος. 7. (μτφ.) ηχόχρωμα: το ~ της φωνής. Πβ. χροιά, χρωματισμός. Βλ. εκφραστικότητα. 8. (στο πόκερ) χέρι που αποτελείται από πέντε μη συνεχόμενα χαρτιά του ίδιου συμβόλου: (Έκανε/έχει) ~ στον βαλέ. Βλ. κέντα. 9. ΦΥΣ. κβαντικός αριθμός των κουάρκ. ● Υποκ.: χρωματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αφαιρετικά χρώματα: που δημιουργούνται από την ανάμειξη προσθετικών χρωμάτων., βασικά/κύρια χρώματα & (σπάν.) πρωτεύοντα χρώματα: που δεν μπορούν να παραχθούν από τη σύνθεση άλλων χρωμάτων· ειδικότ. μπλε, κίτρινο, κόκκινο. [< γαλλ. couleurs primitives] , δευτερεύοντα χρώματα & παράγωγα χρώματα: που δημιουργούνται από την ανάμειξη βασικών χρωμάτων., ζεστά/θερμά χρώματα: κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί (και οι αποχρώσεις τους). , θερμοκρασία χρώματος: ΦΥΣ. ο βαθμός απόχρωσης του φωτός που εκπέμπει μια φωτεινή πηγή. [< αγγλ. colour temperature, 1916] , κορεσμένο χρώμα: που δεν έχει αναμειχθεί με το άσπρο· κατ' επέκτ. έντονο βαθύ χρώμα: εκτύπωση με άριστο ~ ~. [< αγγλ. saturated colour] , προσθετικά χρώματα: βασικά χρώματα τα οποία, όταν συνδυάζονται μεταξύ τους, σχηματίζουν όλα τα υπόλοιπα., συμπληρωματικά χρώματα (συνήθ. ένα βασικό και ένα δευτερεύον): αυτά που, όταν συνδυάζονται στις σωστές αναλογίες, δίνουν το λευκό., ψυχρά/κρύα χρώματα: μπλε, μοβ, γκρι, πράσινο (και οι αποχρώσεις τους)., βάθος χρώματος βλ. βάθος, διαχωρισμός χρωμάτων βλ. διαχωρισμός, παλέτα χρωμάτων βλ. παλέτα, πλαστικό χρώμα βλ. πλαστικός, σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα βλ. σκοτώνω, τα χρώματα της ίριδας βλ. ίριδα ● ΦΡ.: με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα & με (τα πιο) μαύρα χρώματα (μτφ.): με τρόπο παραστατικό όσον αφορά τις δυσκολίες, τα εμπόδια ή τα αρνητικά σημεία: Περιγράφει ~ ~ την κατάσταση., παίρνω χρώμα (προφ.) 1. μαυρίζω: Έχει πάρει ~ απ' την ηλιοθεραπεία/τον ήλιο. 2. αποκτώ συγκεκριμένη απόχρωση: Το δωμάτιο θα πάρει ~ με τις καινούργιες κουρτίνες. Ο ουρανός, το δειλινό, ~ει υπέροχα ~ατα. 3. αποκτώ ενδιαφέρον: Ο αγώνας πήρε ~. 4. (για φαγητό) ροδίζω: Ψήνετε τα κουλουράκια μέχρι να ~ουν ~., άλλαξε χρώμα/δέκα/χίλια χρώματα βλ. αλλάζω [< αρχ. χρῶμα, γαλλ. couleur, αγγλ. colo(u)r, chroma]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.