θερμόμετρο θερ-μό-με-τρο ουσ. (ουδ.) 1. όργανο μέτρησης της θερμοκρασίας σε βαθμονομημένη κλίμακα: ~ αερίου/ζαχαροπλαστικής/μαγειρικής/νερού/οινοπνεύματος/τοίχου/υδραργύρου/(εξωτερικού/εσωτερικού) χώρου/ψυγείου. ~ αυτιού. Υπέρυθρο ~ μετώπου. ~ υπερύθρων. Ηλεκτρονικό/καταγραφικό/οπτικό/ψηφιακό ~. Το ~ ανέβηκε/κατέβηκε/έφτασε στους ... βαθμούς Κελσίου. Βλ. -μετρο.2. (μτφ.) ένταση: Στα ύψη το πολιτικό ~ (: από τον Τύπο). ● ΦΡ.: ανεβαίνει το θερμόμετρο/ο πυρετός (μτφ.): για να δηλωθεί όξυνση μιας κατάστασης, συναισθηματική ένταση, αύξηση ενδιαφέροντος: ~ το θερμόμετρο της αγωνίας/της αντιπαράθεσης/του εθνικισμού/του κεφιού. ~ το θερμόμετρο στην αγορά ακινήτων.|| ~ ο πυρετός εν όψει των εκλογών., το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο (μτφ.): κάτι φτάνει στην κορύφωση, στο απόγειό του: Το θερμόμετρο του ανταγωνισμού/της διασκέδασης ~ ~.|| ~ χτύπησε κόκκινο (: σε καύσωνα)., ανεβάζει το θερμόμετρο βλ. ανεβάζω [< γαλλ. thermomètre, αγγλ. thermometer]
ανεβάζω
ανεβάζω [ἀνεβάζω] α-νε-βά-ζω ρ. (μτβ.) {ανέβα-σα, ανεβά-σει -σμένος, ανεβάζ-οντας} 1. μετακινώ ή σηκώνω κάποιον ή κάτι από κάτω προς τα πάνω· μεταφέρω κάποιον από τον νότο προς τον βορρά, από το κέντρο προς την περιφέρεια, από τα παράλια προς την ενδοχώρα: ~ τη βαλίτσα/τον γιακά/τον διακόπτη/το κιβώτιο/τα μανίκια/τον μοχλό/τα πράγματα. Την ~σε στο λεωφορείο (= τη βοήθησε ν' ανέβει, πβ. επιβιβάζω). Με ~σαν σε μια σωστική λέμβο.|| (προφ.) Θα σ' ~σω εγώ από το λιμάνι.|| (ΓΡΑΜΜ.) Πολλές σύνθετες λέξεις ~ουν τον τόνο στην προπαραλήγουσα (: τον μεταφέρουν σε προηγούμενη συλλαβή). ΑΝΤ. κατεβάζω (1) 2. αυξάνω, υψώνω: ~ τα δίδακτρα/την ένταση (= δυναμώνω)/τα κέρδη/το κόστος/τους μισθούς/τα νοίκια/την παραγωγικότητα/την ποιότητα/την τηλεθέαση/τον τόνο της φωνής/τους φόρους (ΑΝΤ. μειώνω). Κάθε νίκη μάς ~ει το ηθικό (πβ. εξυψώνω). Τα νέα προϊόντα ~ουν σε ψηλά επίπεδα την εικόνα της επιχείρησης. ~σε την ομάδα του στην κορυφή της βαθμολογίας (πβ. προάγω, προβιβάζω). ~σε πίεση/πυρετό (: αυξήθηκε η πίεση/η θερμοκρασία του σώματός του). Έχει ~σει την απόδοσή του. ~σμένη: θερμοκρασία/τιμή.|| (ΜΟΥΣ.) ~ ψηλότερα έναν φθόγγο.3. μεταφέρω δεδομένα ή προγράμματα από περιφερειακό σε κεντρικό σύστημα, από προσωπικό υπολογιστή σε απομακρυσμένο σταθμό εργασίας: ~ αρχεία στο διαδίκτυο/στην ιστοσελίδα/στο σάιτ.4. (προφ.) προκαλώ ψυχική ευφορία: Το φαγητό μάς ~ει (= φτιάχνει, ΑΝΤ. χαλάει/ρίχνει). Με ~σαν τα καλά σου λόγια. Με τόσο ωραία ατμόσφαιρα νιώθω ~σμένος (πβ. χάι). Η διάθεσή/ψυχολογία μου είναι ~σμένη (: είμαι στα πάνω μου). Ξεσηκώνει τα πλήθη με την πιο ~σμένη μουσική (: μοντέρνα μουσική που προκαλεί κέφι).5. {στο γ' πρόσ.} υπολογίζω, λογαριάζω (για ποσότητα που αποδεικνύεται μεγαλύτερη απ' ό,τι είχε αρχικά υπολογιστεί): Αξιωματούχοι της Αστυνομίας ~ουν τον συνολικό αριθμό των νεκρών σε ... (= εκτιμούν ότι ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται σε ...).6. παρουσιάζω θεατρική παράσταση στο κοινό: ~ δράμα/κωμωδία/μιούζικαλ/παράσταση/τραγωδία. Η θεατρική ομάδα έχει ~σει (= παίξει) με μεγάλη επιτυχία έργα του κλασικού ρεπερτορίου. Βλ. σκηνοθετώ. ● ΦΡ.: ανεβάζει το θερμόμετρο (μτφ.) για κάτι που προκαλεί 1. αντιπαραθέσεις, εντείνει τα πάθη: Η απαγόρευση ~σε ~ στα ύψη.2. πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: Η έκδοση των έντοκων γραμματίων ~σε ~ στην αγορά., ανεβάζω (τις) στροφές/ταχύτητα/ρυθμούς1. επιταχύνω, αυξάνω: Ο κινητήρας ~ει τις στροφές του.2. (μτφ.) βελτιώνω την απόδοσή μου: ~ει ταχύτητα η οικονομία (= αναπτύσσεται). Στο δεύτερο ημίχρονο η ομάδα ~σε ρυθμούς και συνέτριψε την αντίπαλό της., ανεβάζω κάποιον στα μάτια/στην εκτίμηση κάποιου: τον εξυψώνω από ηθική άποψη: Η πράξη του τον ~σε στα μάτια του κόσμου. Οι δηλώσεις της την ~σαν στην εκτίμησή μου. Βλ. ανεβαίνω., ανεβάζω κάποιον στα ουράνια (μτφ.) 1. τον αποθεώνω, εγκωμιάζω: Τον ~σαν ~, αναγνωρίζοντας το ήθος του.2. του προκαλώ ψυχική ευφορία, ανάταση: Η αναγνώριση/η επιδοκιμασία/η επιτυχία σε ~ει ~. Βλ. ανεβαίνω., ανεβάζω κάποιον στην εξουσία/στον θρόνο: ΙΣΤ. τον αναγορεύω ηγέτη ή βασιλιά: Ο απελευθερωτικός πόλεμος ~σε στην εξουσία τις εθνικές δυνάμεις της χώρας., ανεβάζω κάποιον/κάτι στα ύψη (μτφ.) 1. αυξάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό: Η νίκη ~σε ~ την αυτοπεποίθησή τους. Βλ. εκτινάσσεται/εκτοξεύεται στα ύψη.2. συντελώ ώστε να αποκτήσει κάποιος ή κάτι μεγάλη φήμη ή αξία: Με την εργατικότητά της ~σε την επιχείρηση ~. Πβ. απογειώνω.3. προκαλώ σε κάποιον ψυχική ανάταση: Η ερμηνεία της ~σε το κοινό ~., ανεβάζω/σηκώνω τον πήχη/πήχυ (ψηλά) (μτφ.) 1. βελτιώνω το επίπεδο ή θέτω υψηλότερους στόχους: Με το κύρος σας έχετε ~σει ~ πολύ ψηλά. Βάζουμε υψηλούς στόχους, ~ουμε ~ ψηλά.2. (+ γεν.) αυξάνω: Έχουν ~σει ~ των απαιτήσεων/των διεκδικήσεών/των προσδοκιών τους. Βλ. ανεβαίνω., τον ανεβάζει ... τον κατεβάζει (προφ.-εμφατ.): αποκαλεί, προσφωνεί, χαρακτηρίζει κάποιον διαρκώς: (για να δηλωθεί η αρνητική συνήθ. πλευρά προσώπου) Ρεμάλι τον ~ουν, ρεμάλι τον ~ουν., ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις βλ. κυβέρνηση, ανεβάζω κάποιον στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς βλ. ουρανός, ανεβάζω/εκτοξεύω την αδρεναλίνη (στα ύψη/στο κόκκινο) βλ. αδρεναλίνη, ανεβαίνουν οι τόνοι/ανεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση βλ. αίμα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω [< μεσν. ανεβάζω, 3: αγγλ. upload, 1977, 6: γαλλ. monter]
-μετρο
-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~.2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.