Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θεσμοθετώ [θεσμοθετῶ] θε-σμο-θε-τώ ρ. (μτβ.) {θεσμοθετ-εί, -ώντας | θεσμοθέτ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} (λόγ.) 1. θεσπίζω κανόνες ή νόμους, νομοθετώ: ~ούνται ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της διαφάνειας. Διάταξη/οδηγία/προεδρικό διάταγμα που ~ήθηκε. 2. καθιερώνω κάτι με νόμο: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ~εί ετήσιο βραβείο πράσινης πρωτεύουσας. Η κυβέρνηση/πολιτεία προτίθεται να ~ήσει κίνητρα για … Το πρόγραμμα ~ήθηκε με απόφαση της Συγκλήτου. Βλ. -θετώ. [< 1: μτγν. θεσμοθετῶ, ]

-θετώ

-θετώ: επίθημα ρημάτων με τη σημασία του θεσπίζω, τοποθετώ, καθορίζω, οργανώνω ή σπανιότ. θέτω υπό την προστασία μου: αθλο~/θεσμο~/νομο~. Ναρκο~. Οριο~/σκηνο~/χωρο~. Aρχειο~. Υιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.