Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θερμόμετρο θερ-μό-με-τρο ουσ. (ουδ.) 1. όργανο μέτρησης της θερμοκρασίας σε βαθμονομημένη κλίμακα: ~ αερίου/ζαχαροπλαστικής/μαγειρικής/νερού/οινοπνεύματος/τοίχου/υδραργύρου/(εξωτερικού/εσωτερικού) χώρου/ψυγείου. ~ αυτιού. Υπέρυθρο ~ μετώπου. ~ υπερύθρων. Ηλεκτρονικό/καταγραφικό/οπτικό/ψηφιακό ~. Το ~ ανέβηκε/κατέβηκε/έφτασε στους ... βαθμούς Κελσίου. Βλ. -μετρο. 2. (μτφ.) ένταση: Στα ύψη το πολιτικό ~ (: από τον Τύπο). ● ΦΡ.: ανεβαίνει το θερμόμετρο/ο πυρετός (μτφ.): για να δηλωθεί όξυνση μιας κατάστασης, συναισθηματική ένταση, αύξηση ενδιαφέροντος: ~ το θερμόμετρο της αγωνίας/της αντιπαράθεσης/του εθνικισμού/του κεφιού. ~ το θερμόμετρο στην αγορά ακινήτων.|| ~ ο πυρετός εν όψει των εκλογών., το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο (μτφ.): κάτι φτάνει στην κορύφωση, στο απόγειό του: Το θερμόμετρο του ανταγωνισμού/της διασκέδασης ~ ~.|| ~ χτύπησε κόκκινο (: σε καύσωνα)., ανεβάζει το θερμόμετρο βλ. ανεβάζω [< γαλλ. thermomètre, αγγλ. thermometer]

ανεβάζω

ανεβάζω [ἀνεβάζω] α-νε-βά-ζω ρ. (μτβ.) {ανέβα-σα, ανεβά-σει -σμένος, ανεβάζ-οντας} 1. μετακινώ ή σηκώνω κάποιον ή κάτι από κάτω προς τα πάνω· μεταφέρω κάποιον από τον νότο προς τον βορρά, από το κέντρο προς την περιφέρεια, από τα παράλια προς την ενδοχώρα: ~ τη βαλίτσα/τον γιακά/τον διακόπτη/το κιβώτιο/τα μανίκια/τον μοχλό/τα πράγματα. Την ~σε στο λεωφορείο (= τη βοήθησε ν' ανέβει, πβ. επιβιβάζω). Με ~σαν σε μια σωστική λέμβο.|| (προφ.) Θα σ' ~σω εγώ από το λιμάνι.|| (ΓΡΑΜΜ.) Πολλές σύνθετες λέξεις ~ουν τον τόνο στην προπαραλήγουσα (: τον μεταφέρουν σε προηγούμενη συλλαβή). ΑΝΤ. κατεβάζω (1) 2. αυξάνω, υψώνω: ~ τα δίδακτρα/την ένταση (= δυναμώνω)/τα κέρδη/το κόστος/τους μισθούς/τα νοίκια/την παραγωγικότητα/την ποιότητα/την τηλεθέαση/τον τόνο της φωνής/τους φόρους (ΑΝΤ. μειώνω). Κάθε νίκη μάς ~ει το ηθικό (πβ. εξυψώνω). Τα νέα προϊόντα ~ουν σε ψηλά επίπεδα την εικόνα της επιχείρησης. ~σε την ομάδα του στην κορυφή της βαθμολογίας (πβ. προάγω, προβιβάζω). ~σε πίεση/πυρετό (: αυξήθηκε η πίεση/η θερμοκρασία του σώματός του). Έχει ~σει την απόδοσή του. ~σμένη: θερμοκρασία/τιμή.|| (ΜΟΥΣ.) ~ ψηλότερα έναν φθόγγο. 3. μεταφέρω δεδομένα ή προγράμματα από περιφερειακό σε κεντρικό σύστημα, από προσωπικό υπολογιστή σε απομακρυσμένο σταθμό εργασίας: ~ αρχεία στο διαδίκτυο/στην ιστοσελίδα/στο σάιτ. 4. (προφ.) προκαλώ ψυχική ευφορία: Το φαγητό μάς ~ει (= φτιάχνει, ΑΝΤ. χαλάει/ρίχνει). Με ~σαν τα καλά σου λόγια. Με τόσο ωραία ατμόσφαιρα νιώθω ~σμένος (πβ. χάι). Η διάθεσή/ψυχολογία μου είναι ~σμένη (: είμαι στα πάνω μου). Ξεσηκώνει τα πλήθη με την πιο ~σμένη μουσική (: μοντέρνα μουσική που προκαλεί κέφι). 5. {στο γ' πρόσ.} υπολογίζω, λογαριάζω (για ποσότητα που αποδεικνύεται μεγαλύτερη απ' ό,τι είχε αρχικά υπολογιστεί): Αξιωματούχοι της Αστυνομίας ~ουν τον συνολικό αριθμό των νεκρών σε ... (= εκτιμούν ότι ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται σε ...). 6. παρουσιάζω θεατρική παράσταση στο κοινό: ~ δράμα/κωμωδία/μιούζικαλ/παράσταση/τραγωδία. Η θεατρική ομάδα έχει ~σει (= παίξει) με μεγάλη επιτυχία έργα του κλασικού ρεπερτορίου. Βλ. σκηνοθετώ. ● ΦΡ.: ανεβάζει το θερμόμετρο (μτφ.) για κάτι που προκαλεί 1. αντιπαραθέσεις, εντείνει τα πάθη: Η απαγόρευση ~σε ~ στα ύψη. 2. πολύ μεγάλο ενδιαφέρον: Η έκδοση των έντοκων γραμματίων ~σε ~ στην αγορά., ανεβάζω (τις) στροφές/ταχύτητα/ρυθμούς 1. επιταχύνω, αυξάνω: Ο κινητήρας ~ει τις στροφές του. 2. (μτφ.) βελτιώνω την απόδοσή μου: ~ει ταχύτητα η οικονομία (= αναπτύσσεται). Στο δεύτερο ημίχρονο η ομάδα ~σε ρυθμούς και συνέτριψε την αντίπαλό της., ανεβάζω κάποιον στα μάτια/στην εκτίμηση κάποιου: τον εξυψώνω από ηθική άποψη: Η πράξη του τον ~σε στα μάτια του κόσμου. Οι δηλώσεις της την ~σαν στην εκτίμησή μου. Βλ. ανεβαίνω., ανεβάζω κάποιον στα ουράνια (μτφ.) 1. τον αποθεώνω, εγκωμιάζω: Τον ~σαν ~, αναγνωρίζοντας το ήθος του. 2. του προκαλώ ψυχική ευφορία, ανάταση: Η αναγνώριση/η επιδοκιμασία/η επιτυχία σε ~ει ~. Βλ. ανεβαίνω., ανεβάζω κάποιον στην εξουσία/στον θρόνο: ΙΣΤ. τον αναγορεύω ηγέτη ή βασιλιά: Ο απελευθερωτικός πόλεμος ~σε στην εξουσία τις εθνικές δυνάμεις της χώρας., ανεβάζω κάποιον/κάτι στα ύψη (μτφ.) 1. αυξάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό: Η νίκη ~σε ~ την αυτοπεποίθησή τους. Βλ. εκτινάσσεται/εκτοξεύεται στα ύψη. 2. συντελώ ώστε να αποκτήσει κάποιος ή κάτι μεγάλη φήμη ή αξία: Με την εργατικότητά της ~σε την επιχείρηση ~. Πβ. απογειώνω. 3. προκαλώ σε κάποιον ψυχική ανάταση: Η ερμηνεία της ~σε το κοινό ~., ανεβάζω/σηκώνω τον πήχη/πήχυ (ψηλά) (μτφ.) 1. βελτιώνω το επίπεδο ή θέτω υψηλότερους στόχους: Με το κύρος σας έχετε ~σει ~ πολύ ψηλά. Βάζουμε υψηλούς στόχους, ~ουμε ~ ψηλά. 2. (+ γεν.) αυξάνω: Έχουν ~σει ~ των απαιτήσεων/των διεκδικήσεών/των προσδοκιών τους. Βλ. ανεβαίνω., τον ανεβάζει ... τον κατεβάζει (προφ.-εμφατ.): αποκαλεί, προσφωνεί, χαρακτηρίζει κάποιον διαρκώς: (για να δηλωθεί η αρνητική συνήθ. πλευρά προσώπου) Ρεμάλι τον ~ουν, ρεμάλι τον ~ουν., ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις βλ. κυβέρνηση, ανεβάζω κάποιον στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς βλ. ουρανός, ανεβάζω/εκτοξεύω την αδρεναλίνη (στα ύψη/στο κόκκινο) βλ. αδρεναλίνη, ανεβαίνουν οι τόνοι/ανεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση βλ. αίμα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω [< μεσν. ανεβάζω, 3: αγγλ. upload, 1977, 6: γαλλ. monter]

-μετρο

-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.