Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 12 εγγραφές  [0-12]


  • θεός θε-ός ουσ. (αρσ.) 1. {χωρ. πληθ.} (με κεφαλ. Θ) (στις μονοθεϊστικές θρησκείες και συνήθ. στη χριστιανική) η υπέρτατη οντότητα που λατρεύεται ως δημιουργός του κόσμου: ο αληθινός/ένας και μοναδικός/πάνσοφος/παντοδύναμος/φιλεύσπλαχνος ~. Ο τριαδικός/τρισάγιος ~ (= η Αγία Τριάδα). Η βασιλεία/ο δούλος/το έλεος/η πρόνοια/το τέκνο/η ύπαρξη του ~ού. Οι τρεις υποστάσεις του ~ού (: Πατέρας, Yιός και Άγιο Πνεύμα). Παράκληση/πίστη/προσευχή στον ~ό. Λατρεύω τον/πιστεύω στον ~ό. Ζητώ από τον ~ό να ... Υπάρχει ~; Χαρίσματα που έδωσε ο ~ στον άνθρωπο. Να ευχαριστείς τον ~ό για όσα έχεις. Πβ. Κτίστης, Κύριος, Πανάγαθος, Παντοκράτορας, Πλάστης. Βλ. Παναγία, Χριστός.|| (ευχετ.) Ο ~ να σε ευλογεί/φωτίζει! Ο ~ να μας λυπηθεί! Με τη βοήθεια του ~ού ... (λόγ.) Είθε ο ~ να μας βοηθήσει! Πβ. Μεγαλοδύναμος.|| (προφ.) Δεν είμαι ~ να ξέρω τι θα συμβεί! Ζει ξεχασμένος από τον ~ό (: τον έχουν εγκαταλείψει όλοι). (για δήλωση απορίας:) Τι στον ~ό (= τι στο καλό) συμβαίνει;|| (στη γεν.) Βροχούλα/νεράκι/πλάσμα του ~ού (για κάτι αγνό, αθώο). Άνθρωπος του ~ού (για κληρικό ή ευσεβή άνθρωπο).|| Ο ~ των Εβραίων (: Ιεχωβά)/των μουσουλμάνων (: Αλλάχ).|| (για φυσικά φαινόμενα:) Αστράφτει/βρέχει ο ~. Βλ. θεούλης. 2. (στις πολυθεϊστικές θρησκείες) κάθε οντότητα με υπερφυσικές δυνάμεις, θεότητα: ποτάμιος ~. Αθάνατοι/ουράνιοι/τοπικοί/χθόνιοι ~οί.|| (ΜΥΘ.) ~ του κάτω κόσμου (: ο Πλούτωνας)/της μουσικής (: ο Απόλλωνας)/του πολέμου (: ο Άρης). Ο ~ Διόνυσος/Ήφαιστος/Ποσειδώνας. Οι δώδεκα ~οί του Ολύμπου/οι ολύμπιοι ~οί (πβ. πάνθεον). ~οί και ημίθεοι (βλ. ισόθεος)/ήρωες. ~οί και θνητοί. Δίας, ο πατέρας των ~ών και των ανθρώπων.|| Ο ~ του χρήματος (: ο μαμωνάς). 3. (μτφ.) όποιος ή ό,τι αποτελεί αντικείμενο λατρείας, θαυμασμού: ~ της υποκριτικής. Οι σύγχρονοι ~οί του ελληνικού αθλητισμού. (προφ.-επιτατ.) Eίσαι ~ (: άπαικτος, καταπληκτικός, φοβερός)! Τον έχουν σαν ~ό (βλ. αποθεώνω).|| Είναι ~ (= κούκλος, παίδαρος)! Τον έχουν κάνει ~ό (βλ. είδωλο, ίνδαλμα).|| Ο μοναδικός ~ του είναι το χρήμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο καλός Θεός/θεούλης (οικ.) 1. για δήλωση της καλοσύνης και της μεγαλοσύνης του Θεού: ~ ~ δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο. Με λυπήθηκε ~ ~. 2. επίκληση στη θεία δύναμη για την επίτευξη κάποιου σκοπού: Μακάρι ~ ~ να σε βοηθήσει να πάρεις τη σωστή απόφαση., ο Λόγος (του Θεού) 1. ΕΚΚΛΗΣ. η Βίβλος ή γενικότ. η χριστιανική διδασκαλία, διδαχή: Δίδαξε τον ~ο ~. Ζει σύμφωνα με τον ~ο. Πβ. Ευαγγέλιο. 2. ΘΕΟΛ. & ο Υιός και Λόγος του Θεού/ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού: το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Ιησούς Χριστός: η ενανθρώπηση του ~ου ~., (η) ευλογία (του) Θεού βλ. ευλογία, Άγνωστος Θεός βλ. άγνωστος, αρνάκι του Θεού βλ. αρνί, δώρο Θεού βλ. δώρο, η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις, ο Αμνός (του Θεού) βλ. αμνός, ο οίκος (του) Θεού βλ. οίκος, ο φτερωτός θεός βλ. φτερωτός ● ΦΡ.: (και/κι) ο Θεός βοηθός (ευχετ.): σε περιπτώσεις που κάποιος πρόκειται να αποτολμήσει κάτι: Άντε και/προχώρα και ~ ~! Πβ. ο Θεός να βάλει το χέρι του., από Θεού άρξασθε/άρξασθαι (λόγ.): πριν κάνουμε οτιδήποτε, ας προσευχηθούμε πρώτα στον Θεό να μας βοηθήσει., δεν έχει το Θεό του (οικ.): για πρόσωπο που δεν έχει φραγμούς ή συμπεριφέρεται με παράτολμο τρόπο: Άκου θράσος! Αυτός ο άνθρωπος ~ ~ (: είναι αθεόφοβος)! Δεν έχεις ~ σου πια (= δεν αντέχεσαι, είσαι ανυπόφορος)!, δόξα τω Θεώ/δόξα σοι ο Θεός/δόξα να 'χει ο Θεός/ο Κύριος (προφ.): έκφρ. ικανοποίησης από πιστό σε περιπτώσεις που πάνε καλά τα πράγματα: ~ ~ είμαι καλά/πέρασα τις εξετάσεις.|| (ειρων.) ~ ~, μας θυμήθηκες!, έδωσε ο Θεός (προφ.): ευτυχώς, επιτέλους: ~ ~ και προσγειωθήκαμε/φτάσαμε κάποια στιγμή., εκ/από Θεού (λόγ.): δοσμένος από τον Θεό: ~ ~ Λόγος/σοφία., ελέω Θεού (λόγ.): με τη χάρη και την ευσπλαχνία του Θεού: ~ ~ αυτοκράτορας/βασιλεία/πάπας.|| (ειρων.) ~ ~ εξουσία., ένας Θεός ξέρει (προφ.): κανείς δεν γνωρίζει: ~ ~ πότε θα τον ξαναδώ/πώς γλίτωσε/τι απέγινε! ΣΥΝ. Κύριος οίδε, ο Θεός και η ψυχή του!, έχει ο Θεός & κι έχει ο Θεός για όλους: προς δήλωση αισιοδοξίας, υπομονής, προσδοκίας για κάτι καλύτερο: Μην ανησυχείς, καλά να 'σαι ~ ~!|| Δεν βαριέσαι, ~ ~., Θεέ και Κύριε! (προφ.): για να δηλωθεί ευχάριστη ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: ~ ~ τι πράγματα είναι αυτά/τι άλλο θα δουν τα ματάκια μας (: έλα Χριστέ και Παναγιά/Χριστέ μου)!, Θεέ μου! (ως επιφών.): προς δήλωση: (αποδοκιμασίας/δυσαρέσκειας/έκπληξης:) Τι άλλο θ΄ακούσω, ~ ~! Τι ντροπή, ~ ~! Τι άνθρωπος, ~ ~! Έλα ~ ~! Τι πράγματα είν’ αυτά! (πβ. Θεός φυλάξοι, Χριστός κι Απόστολος).|| (παράκλησης/ευχής:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~! ~ ~, κάνε/μακάρι να ...! ~ ~, δωσ' του δύναμη/φώτιση!|| (φόβου:) ~ ~ (= μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Χριστέ μου/Χριστούλη μου!, θέλημα (του) Θεού: η θεϊκή βούληση ως νόμος ή παρέμβαση στα ανθρώπινα: Ήταν ~ ~ να συναντηθούμε (: ήταν γραφτό, μοιραίο)., Θεοί και δαίμονες: όλοι, οι πάντες: τους κυνηγούν ~ ~, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! & να συγχωρεθεί η ψυχή του (ευχετ.): ο Θεός να τον συγχωρήσει, να τον αναπαύσει., Θεός φυλάξοι!: έκφραση απευχής ή έντονης αποδοκιμασίας: Φαντάσου να συμβεί και τίποτα χειρότερο! ~ ~!|| Τι πράγματα είναι αυτά! ~ ~!, ο (ίδιος ο) Θεός να κατέβει κάτω (προφ.): για κανέναν λόγο, σε καμία περίπτωση: ~ ~, δεν αλλάζω γνώμη., ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί (παροιμ.): η θεϊκή δικαιοσύνη επέρχεται τελικά κι ας καθυστερεί: Από κάπου θα το βρει: ~ ~! Πβ. όλα εδώ πληρώνονται, έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ' ορά., ο Θεός είναι μεγάλος (προφ.): για δήλωση ελπίδας, αισιοδοξίας: ~ ~, θα μας βοηθήσει!, ο Θεός και η ψυχή του! (προφ.): για κάτι που δεν γνωρίζουμε ή για το οποίο δεν είμαστε βέβαιοι: Τώρα, τι θα γίνει/τι έγραψε/πώς πήγε στις εξετάσεις, ~ ~! ΣΥΝ. ένας Θεός ξέρει, ο Θεός μαζί σου!: (συχνά σε αποχαιρετισμό) ο Θεός να σε προστατεύει: Γεια σου/στο καλό και ~ ~!, ο Θεός να (σε/μας) φυλάει (προφ.): να (σε/μας) προστατεύει: ~ να μας ~ από τις αρρώστιες/τους σεισμούς! ~ να σε ~ απ' τη γλωσσοφαγιά της!, ο Θεός να δώσει/να δώσει ο Θεός & να μη (το) δώσει ο Θεός (προφ.): μακάρι ή μακάρι να μη: ~ ~ (και) να μην αρρωστήσει/να πάνε όλα καλά.|| Εύχομαι να μη δώσει σε κανέναν ο Θεός τέτοιο πόνο!, ο Θεός να το κάνει (προφ.-μειωτ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος/κάτι δεν πληροί τις προδιαγραφές: Μείναμε σ' ένα ξενοδοχείο, (που) ~ ~ (ξενοδοχείο), σκέτο αχούρι!, προς Θεού/για το Θεό (επιτατ.): έκφραση αποτροπής, παράκλησης ή απόρριψης κάποιου ενδεχομένου: ~ ~, όχι άλλα λάθη! ~ ~, ας τους δοθεί μια ευκαιρία!|| ~ ~ δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο/δεν το εννοούσα. ~ ~ δεν το έκανα εσκεμμένα., πρώτα ο Θεός: με τη βοήθεια του Θεού, αν όλα πάνε καλά: Στο τέλος του χρόνου, ~ ~, επιστρέφει. Πβ. αν θέλει ο Θεός., συν Θεώ (λόγ.): με τη βοήθεια του Θεού., υπάρχει Θεός!: για να δηλωθεί ότι κάποιος νιώθει δικαίωση: Κατάλαβε το λάθος του και μου ζήτησε συγγνώμη. Τελικά ~ ~!, (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός βλ. θέλω, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, αμαρτία από τον Θεό βλ. αμαρτία, αν θέλει ο Θεός βλ. θέλω, ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται βλ. ανάγκη, απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! βλ. βρίσκω, απειλεί θεούς και δαίμονες βλ. απειλώ, από μηχανής θεός βλ. μηχανή, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, διάπυρος προς Θεόν/προς Κύριον ευχέτης βλ. ευχέτης, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η δόξα του Θεού βλ. δόξα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Θεός σχωρέσ'/να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου! βλ. πεθαμένος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι βλ. μέρα, κι/και άγιος ο Θεός βλ. άγιος, κοιμήθηκε ο θεός βλ. κοιμάμαι, μάρτυς/μάρτυράς μου ο Θεός βλ. μάρτυρας, μετά φόβου Θεού βλ. φόβος, να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... βλ. καλά, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα, ο Θεός να/ας με σ(υγ)χωρέσει/Θεέ μου συγχώρεσέ/σ(υγ)χώρα με βλ. συγχωρώ, οργή Θεού βλ. οργή, ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε βλ. βλέπω, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας) βλ. ευχή, στο έλεος του Θεού βλ. έλεος, τα ελέη του Θεού βλ. έλεος, τέλος και τω Θεώ δόξα βλ. τέλος, τέρμα Θεού βλ. τέρμα, το Θεό μπάρμπα να 'χεις βλ. μπάρμπας, το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς βλ. βαριέμαι, τον ξέχασε ο Χάρος/ο Θεός βλ. ξεχνώ, φόβος Θεού βλ. φόβος, φωνή λαού, οργή Θεού βλ. οργή, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω, φωτιά να σε κάψει! βλ. καίω, χαρά θεού βλ. χαρά, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός ● βλ. θεά [< αρχ. θεός]
  • θεοσέβεια θε-ο-σέ-βει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): σεβασμός προς τον Θεό, ευσέβεια: βαθιά ~. Πίστη και ~. Πβ. ευλάβεια, θρησκευτικότητα, φιλοθεΐα. ΑΝΤ. ασέβεια [< αρχ. θεοσέβεια]
  • θεοσεβής , ής, ές θε-ο-σε-βής επίθ. (λόγ.): που σέβεται τον Θεό, ευλαβής: ~ής: χριστιανός. Πβ. ευσεβής, θεοφοβούμενος, θρήσκος. ΣΥΝ. θεοσεβούμενος ΑΝΤ. ασεβής [< αρχ. θεοσεβής]
  • θεοσεβούμενος , η, ο θε-ο-σε-βού-με-νος επίθ.: θεοσεβής.
  • θεοσκότεινος , η, ο θε-ο-σκό-τει-νος επίθ. (επιτατ.): που καλύπτεται από απόλυτο σκοτάδι: ~ος: δρόμος/χώρος. ~η: αίθουσα/νύχτα. ~ο: δωμάτιο/υπόγειο (βλ. ανήλιος).|| (μτφ.) ~η: περίοδος. ~ο: μέλλον (: ζοφερό). Βλ. θεο-. ΣΥΝ. κατασκότεινος, ολοσκότεινος ΑΝΤ. κατάφωτος, ολόφωτος ● επίρρ.: θεοσκότεινα
  • θεοσοφία θε-ο-σο-φί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. σύνολο ετερόκλιτων θρησκευτικών, φιλοσοφικών και μυστικιστικών ιδεών που συνοψίζονται στην πεποίθηση ότι υπάρχει μία βαθύτερη γνώση του κόσμου, την οποία μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος μέσα από την προσωπική κατανόηση του Θεού και την ένωσή του με Αυτόν. Βλ. ανθρωποσοφία. ΣΥΝ. θεοσοφισμός [< μτγν. θεοσοφία 'γνώση των θείων θεμάτων', γαλλ. théosophie, γερμ. Theosophie, αγγλ. theosophy]
  • θεοσοφικός , ή, ό θε-ο-σο-φι-κός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. που σχετίζεται με τη θεοσοφία: ~ός: μυστικισμός. ~ή: διδασκαλία. ~ό: κίνημα. [< γαλλ. théosophique, γερμ. theosophisch, αγγλ. theosophic(al)]
  • θεοσοφισμός θε-ο-σο-φι-σμός ουσ. (αρσ.): ΦΙΛΟΣ. θεοσοφία. [< γαλλ. théosophisme, αγγλ. theosophism]
  • θεοσοφιστής θε-ο-σο-φι-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. θεοσοφίστρια}: οπαδός της θεοσοφίας. ΣΥΝ. θεόσοφος [< γαλλ. théosophe, γερμ. Theosoph, αγγλ. theosoph]
  • θεόσοφος θε-ό-σο-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): θεοσοφιστής. [< μτγν. θεόσοφος 'αυτός που έχει θεϊκή σοφία', γαλλ. théosophe, γερμ. Theosoph, αγγλ. theosoph]
  • θεόσταλτος , η, ο θε-ό-σταλ-τος επίθ. (λόγ.): σταλμένος από τον Θεό και κατ' επέκτ. ανέλπιστος: ~ος: άγγελος. ~η: δύναμη. ~ο: μήνυμα/όνειρο/σημάδι.|| (μτφ.) ~η: ευκαιρία (πβ. αναπάντεχος). ~ο: δώρο (= δώρο Θεού). Πβ. θεόπεμπτος, ουρανοκατέβατος, ουρανό-πεμπτος, -σταλτος.
  • θεόστραβος , η, ο θε-ό-στρα-βος επίθ. (προφ.-επιτατ.) 1. (μειωτ.) θεότυφλος. Βλ. θεο-. 2. που δεν είναι καθόλου ίσιος: ~η: μύτη. ~α: δόντια/πόδια. Πβ. στρεβλός. ΑΝΤ. ολόισιος ● επίρρ.: θεόστραβα

άγιος

άγιος, α, ο [ἅγιος] ά-γι-ος επίθ. (κ. ά-γιος, ά-για, ά-γιο) {-ου (λόγ.) -ίου, -ας (λόγ.) -ίας} 1. που σχετίζεται με τον Θεό, το θείο ή και τη χριστιανική λατρεία: αγία: εικόνα/μετάληψη/Οικογένεια/πρόθεση/προσκομιδή. Άγιο: δισκοπότηρο/Ευαγγέλιο. Άγια: Θεοφάνια/λείψανα/Μυστήρια/πάθη. Το Άγιο και Μέγα Σάββατο. Το άγιο όνομα του Κυρίου. Ευχές για τις άγιες μέρες του Πάσχα/των Χριστουγέννων. ~ ο Θεός (βλ. παν~). 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Α, συντομ. Άγ. κ. Αγ.) πρόσωπο που τιμά η Εκκλησία λόγω του ενάρετου βίου και των θαυματουργών συχνά ιδιοτήτων του και λατρεύεται από τους πιστούς: Ο ~ Γεώργιος/Νικόλαος. Η Αγία Αικατερίνη. Οι Άγιοι Απόστολοι. Των Αγίων Πάντων. Η Εκκλησία τον έκανε Άγιο (= τον αγιοποίησε). Πβ. Αϊ & Άι, αγιο-.|| (σε γεν. για να δηλωθεί η μέρα της γιορτής ενός Aγίου) Σήμερα είναι του Αγίου Δημητρίου.|| (ως ουσ.) Άγιος, Αγία (ο/η): πολιούχος/προστάτης/τοπικός ~. Στρατιωτικοί Άγιοι. Οι βίοι των Αγίων. Βλ. όσιος, μάρτυρας. 3. (συνεκδ.) για εκκλησία που είναι αφιερωμένη σε έναν Άγιο και κατ' επέκτ. για τη γύρω περιοχή: Θα συναντηθούμε μπροστά στον Άγιο Ανδρέα.|| Μένω στον Άγιο Σώστη. 4. χαρακτηρισμός ή προσφώνηση ανώτερων κληρικών, ιδ. μητροπολιτών: Tι να κάνω Άγιε ηγούμενε/πάτερ; Βλ. αγιότητα. 5. (μτφ.) ευσεβής, ενάρετος, ιερός: άγια/αγία: γυναίκα/μορφή. ~ άνθρωπος! Δεν είναι και κανένας ~ (: παραβιάζει ηθικές αρχές και κανόνες).|| Άγια/αγία: ζωή. Πβ. όσιος. ● Ουσ.: Άγια (τα): ΕΚΚΛΗΣ. τα Τίμια Δώρα, ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας και συνεκδ. η χρονική στιγμή της περιφοράς τους: Προσκύνησε τα ~., άγιο (το): ΘΡΗΣΚ. οτιδήποτε ιερό και αγνό (σε αντιπαράθεση με το μιαρό και το βέβηλο) θεωρείται ότι αποτελεί την ουσία της ύπαρξης, το θείο: Λατρεία προς το όσιο, το ιερό, το ~. ● επίρρ.: άγια ● ΣΥΜΠΛ.: άγια χώματα 1. & αγιασμένα χώματα (μτφ.) για να δηλωθεί η ιερότητα του εδάφους, του μέρους, από το οποίο συνήθ. κατάγεται κάποιος: Πατώ/προσκυνώ/υπερασπίζομαι/φιλώ τα ~ ~ της πατρίδας. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. τα αρχικά Α, Χ) τα μέρη όπου έζησε ο Χριστός., τα Άγια των Αγίων 1. ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό του ναού: Το τέμπλο χωρίζει τον κυρίως ναό από ~ ~. ΣΥΝ. Ιερό/Άγιο Βήμα 2. (μτφ., με α πεζό) τα ιερά και τα όσια, το σπουδαιότερο στοιχείο: ~ ~ του Γένους μας/του πολιτισμού. Πβ. πεμπτουσία., το Άγιο(ν) Όρος: αυτόνομη μοναστική πολιτεία στη χερσόνησο του Άθω που αποτελεί το κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού: Ιερά Κοινότης του ~ίου ~ους (: όργανο που ασκεί τη διοικητική εξουσία). Πολιτικός διοικητής του ~ίου ~ους., Αγία Tριάδα βλ. τριάδα, Αγία Γραφή βλ. γραφή, Άγια Νύχτα βλ. νύχτα, αγία ράβδος βλ. ράβδος, Αγία Τράπεζα βλ. τράπεζα, Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη βλ. ζώνη, άγιες μέρες βλ. μέρα, Άγιο Μύρο βλ. μύρο, Άγιο Πνεύμα βλ. πνεύμα, Άγιο Φως βλ. φως, Άγιοι Τόποι βλ. τόπος, η Αγία Έδρα βλ. έδρα, η αγία πόλη βλ. πόλη, Θεία Κοινωνία βλ. κοινωνία, ιερά σκεύη βλ. σκεύος, Ιερό/Άγιο Βήμα βλ. βήμα, Πανάγιος/Άγιος Τάφος βλ. τάφος, Τίμια/Άγια δώρα βλ. τίμιος, τίμιο/άγιο ξύλο βλ. ξύλο ● ΦΡ.: είχα Άγιο: φάνηκα τυχερός, ιδ. σε περίπτωση ατυχήματος: Είχε ~ ο οδηγός που έπεσε σε χαράδρα και δεν έπαθε τίποτα., και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει: ακόμα και ο καλός χρειάζεται μερικές φορές πίεση ή και απειλή, για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ή για να εξυπηρετήσει κάποιον., καλά και άγια (συνήθ. ακολουθεί εναντίωση): πολύ καλά, πολύ σωστά: ~ ~ έπραξες. ~ ~ μίλησες, όμως δεν βλέπω έργα., καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... & καλός, χρυσός, αλλά ...: για να μετριάσει κάποιος την επικριτική του άποψη για άτομα ή ενέργειες: ~ ~, αλλά μιλάει πολύ. ~ ~ ο διάλογος, αλλά από ουσία μηδέν!, κάνει/παριστάνει τον Άγιο/την Αγία: προσποιείται τον αγνό και άκακο: Μη μου ~εις ~, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι., κι/και άγιος ο Θεός (επιτατ.): για να δηλωθεί ότι επαναλαμβάνεται κάτι συχνά: αραλίκι/διάβασμα/κουβέντα/κουτσομπολιό ~ ~., κολάζει και Άγιο (εμφατ.): για γυναίκα συνήθ. που είναι αρκετά προκλητική: Με το βλέμμα/κορμί/ντύσιμό της ~ ~., μα τον Άγιο: όρκος για επιβεβαίωση λόγων ή πράξεων: ~ ~ Δημήτριο/μα την Αγία Ελεούσα, αν δεν έρθεις, δεν ξέρω τι θα κάνω., τα άγια τοις κυσί [τά ἅγια τοῖς κυσί] (ΚΔ): σε περιπτώσεις που εμπιστεύεται κάποιος την προστασία και την τήρηση κανόνων δικαίου, αξιών και γενικότ. ιερών πραγμάτων σε ανάξια πρόσωπα., του Αγίου Ποτέ (προφ.): (συνήθ. ως έκφρ. αγανάκτησης) για κάτι που δεν πρόκειται να γίνει: Πότε θα έρθεις; ~ ~. ΣΥΝ. τον μήνα που δεν έχει Σάββατο, (είναι) της Αγίας Καθίστρας βλ. καθίστρα, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω, σαν τον Άγιο/Όσιο Ονούφριο βλ. Ονούφριος [< αρχ. ἅγιος, μτγν. ἅγιος]

άγνωστος

άγνωστος, η, ο [ἄγνωστος] ά-γνω-στος επίθ. {-ου (λόγ.) -ώστου}: που δεν είναι γνωστός, που δεν τον γνωρίζουν: ~ος: αποστολέας/δημιουργός/παραλήπτης/πλανήτης/ποιητής (= άσημος, αφανής. ΑΝΤ. διάσημος)/προορισμός. ~η: αιτία/ασθένεια. ~ο: είδος/έργο/μέλλον/όνομα/περιεχόμενο/πρόσωπο (ΑΝΤ. οικείο)/φαινόμενο. ~ες: λέξεις. ~α: στοιχεία. ~ης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα (Α.Τ.Ι.Α. = ούφο). (λόγ.) ~ώστου αιτιολογίας/ετύμου/πατρός/προελεύσεως/συγγραφέως. ~ώστων λοιπών στοιχείων (: κυρ. για πτώμα ανθρώπου). Παντελώς/σχεδόν ~ (σε ευρείς κύκλους/στο ελληνικό κοινό). Μου είναι τελείως ~. ~ παραμένει ο αριθμός των αγνοουμένων. Ένας ~ κόσμος ανοίγεται στα μάτια σας. Οι δράστες έφυγαν προς ~η κατεύθυνση. Ανακάλυψα την ~η πλευρά του. Ήμασταν ~οι μεταξύ μας. (προφ.) ~ο αν θα .../το γιατί/το πώς ... ΑΝΤ. γνωστός (1) ● Ουσ.: άγνωστο (το) {αγνώστου}: κατάσταση μη γνωστή, που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης γνώσης: το ~ και ανεξήγητο. Πορεία/ταξίδι στο ~. Φόβος μπροστά στο ~. Βαδίζουμε/οδεύουμε προς το ~., άγνωστος, άγνωστη (ο/η) 1. πρόσωπο που δεν είναι γνωστό, γνώριμο: μήνυση κατά ~ώστου. Επίσκεψη μιας ~ης. ~οι βεβήλωσαν το μνημείο. Επίθεση ~ώστων. ~ μεταξύ ~ώστων. 2. ΜΑΘ. {στο αρσ.} όρος που δηλώνει τη συμβολική παράσταση ενός ζητούμενου ποσού ή μεγέθους κάποιου μαθηματικού προβλήματος, που πρέπει να προσδιοριστεί: ο ~ χ, ψ. Εξίσωση με έναν ~ο/δύο ~ώστους. ● ΣΥΜΠΛ.: άγνωστα νερά (μτφ.): μη οικείο πεδίο δράσης: Βουτάμε/κολυμπάμε/οδηγούμαστε/πλέουμε σε ~ ~., Άγνωστος Θεός: ΑΡΧ. ονομασία που δόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες σε Θεούς που φαντάζονταν ότι μπορεί να υπήρχαν χωρίς να τους γνωρίζουν: Ο βωμός/ναός του ~ώστου ~ού., Άγνωστος Στρατιώτης: διεθνής όρος που αναφέρεται συμβολικά σε στρατιώτη που έπεσε στο πεδίο της μάχης, για να τιμηθούν όλοι όσοι πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα: Το μνημείο του ~ου/(λόγ.) ~ώστου ~η. Βλ. κενοτάφιο. [< γαλλ. Soldat inconnu, 1920] , ο άγνωστος Χ (μτφ.): παράμετρος που δεν είναι γνωστή, αστάθμητος παράγοντας:, αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο) βλ. κείμενο, γνωστοί-άγνωστοι βλ. γνωστός ● ΦΡ.: (εξηγώ) τα άγνωστα δι' αγνώστων: για ανεπιτυχή συνήθ. προσπάθεια ερμηνείας άγνωστου πεδίου με δεδομένα εξίσου άγνωστα., άγνωσται αι βουλαί/άγνωστες οι βουλές του Κυρίου/του Υψίστου: σε περιπτώσεις που θέλει να δηλώσει κάποιος εμφατ. ότι δεν ξέρει τι επιφυλάσσει το μέλλον: Ποιος ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; ~ ~!, στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα βλ. βάρκα [< αρχ. ἄγνωστος, γαλλ. inconnu]

αμαρτία

αμαρτία [ἁμαρτία] α-μαρ-τί-α ουσ. (θηλ.) {αμαρτι-ών} 1. παράβαση θείου, θρησκευτικού ή ηθικού νόμου: ασυγχώρητη/βαριά/γλυκιά/θανάσιμη/μεγάλη/μικρή ~. Διαπράττω/κάνω ~. Πέφτω σε ~. Έδωσε/πήρε άφεση ~ών. Του συγχωρέθηκαν οι/εξομολογήθηκε τις/είπε τις ~ες του. Πλήρωσαν (για) τις ~ες τους (: τιμωρήθηκαν, υπέστησαν τις συνέπειες). ΣΥΝ. αμάρτημα (1), ανόμημα, κρίμα (2) 2. ακολασία, ανηθικότητα, διαφθορά: ο δρόμος (ΑΝΤ. ο δρόμος του Θεού/Χριστού)/το σπίτι της ~ας. Βουτηγμένοι/ζει μέσα στην ~. Κάνει αγώνα να ξεφύγει από την ~. Πβ. ασωτία. 3. αξιοκατάκριτη ενέργεια, σοβαρό λάθος: Η μοναδική μου ~ είναι ότι την/τον ανέχτηκα! Πβ. παράπτωμα, σφάλμα. ● ΣΥΜΠΛ.: παλιά αμαρτία: ερωτική σχέση που ανήκει στο παρελθόν., άφεση αμαρτιών βλ. άφεση ● ΦΡ.: (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου: (όταν κάποιος πρόκειται να παραδεχτεί κάτι), για να είμαι ειλικρινής: Για να/να σου πω ~, δεν το περίμενα/το μετάνιωσα., αίρει τις αμαρτίες (μτφ.-αρχαιοπρ.) (ΚΔ): αναλαμβάνει, σηκώνει το ηθικό βάρος αμαρτήματος., αμαρτία από τον Θεό: για κάτι που δεν είναι σωστό: Mην το λες αυτό, είναι ~ ~., αμαρτίαι/αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα λάθη των γονέων ή προγόνων ταλαιπωρούν τα παιδιά ή τους απογόνους τους., ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει: από την τήρηση της νηστείας εξαιρούνται άρρωστοι και ταξιδιώτες· (κατ' επέκτ.-σπάν.) για περιπτώσεις κατά τις οποίες εξαιρούνται από τον νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών., είναι αμαρτία να ...: είναι κρίμα, δεν πρέπει να: ~ ~ μην του πεις την αλήθεια. Θα ήταν ~ χάσει τέτοια ευκαιρία. Αμαρτία δεν είναι να πάει τόσο φαγητό χαμένο;, παίρνω πάνω μου την αμαρτία: αναλαμβάνω την ευθύνη αμαρτημάτων, παραπτωμάτων άλλων: Ο Χριστός πήρε πάνω Του ~ του κόσμου., πληρώνω αμαρτίες (μτφ.): ταλαιπωρούμαι από δικά μου λάθη ή των άλλων: ~ ξένες ~. (ως έκφρ. αγανάκτησης, παράπονου:) (Θεέ μου) τι αμαρτίες πληρώνω; Έχουμε ακόμα πολλές ~ να πληρώσουμε (: μας περιμένουν και άλλα βάσανα, και άλλες ταλαιπωρίες)., σαν αμαρτία: για κάποιον ή κάτι που βάζει σε πειρασμό, που είναι ιδιαίτερα ελκυστικό(ς): όμορφος ~ ~. Αποφεύγει τα γλυκά ~ ~., σιχαίνομαι/απεχθάνομαι/βαριέμαι κάποιον/κάτι σαν τις αμαρτίες μου: αποστρέφομαι, μισώ., προφάσεις εν αμαρτίαις βλ. πρόφαση [< 1,3: αρχ. ἁμαρτία]

αμνός

αμνός [ἀμνός] α-μνός ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) νεογέννητο πρόβατο, αρνάκι και σπανιότ. επίσημη εμπορική ονομασία του κρέατός του: πασχαλινός ~. Εμβολιασμός/κουρά των ~ών. Παράσταση ~ού (: που συμβολίζει τον Χριστό).|| ~ γάλακτος. Βλ. αμνοερίφια. 2. (μτφ.) για ενάρετο άνθρωπο και ειδικότ. για αυτόν που θυσιάζεται προς όφελος των άλλων: Οδηγήθηκε σαν ~ στη σφαγή. Βλ. πρόβατο. 3. ΕΚΚΛΗΣ. το κεντρικό τετράγωνο σχήμα του προσφόρου που τοποθετείται στο κέντρο του Αγίου Δίσκου και συμβολίζει τον Χριστό κατά τη Θεία Ευχαριστία. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Αμνός (του Θεού) (ΚΔ): ΕΚΚΛΗΣ. ο Χριστός. ● ΦΡ.: χωρίζω/ξεχωρίζω τους αμνούς/τα πρόβατα από τα ερίφια (μτφ.): κάνω διαχωρισμό μεταξύ καλών και κακών ή άξιων και ανάξιων ανθρώπων. ΣΥΝ. ξεχωρίζω/χωρίζω την ήρα από το σ(ι)τάρι [< αρχ. ἀμνός]

ανάγκη

ανάγκη [ἀνάγκη] α-νά-γκη ουσ. (θηλ.) {αναγκ-ών} 1. υποχρέωση που επιβάλλεται από τη φύση ή την κοινωνική ζωή· (ειδικότ.) αίσθηση κάποιας έλλειψης, η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί οπωσδήποτε: άμεση/απόλυτη/επιτακτική/(κατ)επείγουσα/εσωτερική/ιατρική/ουσιαστική/πιεστική ~. ~ βοήθειας/επικοινωνίας/συνεργασίας. Ατομικές/βασικές/δημόσιες/επιχειρηματικές/καταναλωτικές/κοινωνικές/πάγιες και διαρκείς/πρόσθετες/προσωπικές/συναισθηματικές/ψυχικές/ψυχολογικές ~ες. Βιολογικές/σωματικές/φυσικές ~ες (: λήψης νερού και τροφής, ούρηση, αφόδευση, σεξ). Οι ~ες της αγοράς/της νεολαίας. Ανάλυση/αντιμετώπιση/καθορισμός/καταγραφή (των) ~ών. Αναγνωρίζεται/γίνεται αντιληπτή η ~ βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης. Tόνισε την ~ εξεύρεσης λύσης/για διάλογο/να αποκατασταθεί το πρόβλημα. Αισθάνθηκε/ένιωσε την ~ να απολογηθεί. Προϊόν που ανταποκρίνεται/ικανοποιεί/καλύπτει τις ~ες των καταναλωτών. Έχει μικρές/πολλές ~ες. Θα γίνουν προσλήψεις για τις ~ες του προγράμματος. Πβ. χρεία. 2. δύσκολη περίσταση, κρίσιμη κατάσταση: Στρατιωτική επέμβαση θα γίνει μόνο σε έσχατη ~. Σε καιρό ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης: για κρίσιμη κατάσταση: κλήσεις(/τηλέφωνα)/ομάδες/περιστατικά/υπηρεσίες ~ ~. Ασφαλής εκκένωση σχολικών κτιρίων σε περίπτωση ~ ~. [< αγγλ. emergency] , κατάσταση ανάγκης 1. περίπτωση κατά την οποία κάποιος χρειάζεται βοήθεια: Εξασφάλιση αξιοπρεπών όρων διαβίωσης για άτομα σε ~ ~. Το κινητό μπορεί να σας σώσει τη ζωή σε ~ ~. 2. ΝΟΜ. όταν κάποιος αναγκάζεται να διαπράξει αξιόποινη πράξη, για να αποτρέψει κάτι πολύ χειρότερο για αυτόν: Η απειλή κατά της ζωής κάποιου συνιστά ~ ~. [< αγγλ. case of emergency] , αδήριτη ανάγκη βλ. αδήριτος, βιοτικές ανάγκες βλ. βιοτικός, διερεύνηση αναγκών βλ. διερεύνηση, κατάσταση έκτακτης ανάγκης βλ. κατάσταση, λύση ανάγκης βλ. λύση, φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης βλ. φως ● ΦΡ.: (βρίσκομαι) σε (μεγάλη) ανάγκη: δεν έχω χρήματα ή γενικότ. χρειάζομαι βοήθεια: Εξασφάλιση τροφής και στέγης σε ανθρώπους που ~ονται ~. Πβ. στενότητα., (δεν) είναι ανάγκη να ...: (δεν) είναι απαραίτητο, (δεν) χρειάζεται: ~ ~ παραμείνουμε ενωμένοι. Δεν ~ ~ βιαστείς., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη: (δεν) χρειάζομαι κάποιον ή κάτι: Δεν σ' έχω (καμία/καθόλου) ~! Παρέχουν βοήθεια σε όσους την έχουν ~., (μα) δεν ήταν ανάγκη!: ως τυπική απάντηση ευγένειας σε κάποιον που προσφέρει δώρο: -Σας έφερα λίγα γλυκά. -Ευχαριστώ, μα ~ ~!|| ~ ~ να μπείτε σε τόσο κόπο (= δεν χρειαζόταν)., (μα) ήταν ανάγκη;: ρητορική ερώτηση που εκφράζει λύπη για κάτι δυσάρεστο: ~ ~ να το αναφέρεις; Αφού ξέρεις πως την πειράζει ..., ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται (αρχαιοπρ.): και οι πιο δυνατοί, οι πιο πείσμονες, υποχωρούν μπροστά σε μεγάλη πίεση ή ανυπέρβλητη δυσκολία: Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά ~ ~., ανάγκη τον έχω; (προφ.): ρητορική ερώτηση που εκφράζει αδιαφορία για την άποψη κάποιου: Τι σε νοιάζει τι θα πει; ~ έχεις; (= σάμπως τον έχεις ~;), βρίσκομαι στην ανάγκη: αναγκάζομαι: Βρέθηκα ~ να δανειστώ χρήματα., είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης & έκτακτης ανάγκης: τα απολύτως απαραίτητα (δηλ. τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, νερό): Ανθρωπιστική βοήθεια με είδη ~ ~ θα αποσταλεί στις πληγείσες περιοχές. [< γαλλ. choses de première nécessité] , κάνω την ανάγκη μου & πάω για την/προς ανάγκη μου (ευφημ.): ουρώ ή αφοδεύω: Το σκυλί έμαθε να κάνει ~ του έξω από το σπίτι. Πβ. κάνω (τα) κακά (μου), πάω/πηγαίνω προς νερού μου. [< γαλλ. faire les besoins] , κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης (λόγ.): αναγκαστικά, λόγω έλλειψης άλλης δυνατότητας: Βρέθηκαν σ' αυτή τη δουλειά ~ ~ και όχι κατ' επιλογή. Η αλληλεγγύη στους συλληφθέντες δεν σημαίνει ~ ~ και ταύτιση μαζί τους. [< γαλλ. nécessairement] , ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται (παροιμ.): η πραγματική φιλία αποδεικνύεται, κρίνεται στις δύσκολες στιγμές., σε περίπτωση ανάγκης & σε περιπτώσεις ανάγκης & για/σε (μια) ώρα ανάγκης: αν χρειαστεί: οδηγίες/σχέδιο διάσωσης/χρήσιμες ιατρικές συμβουλές ~ ~. Παροχή βοήθειας ~ ~. ~ ~ επικοινωνήστε με .../καλέστε το .../χρησιμοποιήστε ...|| Έχω κάτι χρήματα στην άκρη ~ ~ (= σε περίπτωση που χρειαστούν). [< αγγλ. in case of emergency] , στην ανάγκη/εν ανάγκη: αν χρειαστεί, αν δεν γίνεται διαφορετικά: Ας κάνουμε μια κράτηση και ~ ~ την ακυρώνουμε. ~ ~ τηλεφωνήστε μου. [< γαλλ. au besoin] , τι ανάγκη έχει;/δεν έχει ανάγκη (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν χρειάζεται στήριξη, βοήθεια: Τι ~ ~ αυτή; Θα τον βρει τον δρόμο της. Μην τον φοβάσαι αυτόν, δεν έχει ~!, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη: χρειάζεται άμεσα, επειγόντως: ~ ~ για αίμα/να ληφθούν μέτρα προστασίας των δασών. ~ ~ εύρεσης μοσχεύματος. ~ ~ από εθελοντές., άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες βλ. ειδικός, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία βλ. φιλοτιμία [< αρχ. ἀνάγκη, γαλλ. nécessité, besoin]

ανθρωποσοφία

ανθρωποσοφία [ἀνθρωποσοφία] αν-θρω-πο-σο-φί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. φιλοσοφική κίνηση μυστικιστικού χαρακτήρα με αφετηρία χριστιανικές ιδέες, η οποία στηρίζεται στην άποψη ότι η ανθρώπινη διάνοια έχει την ικανότητα να έρθει σε επαφή με ψυχοπνευματικούς κόσμους. Βλ. αποκρυφ-, εσωτερ-, μυστικ-ισμός, θεοσοφία. [< γερμ. Anthroposophie]

απειλώ

απειλώ [ἀπειλῶ] α-πει-λώ ρ. (μτβ.) {απειλ-είς ... | απείλ-ησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ούμενος, -ημένος, -ώντας} 1. εκφοβίζω με απειλές: Τον ~ησε με όπλο. Την ~ησαν ότι θα τη σκοτώσουν. ~είται με ανώνυμα γράμματα/τηλεφωνήματα. ~ήθηκε η ζωή μου/η σωματική μου ακεραιότητα. ~ώντας και βρίζοντας.|| (προφ.) Μας ~είς κιόλας; Πβ. φοβερίζω.|| ~εί με αποχώρηση/παραίτηση (: ότι θα/να παραιτηθεί). Τους ~ούν με εισβολή/επίθεση. ~ησαν με απεργίες/κινητοποιήσεις. 2. θέτω σε κίνδυνο: Η κρίση ~εί να καταστρέψει την οικονομία (: υπάρχει φόβος).|| ~είται (= υπονομεύεται) η δημοκρατία/η ελευθερία του λόγου. ~ούνται τα εργασιακά μας δικαιώματα/τα συμφέροντά μας. Η Γη ~είται από την άνοδο της θερμοκρασίας. Η εταιρεία ~είται (= κινδυνεύει) με κλείσιμο/λουκέτο. ~ούνται με διώξεις/κυρώσεις/μηνύσεις. Από τη φωτιά ~ήθηκαν κατοικημένες περιοχές.|| Προς στιγμή(ν) ~ήθηκαν (= υπήρξε κίνδυνος για) επεισόδια. ● ΦΡ.: απειλεί θεούς και δαίμονες: εκτοξεύει αδιακρίτως τρομερές απειλές, απειλεί τους πάντες: ~ούν ~, προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους. Βλ. βρίζω, κινώ. [< αρχ. ἀπειλῶ]

αρνί

αρνί [ἀρνί] αρ-νί ουσ. (ουδ.) {αρν-ιού | -ιών} 1. πρόβατο μικρής ηλικίας· συνεκδ. το κρέας του ή το αντίστοιχο φαγητό: ~ιά και κατσίκια. Βλ. νάπα.|| Πασχαλινό ~ (= οβελίας). Το ψήσιμο του ~ιού.|| ~ στη γάστρα/σούβλας. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός για αγαθό, πράο άνθρωπο. ΣΥΝ. πρόβατο (2) ● Υποκ.: αρνάκι (το): ~ γάλακτος (: κρέας από ~ μέχρι τεσσάρων μηνών). ● ΣΥΜΠΛ.: αρνάκι του Θεού (εμφατ.): για άκακο άνθρωπο. ● ΦΡ.: κοιμάμαι σαν πουλάκι/αρνάκι βλ. κοιμάμαι [< μεσν. αρνίν < αρχ. ἀρνίον]

αύριο

αύριο [αὔριο] αύ-ρι-ο επίρρ.: (χρονικό) την επόμενη ημέρα από τη σημερινή, το επόμενο εικοσιτετράωρο: ~ το απόγευμα. Από ~ δίαιτα! Μείνε μέχρι/ως ~. Τα λέμε ~. ~ πάλι. Θα σε δω ~; Ελάτε (καλύτερα) ~. Ο καιρός ~ αναμένεται αίθριος. Οι εργασίες είναι για ~; (: θα παραδοθούν ~;) Σαν ~ γεννήθηκε ο ... Από ~ σε ~ (: για συνεχείς αναβολές). ~ ξημερώνει μια άλλη μέρα. Βλ. (αντι)μεθ~, (προ)χθές, σήμερα. ● Ουσ.: αύριο (το): το μέλλον: Το ~ είναι αβέβαιο/άγνωστο. Τη φοβίζει το ~. Ο κόσμος του ~ (= ο αυριανός, ο μελλοντικός). Κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το ~. Αγωνίζομαι για ένα καλύτερο ~. Σχέσεις χωρίς ~. ● ΦΡ.: (κι/για) αύριο έχει ο Θεός: σε περιπώσεις καθησυχασμού ή αναβολής, για αύριο βλέπουμε: Ας ζήσουμε μ΄αυτά που έχουμε σήμερα και ~ ~., αύριο κλαίνε (προφ.): για επικείμενη τιμωρία ή γενικότ. δυσάρεστη συνέπεια: Άστα να πάνε! ~ ~!, ες αύριον τα σπουδαία (λόγ.-συνήθ. ειρων.): όταν αναμένεται ή αναβάλλεται κάτι για την επόμενη μέρα ή για άλλη στιγμή: Η σημερινή κρίσιμη συνάντηση αναβλήθηκε, ες αύριον λοιπόν τα σπουδαία., σήμερα αύριο/αύριο μεθαύριο: στο άμεσο ή προσεχές μέλλον: ~ ~ αναμένουμε τα αποτελέσματα/την επίσκεψη., σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε: η ζωή είναι σύντομη και απρόβλεπτη: Να απολαμβάνεις το παρόν, γιατί ~ ~., κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι βλ. μέρα, μην αναβάλλεις/μην αφήνεις (ποτέ) για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα βλ. αναβάλλω [< αρχ. αὔριον]

βαριέμαι

βαριέμαι βα-ριέ-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βαρέθηκα} 1. αισθάνομαι ανία, πλήξη: ~ αφάνταστα/αφόρητα/θανάσιμα. Πώς ~ σήμερα (: δεν έχω όρεξη για τίποτα)! ~ να κάνω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Βλ. σκυλο~. 2. χάνω την αντοχή μου, κουράζομαι ψυχικά: Βαρέθηκα (= μπούχτισα) ν' ακούω συνέχεια τις ίδιες δικαιολογίες. Σ' έχω βαρεθεί πια (= δεν σε αντέχω άλλο)! Πβ. απαυδώ. ● ΦΡ.: βαριέμαι που ζω (εμφατ.): πλήττω υπερβολικά., δε βαριέσαι: ως ενθάρρυνση, σε περιπτώσεις που δεν αξίζει κάποιος να στενοχωριέται, να ανησυχεί ή να ταλαιπωρείται για κάτι: ~ ~, ας γίνει ό,τι θέλει/θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτόν. Βλ. τι τα θες., το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς (παροιμ.): η διαρκής επανάληψη ενοχλεί, κουράζει., τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου (εμφατ.): δεν τον/την αντέχω άλλο., όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω [< μεσν. βαριούμαι]

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

βουλή

βουλή βου-λή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Β) 1. ΠΟΛΙΤ. (στο δημοκρατικό πολίτευμα) αντιπροσωπευτικό συλλογικό πολιτικό όργανο που ασκεί τη νομοθετική εξουσία και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο· κατ' επέκτ. οι βουλευτές: αποφάσεις/οι Επιτροπές/η ημερήσια διάταξη/το κανάλι/οι κανονισμοί/η ολομέλεια/τα όργανα/τα πρακτικά/το Προεδρείο/ο Πρόεδρος της ~ής (των Ελλήνων). Οι αρμοδιότητες της ~ής (: κυρ. ψήφιση Συντάγματος και προϋπολογισμού, εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας και αιρετών οργάνων, παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, άσκηση οιωνεί δικαστικών καθηκόντων, απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος). Διάλυση/σύγκληση/συνεδρίαση της ~ής. Διακοπή/έναρξη/λήξη των εργασιών της ~ής. Επερώτηση/ομιλία/παρέμβαση στη ~. Τροπολογία που συζητείται στη ~. (για υποψήφιο βουλευτή:) Έμεινε εκτός ~ής (ΑΝΤ. Μπήκε στη ~ = εκλέχθηκε). Το νομοσχέδιο ήρθε για/προς ψήφιση στη ~.|| Η ~ απέρριψε/ενέκρινε/ψήφισε την πρόταση νόμου. Βλ. ευρω~. ΣΥΝ. κοινοβούλιο 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο κτίριο: διαδήλωση/συγκέντρωση στη/έξω από τη ~. βουλές (οι) (λόγ.): επιθυμίες, σκέψεις: ανεξιχνίαστες οι ~ τους. ● ΣΥΜΠΛ.: Άνω Βουλή: ΠΟΛΙΤ. το ανώτερο από τα δύο νομοθετικά σώματα ξένων χωρών, τα μέλη του οποίου διορίζονται βάσει κληρονομικού δικαιώματος ή εκλέγονται με έμμεση ψηφοφορία (δηλ. η Γερουσία και η Βουλή των Λόρδων). [< αγγλ. Upper House] , Βουλή των Εφήβων: ετήσιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Βουλής των Ελλήνων, στο οποίο συμμετέχουν, ύστερα από επιλογή, μαθητές της Β' Λυκείου από την Ελλάδα, την Κύπρο και τα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού: σύνοδος της ~ής ~., Κάτω Βουλή: ΠΟΛΙΤ. το κατώτερο από τα δύο νομοθετικά σώματα ξένων χωρών, τα μέλη του οποίου εκλέγονται άμεσα από τον λαό (δηλ. η Βουλή των Αντιπροσώπων, η Βουλή των Κοινοτήτων και η Εθνοσυνέλευση). [< αγγλ. Lower House] , Αναθεωρητική Βουλή βλ. αναθεωρητικός, Βουλή των Κοινοτήτων βλ. κοινότητα, Βουλή των Λόρδων βλ. λόρδος, Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (της Βουλής) βλ. θεσμός, Συντακτική/Συνταγματική Βουλή βλ. συντακτικός, τμήμα (θερινών) διακοπών της Βουλής βλ. διακοπές ● ΦΡ.: άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει (γνωμ.-αρχαιοπρ.): οι ανθρώπινες επιθυμίες ή προσδοκίες ανατρέπονται από τη θεϊκή βούληση και γενικότ. από την πραγματικότητα., άγνωσται αι βουλαί/άγνωστες οι βουλές του Κυρίου/του Υψίστου βλ. άγνωστος [< αρχ. βουλή, γαλλ. Parlement, αγγλ. Parliament]

βρίσκω

βρίσκω βρί-σκω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βρήκα (λαϊκό) ήβρα, βρω, βρει, προστ. βρες, βρίσκ-οντας} & (λόγ.) ευρίσκω 1. εντοπίζω τυχαία ή μετά από αναζήτηση κάποιον ή κάτι που έψαχνα, που παρέμενε κρυφό(ς) ή που αγνοούσα την ύπαρξή του: Βρήκα τα κλειδιά μου κάτω από το τραπέζι. Βλ. επανευρίσκω, ξανα~.|| Η αστυνομία βρήκε όπλα και ναρκωτικά/τους δράστες. ΣΥΝ. ανακαλύπτω.|| Βρες κάπου να καθίσεις.|| ~ πληροφορίες στην εγκυκλοπαίδεια/στο ίντερνετ.|| Βρείτε τη σωστή απάντηση/τις διαφορές/τα λάθη.|| (ύστερα από προσεκτική εξέταση:) Όλο μειονεκτήματα ~εις. Δεν μπορώ να του βρω κανένα ελάττωμα/προτέρημα. Ψάχνω να βρω τι έγινε.|| (στη βασιλόπιτα:) Ποιος βρήκε το φλουρί (= σε ποιον έτυχε);|| Σε βρήκα (πβ. σ’ έπιασα, σε τσάκωσα)! ΑΝΤ. χάνω (2) 2. εξασφαλίζω κάτι ύστερα από προσπάθεια ή κατάλληλους χειρισμούς: Βρήκε μια θέση ως υπάλληλος. Δεν μπορεί να βρει διέξοδο/δουλειά πουθενά. Πού θα βρούμε χρήματα, τώρα που τα έχουμε ανάγκη;|| Πώς να βρω το θάρρος/τη δύναμη/το κουράγιο να του πω ότι ... Βρήκε την ευκαιρία να ...|| (με αγανάκτηση:) Πότε θα βρω (και πάλι) την ησυχία μου (= θα ξαναβρώ, επανακτήσω);|| Βρες λίγο χρόνο κι έλα να με δεις (= εξοικονόμησε).|| Θα σου βρω εγώ μέρος να μείνεις. Βρήκαν τροφή και στέγη.|| Να κοιτάξεις να βρεις ένα καλό παιδί/μια καλή κοπέλα να παντρευτείς. Βρες (έναν) γιατρό επειγόντως! (ειρων.) Τώρα μάλιστα, βρήκες άνθρωπο να σε βοηθήσει! 3. σκέφτομαι, επινοώ: Πρέπει να βρούμε μια λύση. Μη ~οντας άλλο τρόπο να ... Βρες μια δικαιολογία και φύγε (= προφασίσου κάτι)! ΣΥΝ. σκαρφίζομαι.|| Βρήκαν το εμβόλιο/το φάρμακο κατά του ... (= ανακάλυψαν, εφηύραν).|| Δεν ~ τι άλλο να πω/τρόπο να σε ευχαριστήσω (= δεν έχω, δεν ξέρω). 4. γίνομαι αποδέκτης αρνητικού ή θετικού ερεθίσματος: Η πρότασή τους έχει βρει ανταπόκριση/(σθεναρή) αντίδραση/απήχηση (= έχει τύχει/χαίρει ανταπόκρισης).|| ~ει αγάπη και στοργή/στήριξη κοντά στους δικούς του/στην οικογένειά του (= απολαμβάνει).|| Βρήκε τραγικό θάνατο (= είχε). Τους βρήκαν δεινά/συμφορές (= τους έπληξαν, τους έτυχαν). 5. {συνήθ. στον αόρ.} έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον ή κάτι που είναι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Τη βρήκα αναστατωμένη/να κλαίει/σύμφωνη/στο πλευρό μου. Βρήκαν το σπίτι άδειο.|| Μας ~εις πάνω που τρώγαμε/στο τραπέζι (= μας πετυχαίνεις).|| Έτσι τα βρήκαμε από τους γονείς μας (= τα κληρονομήσαμε, τα παραλάβαμε). 6. συναντώ: Θα με βρείτε στο γραφείο μου. Τη βρήκα κατά τύχη στον δρόμο (= την πέτυχα). Πού μπορώ να σε βρω; Έλα να με βρεις! 7. καταλήγω σε συγκεκριμένη κρίση· θεωρώ, μου φαίνεται: (Δεν) το ~ δίκαιο/λογικό/σκόπιμο/σωστό να (= κρίνω, νομίζω) ... ~ ότι … (= πιστεύω). (Το) βρήκε υπερβολικό το ποσό.|| (για πρόσ.) -Πώς τον ~εις; -Αδιάφορο/όμορφο! Μια χαρά σε ~, παρά την ίωση που πέρασες (= σε βλέπω).|| Βρήκαν τον κατηγορούμενο αθώο/ένοχο (= κρίθηκε από το δικαστήριο). 8. (προφ.) κάνω διάγνωση: Του βρήκαν (ότι έχει) ανεβασμένη χοληστερίνη.βρήκε (για κάτι που εκτοξεύεται, ρίχνεται ή πετιέται από μακριά): πέτυχε, ευστόχησε: Η σφαίρα ~ τον στόχο της/τον ~ πισώπλατα (= τον χτύπησε). Η μπάλα ~ (σ)το δοκάρι (= προσέκρουσε, χτύπησε). ● ΦΡ.: απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! (συνήθ. ως κατάρα): ο Θεός να τον τιμωρήσει για το κακό ή να του ανταποδώσει το καλό που έκανε: Τέτοιο καλό που μου 'κανες ~ ~!, βρήκε το(ν) δάσκαλό/το(ν) μάστορά του (μτφ.-προφ.): βρέθηκε ο άνθρωπος που κατάφερε να τον τιθασεύσει ή να τον νικήσει: ~ ~ στο πρόσωπο του .../στον ... Πού θα πάει, θα βρεις ~ ~ σου!, βρίσκει (την) αφορμή/πάτημα: στηρίζεται σε κάτι που ειπώθηκε ή έγινε, για να πει ή να κάνει αυτό που επιδιώκει: Βρήκαν αφορμή (από κάποιες δηλώσεις του)/πάτημα (σε κάποιες δηλώσεις του), για να τον ενοχοποιήσουν., βρίσκει αντίσταση: συναντά εμπόδιο: (για αντικείμενο:) Η πόρτα δεν κλείνει, φαίνεται ότι κάπου ~ ~ (πβ. σκαλώνει)!|| Τα στρατεύματα βρήκαν (μεγάλη/σθεναρή) ~ στην προσπάθειά τους να ..., βρίσκει θέση (κάπου): γίνεται αποδεκτός: Η άθληση/δημιουργικότητα πρέπει να ~ ~ στο σχολείο., βρίσκει και τα κάνει: συμπεριφέρεται άσχημα, επειδή οι άλλοι είναι ανεκτικοί απέναντί του: Αφού του επιτρέπετε, ~ ~., βρίσκεις; (προφ.): (σε διάλογο, όταν έχει προηγηθεί διατύπωση προσωπικής άποψης του συνομιλητή) πράγματι πιστεύεις ότι ισχύει αυτό που είπες; -Ωραίο το μπλουζάκι σου. -~;, βρίσκω κάποιον απέναντί μου/μπροστά μου 1. πρέπει να τον αντιμετωπίσω ως αντίπαλο: Τους βρήκε μπροστά του και τους αποτελείωσε. 2. (μόνο στο βρίσκω μπροστά μου) τον συναντώ τυχαία., βρίσκω κάτι μπροστά μου (μτφ.): υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου: Μην εκμεταλλεύεσαι τους άλλους, γιατί θα το βρεις ~ σου., καλώς μας βρήκες/βρήκατε! (χαιρετισμός): καλώς ήρθες/ήρθατε!, καλώς σε/σας βρήκα/βρήκαμε! (χαιρετισμός): ως απάντηση στο καλώς ήρθες/ήρθατε, καλώς όρισες/ορίσατε., ό,τι βρει: χωρίς να τον ενδιαφέρει: Τρώει/φοράει ~ ~ (μπροστά του)!, όπου βρω/βρεις: χωρίς να με/σε απασχολεί το μέρος: Πετάνε τα σκουπίδια όπου βρουν (= όπου λάχει/τύχει/τους καπνίσει).|| Δεν υπάρχουν και πολλές θέσεις. Κάτσε (τώρα) ~ ~!, πού πήγε και το(ν)/τη βρήκε; (προφ.): για να δηλωθεί έντονη αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία σε περιπτώσεις επιλογής προσώπου ή πράγματος: Μα καλά, ~ τον ~! Αυτός είναι τελείως άσχετος!|| Φοβερή συσκευή! Πού ~ες και τη ~ες;, πού το βρήκες γραμμένο; (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι που λέγεται με βεβαιότητα δεν ισχύει: Τι λες καημένε μου; ~ ~;, τα βρίσκω δύσκολα/σκούρα/μπαστούνια/ζόρικα/παλούκια (μτφ.-προφ.): δυσκολεύομαι πάρα πολύ: Τα ~ ~ στα μαθηματικά. Νόμιζαν ότι θα τα καταφέρουν, αλλά τελικά τα βρήκαν ~. Τα ~ουν ζόρικα και προσπαθούν να λουφάρουν (πβ. έχω/περνάω ζόρι/ζόρια)., τα βρίσκω με κάποιον (προφ.) 1. επιλύω τις διαφορές μου, έρχομαι σε συνεννόηση, συμφωνώ μαζί του: Δεν τα βρήκανε στη μοιρασιά. Θα τα βρουν Διοίκηση και εργαζόμενοι.|| Τα βρήκαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να ... 2. ταιριάζω με κάποιον: Είναι κι οι δυο χωρισμένοι κι έτσι τα βρήκανε., τη βρίσκω (προφ.): νιώθω έντονη ευχαρίστηση, μου αρέσει πολύ να κάνω κάτι: Τη ~ει να διαβάζει βιβλία/με το τρέξιμο. Πβ. απολαμβάνω, γουστάρω, ηδονίζομαι., τι του/της βρίσκει/βρήκε; (προφ.) (με αναφορά στον σύντροφο κάποιου, για να δηλωθεί ότι είναι άσχημος ή αντιπαθητικός): τι όμορφο ή καλό έχει που τον ελκύει: Απορώ ~ βρήκε και τον/την παντρεύτηκε!, το βρήκα! (προφ.): για να εκφράσει κάποιος τον ενθουσιασμό του για μια λαμπρή ιδέα που είχε ή μια ανακάλυψη που έκανε: ~ ~! Θα πάμε με το αυτοκίνητό μου! ΣΥΝ. εύρηκα, τον βρήκε ο χάρος/ο θάνατος (λογοτ.): πέθανε., (δεν) βρίσκω άκρη βλ. άκρη, (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου βλ. εαυτός, (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου βλ. εαυτός, βρήκα τον διάολό μου βλ. διάβολος, βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει βλ. αγελάδα, βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ βλ. Φίλιππος, βρήκε στρωμένο τραπέζι βλ. τραπέζι, βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα βλ. μήνας, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! βλ. μέρα, βρήκες την ώρα να ... βλ. ώρα, βρίσκει ευήκοον ους βλ. ους, βρίσκει εφαρμογή βλ. εφαρμογή, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, βρίσκω (κάποιον) στα κιλά μου βλ. κιλό, βρίσκω (τον) μπελά (μου) βλ. μπελάς, βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, βρίσκω την υγειά μου βλ. υγεία, βρίσκω το δίκιο μου βλ. δίκιο, βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα βλ. μέρα, δεν βρήκε τη(ν) μπάλα βλ. μπάλα, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, κακό που με βρήκε/έπαθα! βλ. κακό, κακός μπελάς (που) με βρήκε! βλ. μπελάς, κάνω/βρίσκω την τύχη μου βλ. τύχη, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι βλ. τέντζερης, μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ βλ. νύχτα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις βλ. πού, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, τα βρίσκω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα πιάσαμε/τα βρήκαμε τα λεφτά μας βλ. λεφτά, τώρα που βρήκαμε παπά, ας/να θάψουμε πεντέξι βλ. παπάς [< μεσν. βρίσκω]

δόξα

δόξα δό-ξα ουσ. (θηλ.) 1. πολύ μεγάλη και διαχρονική φήμη που κερδίζει κάποιος για αξιοθαύμαστο ή ηρωικό κατόρθωμα: αιώνια/υπέρτατη ~. ~ και καταξίωση. Το τίμημα της ~ας. Η ~ του έθνους. Στο απόγειο της ~ας του. Ο δρόμος/η πορεία προς τη ~. Το κυνήγι της ~ας. Πάθος για τη ~ (πβ. φιλοδοξία). Απέκτησε εφήμερη ~. Έγραψαν λαμπρές σελίδες ~ας. Τιμή και ~/~ και τιμή στους ήρωες! Ζηλεύω τη ~ κάποιου (: θέλω να τον μιμηθώ). Πβ. αίγλη, ακτινοβολία, λαμπρότητα, λάμψη, μεγαλείο. 2. (μτφ.) σταρ, βεντέτα, φίρμα: παλιά ~/μία από τις ~ες του κινηματογράφου. Πβ. αστέρας. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (στην Αγιογραφία) φωτεινός, κυκλικός ή ελλειψοειδής δίσκος που περιβάλλει τη μορφή του Χριστού ή σπανιότ. της Θεοτόκου και των Αγίων σε ορισμένες παραστάσεις. Πβ. άλως.δόξες (οι): κατάσταση πολύ μεγάλης διάκρισης, επιτυχίας, ακμής: Επαναπαύονται στις ~ του παρελθόντος. Τέτοιες ~ έχουμε να δούμε/να ζήσουμε από ... Βρίσκεται/είναι στις ~ του/στις μεγάλες του ~.|| {στον εν.} Ημέρες/στιγμές ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Βασιλεύς της Δόξης/των Αιώνων βλ. βασιλιάς ● ΦΡ.: η δόξα του Θεού: ΘΕΟΛ. η αγιότητα, η παντοδυναμία Του., και ξανά προς τη δόξα τραβά (ειρων.): για κατάσταση που συνεχίζεται με μεγαλύτερη συνήθ. ένταση ύστερα από ύφεση: ~ ~ το χρηματιστήριο μετά την πτώση τιμών., προς δόξα(ν): (λόγ.-ειρων.) προς όφελος: αυξήσεις τιμών ~ ~ των επιτηδείων., στο δόξα πατρί (προφ.): ανάμεσα στα φρύδια και τη μύτη και γενικότ. στο μέτωπο: πέτρα/σφαίρα ~ ~. Τον βρήκε/πέτυχε/χτύπησε ~ ~. Την έφαγε ~ ~., δόξα τω Θεώ/δόξα σοι ο Θεός/δόξα να 'χει ο Θεός/ο Κύριος βλ. θεός, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν βλ. ιδού, τέλος και τω Θεώ δόξα βλ. τέλος, τον πλούτο(ν) πολλοί εμίσησαν, τη(ν) δόξα(ν) ουδείς βλ. μισώ [< 1,2: αρχ. δόξα, αρχική σημ. ‘γνώμη, πεποίθηση’ (βλ. γαλλ. doxa, περ. 1970) 3: μτγν. ~]

δρόμος

δρόμος δρό-μος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενη επιφάνεια εδάφους που πλαισιώνεται συνήθ. από σπίτια ή/και κτίρια και έχει χαραχθεί και διαμορφωθεί έτσι, ώστε να κινούνται σε αυτήν άνθρωποι ή/και κυρ. οχήματα: αγροτικός/αδιέξοδος (βλ. αδιέξοδο)/αμαξιτός/ανηφορικός/αστικός/άστρωτος (βλ. χωματόδρομος)/ασφαλτοστρωμένος/δασικός/δευτερεύων (πβ. παράδρομος)/δημόσιος/δύσβατος/εθνικός/ελικοειδής/επαρχιακός/επικίνδυνος/έρημος/ευθύς/ιδιωτικός/κατηφορικός/κεντρικός (βλ. λεωφόρος)/κύριος/πλακόστρωτος/πλατύς/πολυσύχναστος/στενός/φιδωτός ~. ~ προτεραιότητας. ~ μονής/διπλής (βλ. αρτηρία, αυτοκινητόδρομος) κατεύθυνσης. ~ με κίνηση/κλειστές στροφές/(διαχωριστική) νησίδα. ~ για τους πεζούς (βλ. πεζόδρομος). Κατάστρωμα (πβ. οδόστρωμα)/κράσπεδο/όνομα/πλευρά/ρείθρο/χάραξη του ~ου. Διασταύρωση ~ων (βλ. σταυροδρόμι). (Δι)ανοίχτηκε ~. Ο ~ είναι ανοιχτός. Διασχίζω/περνώ/φτιάχνω τον ~ο. Περπατώ στον ~ο. Γυρίζει/περιφέρεται στους ~ους. Ζωγράφος/καλλιτέχνης (του) ~ου (βλ. πλανόδιος, υπαίθριος). Το δωμάτιο βλέπει στο(ν) ~ο. Σε ποιο ~ο μένει; ΣΥΝ. οδός (1) 2. (ειδικότ.) μετάβαση από έναν τόπο ή σημείο σε άλλο, η απόσταση που διανύεται και η διαδρομή που ακολουθείται· διέξοδος, πέρασμα: (ως ευχή) Καλό ~ο (= ταξίδι)! Σε όλο το ~ο τη σκεφτόμουν. (κυριολ. κ. μτφ.) Έχουμε να διανύσουμε/να κάνουμε πολύ ~ο ακόμα. Μια ώρα/μιας ώρας ~. Πέντε χιλιόμετρα ~. Βρίσκω/μπερδεύω τον ~ο. Μου ζήτησε να του δείξω τον ~ο. Συνέχισαν τον ~ο τους και έφτασαν στον προορισμό τους. Ποιος είναι ο συντομότερος ~; Από ποιο ~ο ήρθες; Ακολουθώ τον ίδιο ~ο/τον ~ο που οδηγεί στην παραλία. Είμαι/επιστρέφω στον ~ο για/προς ... Θα πάω να τον δω, είναι στον ~ο μου. Με έφαγαν οι ~οι (= με κούρασαν οι μετακινήσεις).|| Εναέριοι/θαλάσσιοι/υδάτινοι ~οι (= πορείες των αεροπλάνων ή των πλοίων).|| (μτφ.) Μουσικοί ~οι (: μουσικές διαδρομές).|| Βρίσκω ~ο μέσα από ... (προφ.) Ανοίξτε ~ο (: για διέλευση μέσα από πλήθος κόσμου). Βλ. διάδρομος. 3. (μτφ.) η τακτική και οι ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου, οι επιλογές που γίνονται ή οι δυνατότητες που προσφέρονται και κατ' επέκτ. η πορεία που ακολουθείται στη ζωή, η χρονική της διάρκεια και οι συνακόλουθες εμπειρίες: ο ~ της αρετής/της ελπίδας/της ευτυχίας/της κακίας/της προσφοράς/του χρέους. Ο (βέβαιος) ~ προς τη δόξα/την ειρήνη/την ενωμένη Ευρώπη/την επιτυχία/την κορυφή/το κύπελλο/τη μάθηση. Ο ~ για υγεία και ευεξία. Υπάρχει κι άλλος ~ πέρα από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ~ στρωµένος µε ροδοπέταλα (: δεν είναι εύκολη). Ο ~ που οδηγεί στη λύση του προβλήματος (= μέθοδος, τρόπος). Δύσβατος ο ~ της μεταρρύθμισης. Οι ~οι μας είναι διαφορετικοί, αλλά ο στόχος κοινός. Βλ. πρόδρομος.|| Παράλληλοι ~οι (βλ. βίοι παράλληλοι). Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ~ους. Διαλέγω το(ν) δύσκολο/εύκολο ~ο. Βαδίζει στον ~ο του καθήκοντος. Βρίσκεται/επανήλθε στον σωστό ~ο. Διασταυρώθηκαν/συναντήθηκαν/χώρισαν οι ~οι μας. 4. ΑΘΛ. αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές τρέχουν και νικητής αναδεικνύεται ο ταχύτερος: ~ 100/200/400/800/1.500 μέτρων. ~ ημιαντοχής/ταχύτητας. 5. ΤΕΧΝΟΛ. γραμμή, κανάλι μετάδοσης ή παροχής: ~ διάδοσης. ● Υποκ.: δρομάκι (το) & δρομάκος & (λόγ.) δρομίσκος (ο): στη σημ. 1: γραφικό/ερημικό/χωμάτινο ~ (βλ. σοκάκι). Τα στενά ~ια με τα παραδοσιακά σπίτια. Περιπλανήθηκα στα μικρά, δαιδαλώδη ~ια του κάστρου. Βλ. μονοπάτι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγώνας δρόμου 1. ΑΘΛ. συναγωνισμός αθλητών, επαγγελματιών ή μη, στο τρέξιμο: λαϊκός ~ ~. ~ ~ αγοριών και κοριτσιών. 2. (μτφ.) για ταχύτατες ενέργειες της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος: Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~α ~ για να προλάβουν ..., εμπορικός δρόμος & εμπορική οδός 1. που έχει πολλά καταστήματα, εμπορικά κέντρα και κατ' επέκτ. ιδιαίτερη εμπορική και αγοραστική κίνηση: οι ακριβότεροι ~οί ~οι. 2. διεθνής οδικός άξονας στον οποίο διακινούνται εμπορεύματα: ~οί ~οι που συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή.|| Θαλάσσιος ~ ~ από και προς τον Εύξεινο Πόντο., παιδί του δρόμου: που στερείται την οικογενειακή φροντίδα, είναι άστεγο και συχνά οδηγείται στην επαιτεία ή την παρανομία: βοήθεια/υποστήριξη στα ~ιά ~. Πρόγραμμα/προστασία/τηλεμαραθώνιος αγάπης για τα ~ιά ~. Βλ. αλητάκι, παιδιά των φαναριών. [< γαλλ. enfant des rues] , ταινία δρόμου: ΚΙΝΗΜ. με θέμα την περιπλάνηση ανήσυχων ή/και περιθωριακών ανθρώπων που ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι χωρίς καθορισμένη συνήθ. πορεία. ΣΥΝ. ρόουντ μούβι [< αγγλ. road movie] , ανώμαλος δρόμος βλ. ανώμαλος, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, δρόμος αντοχής βλ. αντοχή, θεάματα (του) δρόμου βλ. θέαμα, θέατρο (του) δρόμου βλ. θέατρο, ίσιος δρόμος βλ. ίσιος, Μαραθώνιος Δρόμος βλ. μαραθώνιος, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: (γυναίκα) του δρόμου (μειωτ.): πόρνη και γενικότ. γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά: Γνώρισε/έμπλεξε με μια ~ ~. Της συμπεριφέρεται σαν να είναι καμιά ~ ~ (πβ. του πεζοδρομίου)., (ο) δρόμος (της) επιστροφής (κυριολ. κ. μτφ.): ερχομός, γυρισμός, επάνοδος: Ο ~ ~ είναι δύσκολος/εύκολος/κλειστός. Αναζητούν έναν ~ο επιστροφής στο ειδυλλιακό παρελθόν., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο (μτφ.): για παρέκκλιση από τις καθιερωμένες αξίες και κατ' επέκτ. για κακή εξέλιξη: Πήρε τον ~ ~ κι έμπλεξε (πβ. παραστρατώ). Τον παρέσυρε στον ~ (τον) ~. Τον απομάκρυνε/έβγαλε από τον ~ ~.|| Τι συνέβη και πήραν τα πράγματα ~ ~; Βλ. ίσιος δρόμος., ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους: δημιουργεί νέες προοπτικές ή κατευθύνσεις, καινοτομεί: ~ ~ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες/στην έρευνα/στη σκέψη/στην τεχνολογία. ~ονται ~οι ~οι για ... Με το έργο του άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει (νέους) ορίζοντες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο & (εμφατ.) στους πέντε δρόμους (μτφ.): αφήνω κάποιον χωρίς στέγη, εργασία, προστασία., βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) 1. (για όχημα) εκτρέπομαι, (για πρόσ.) δεν ακολουθώ την προγραμματισμένη πορεία: Το αυτοκίνητο βγήκε ~ (του) και ανατράπηκε. Βγήκαν ~ τους, για να μας βοηθήσουν. 2. (μτφ.) παρεκτρέπομαι, ξεστρατίζω: Παρόλο που δεν είχα λεφτά, δεν βγήκα ~ ~., βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους & στον δρόμο: συμμετέχω σε διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις ή πανηγυρισμούς: Βγήκαν ~ για τα δικαιώματά τους.|| Τα προβλήματα βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους., βρέθηκε στο(ν) δρόμο 1. δεν έχει πού να μείνει, τα μέσα για να ζήσει: ~ ~ με τα ανήλικα παιδιά της. Βρέθηκαν ~ και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. ΣΥΝ. είναι στο(ν) δρόμο (2), μένω στον δρόμο (2) 2. συνάντησε κάποιον ή κάτι: Δυστυχώς, δεν ~ ~ τους κανένας, για να τους βοηθήσει. Πολλά εμπόδια βρέθηκαν ~ του., βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο (μτφ.): εξασφαλίζω κάτι εύκολα ή τυχαία: Την αληθινή φιλία δεν τη ~εις ~., βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) (μτφ.) 1. επιλέγω τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα που με ικανοποιεί, αποφασίζω ποια πορεία θα ακολουθήσω στη ζωή: Κατάφερε να βρει ~ της, παρά τις αντιξοότητες. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. χωρ. την κτητική αντωνυμία) ανακαλύπτω τον τρόπο επίτευξης ενός στόχου: Βρήκε τον δρόμο προς τη νίκη., δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω (συνήθ. σε παραμύθια, στο γ' πρόσ.): κάνω μεγάλη απόσταση με τα πόδια, οδοιπορώ: ~ ~ει (και) φτάνει στο ποτάμι., δρόμο! (προφ.): φύγε, εξαφανίσου, μακριά από 'δω: άντε, ουστ, ~! Πάρε τα πράγματά σου και ~!, δρόμος μετ' εμποδίων 1. ΑΘΛ. αγώνισμα τρεξίματος με εμπόδια: ~ ~ 110 μέτρων. 2. (μτφ.) προσπάθεια που γίνεται με δυσκολίες και προβλήματα: ~ ~ η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες., δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που δεν δίνει τη δυνατότητα επανόδου στην προηγούμενη κατάσταση: Τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό.|| Η νίκη στις εκλογές είναι ~ ~ (= μονόδρομος) για την παράταξη., έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι (προφ.-μειωτ.): διώχνω κάποιον ή πετώ κάτι: Δεν άντεξα πια και του ~ ~ (= τον έδιωξα, του έδωσα πόδι). Το κινητό βγήκε ελαττωματικό και του ~ ~. Μην το σκέφτεσαι, δώσ' του ~!, είναι στο(ν) δρόμο 1. κατευθύνεται κάπου: Είναι ~ κι έρχονται. ΣΥΝ. καθ' οδόν. 2. είναι πάμφτωχος, δεν έχει πού να μείνει: Πεινούν και είναι ~ (= βρέθηκαν, έμειναν στον δρόμο)., ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος (λαϊκό): πολύ μικρή απόσταση: Η παραλία είναι ~ ~ από την πόλη., έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου (μτφ.): πρέπει να προσπαθήσω κι άλλο για να τα καταφέρω: Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, αλλά έχουμε ~ ~ μας., κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο (κυριολ. κ. μτφ.): εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει: Σηκώθηκε απότομα και μου έκλεισε/έκοψε ~.|| Του έκοψε ~ προς την επιτυχία. Έφραξε ~ στη συνεργασία., κόβω δρόμο: διανύω μια απόσταση, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή: Έκοψε ~ μέσα απ' το δάσος., με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος (προφ.): περνώ από κάπου, έχοντας ορισμένο προορισμό: Όποτε με φέρει ~ (μου), θα περάσω να σας δω., μεγάλωσε στο(ν) δρόμο/στους δρόμους: για παιδιά και νέους που δεν γνώρισαν τη φροντίδα της οικογένειας ή συγγενικού προσώπου: Ζούσαν μόνα τους, έχοντας μεγαλώσει ~., μένω στον δρόμο 1. δεν μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή ή το ταξίδι μου, συνήθ. λόγω βλάβης του οχήματος ή έλλειψης καυσίμων: Έμεινε ~ και έφτασε τελικά στον προορισμό του με μεγάλη καθυστέρηση.|| (σπανιότ.) Το αυτοκίνητο με άφησε ~ (= χάλασε). 2. & μένω στους πέντε δρόμους: είμαι φτωχός και άστεγος: Έχασε τη δουλειά του και έμεινε ~ (= βρέθηκε, είναι στον δρόμο)., ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να φύγει, όποτε θελήσει., ο δρόμος του Θεού/του Χριστού: ενάρετος βίος, τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου., ο τρίτος δρόμος: πρόταση, λύση, δυνατότητα που θεωρείται εναλλακτική ανάμεσα σε δύο ακραίες· ειδικότ. μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη γενική συναίνεση: ~ ~ για την απασχόληση/υγεία. [< αγγλ. third way, 1949] , παίρνω δρόμο 1. φεύγω χωρίς καθυστέρηση, εξαφανίζομαι: Πήραν ~ κι όπου φύγει φύγει (πβ. το βάζω στα πόδια). Πάρε ~! 2. χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι· γενικότ. με διώχνουν: Θα πάρεις ~ απ' αυτή τη γειτονιά!, παίρνω το(ν) δρόμο & τραβώ το(ν) δρόμο 1. (συνήθ. + για/προς) πηγαίνω, κατευθύνομαι σε ένα μέρος: ~ει ~ για το σπίτι του. ~ουν ~ προς το βουνό. Πήρε ~ του γυρισμού. 2. (+ γεν.) (μτφ.) οδηγούμαι σε κάτι: Η εταιρεία ~ει ~ του χρηματιστηρίου. Τα έργα πήραν ~ της υλοποίησης. Η υπόθεση πήρε ~ της δικαιοσύνης., παίρνω τον καλό δρόμο: ζω ενάρετα και κατ' επέκτ. κάνω τη σωστή επιλογή. [< γαλλ. prendre le bon chemin] , παίρνω τους δρόμους: βγαίνω έξω, γυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: ~ ~ και σε ψάχνω. Πήραν ~ χωρίς να ξέρουν για πού., πάνω στο(ν) δρόμο (μτφ.): κατά μήκος της διαδρομής, δεξιά ή αριστερά: ~ ~ για το αεροδρόμιο θα συναντήσετε το μοναστήρι., πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο: τον διώχνω από το σπίτι ή τη δουλειά του: Πέταξαν ~ τόσες οικογένειες. Τους προσέλαβε για δυο μήνες κι ύστερα τους πέταξε ~., πετώ κάτι στον δρόμο (μτφ.-προφ.): κατασπαταλώ: Πέταξε ~ τόσα λεφτά., σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία (μτφ.): για ομαλή, ευνοϊκή εξέλιξη με προοπτικές επιτυχίας: ~ ~ οι έρευνες της Αστυνομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται/είναι ~ ~. [< γαλλ. sur le bon chemin] , στα μισά του δρόμου 1. στη μέση της απόστασης. 2. (μτφ.) για ημιτελή προσπάθεια: Η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη ~ ~., στη μέση του δρόμου: στο μέσο της οδού και κατ' επέκτ. σε εξωτερικό χώρο, συνήθ. μπροστά σε πολύ κόσμο: Πετάχτηκε/στάθηκε/χόρευε ~ ~., τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους & αφήνω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους: οι υποθέσεις, οι καταστάσεις δρομολογήθηκαν, άρχισαν να υλοποιούνται: Με πήραν στη δουλειά και από κει και πέρα ~ ~. Αφήστε τα πράγματα να πάρουν ~, δεν χρειάζεται να πιέζετε καταστάσεις. || Όλα πήραν το δρόμο τους. [< αγγλ. let things take their course] , τραβώ το(ν) δρόμο μου & τον δικό μου δρόμο (μτφ.): ακολουθώ τη δική μου ανεξάρτητη πορεία: Δεν τα βρήκαν και η κάθε πλευρά τράβηξε ~ της. Τράβα ~ σου και άσε τον κόσμο να λέει., χάνω το(ν) δρόμο (μου) (κυριολ. κ. μτφ.): ξεστρατίζω: Έχασα ~ και βρέθηκα αλλού., χαράζω δρόμο 1. (μτφ.) καθορίζω πορεία ζωής, καταστρώνω σχέδιο, προγραμματίζω κάτι: Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο ...! 2. προσδιορίζω τη θέση οδού: ~ουν ~ους κάθετους προς την παραλία., (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας βλ. χωρίζω, αλλάζω δρόμο βλ. αλλάζω, ανοίγω (τον) δρόμο βλ. ανοίγω, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, ο δρόμος της καμήλας βλ. καμήλα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη βλ. Ρώμη1, στρώνω το(ν) δρόμο βλ. στρώνω [< αρχ. δρόμος, γαλλ. chemin, rue, αγγλ. way 5: αγγλ. route] ΔΡΟΜΟΣ

δώρο

δώρο [δῶρο] δώ-ρο ουσ. (ουδ.) 1. οτιδήποτε χαρίζεται σε πρόσωπο, κυρ. ως ένδειξη συγκεκριμένου συναισθήματος: ακριβό/αναμνηστικό/ανεκτίμητο/αποχαιρετιστήριο/άυλο (: που δεν είναι αντικείμενο, αλλά συνήθ. υπηρεσία)/πολύτιμο/πρακτικό/προσωπικό/πρωτοχρονιάτικο/σπάνιο/συμβολικό/φτηνό ~. Διαφημιστικά/εξατομικευμένα (= προσωποποιημένα)/επαγγελματικά ~α. Το ιδανικό/τέλειο ~ για γιορτή/επέτειο. ~ αρραβώνα/γάμου/γενεθλίων. Μου έδωσε/έκανε/έφερε ένα ~. Αγοράζω/διαλέγω/ψάχνω (ένα) ~ για κάποιον. Ανταλλαγή ~ων. Στο πάρτι δέχτηκε/πήρε πολλά ~α. Τι σου πήρε (για) ~; Την γέμισαν ~α (: της πρόσφεραν πολλά ~α). Επιταγή/κάρτα/κουπόνι ~ου (βλ. δωροεπιταγή). Είδη/κατάστημα ~ων. Στις δύο πίτσες, η μία ~ (= δωρεάν, προσφορά).|| (μτφ.) Οι τρεις μάγοι/σαν τους τρεις μάγους με τα ~α (: για πρόσωπο που είναι φορτωμένο με ~α). Πβ. πεσκέσι. Βλ. αντίδωρο, δωρεά. 2. πρόσθετο χρηματικό ποσό που παρέχεται στους εργαζόμενους: Tο ~ των Xριστουγέννων (= ο δέκατος τρίτος μισθός). Το ~ των διακοπών/του Πάσχα. Βλ. επίδομα, μποναμάς, μπόνους, πριμ, φιλοδώρημα. 3. σωματικό, πνευματικό, ψυχικό χάρισμα· αγαθό: θείο (πβ. ταλέντο)/ουράνιο ~. Φυσικό ~ (: ~ της φύσης). Βλ. προσόν.|| Το ~ της αγάπης/ειρήνης/ελευθερίας/ζωής/ομορφιάς/τέχνης. Πβ. ευλογία. 4. βραβείο, έπαθλο: διαγωνισμός με μεγάλα/πλούσια ~α. ● Υποκ.: δωράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δώρο Θεού & δώρο εξ ουρανού/από τον ουρανό: για κάποιον ή κάτι εξαιρετικά καλό και συνήθ. ανέλπιστο: Είσαι ~ ~ στη ζωή μου (: για αγαπημένο πρόσωπο). Αυτά τα λεφτά ήταν σαν ~ ~ (πβ. θεόσταλτος)!, συσκευασία δώρου: ειδικό περιτύλιγμα προϊόντος που προορίζεται για δώρο: Το ρολόι διατίθεται/προσφέρεται και σε ~ ~. Βλ. αμπαλάζ. [< γαλλ. paquet-cadeau, 1936] , Τίμια/Άγια δώρα βλ. τίμιος ● ΦΡ.: δώρο(ν) άδωρο(ν) βλ. άδωρος, φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας βλ. Δαναοί [< 1: αρχ. δῶρον, γαλλ. cadeau, αγγλ. gift]

είδωλο

είδωλο [εἴδωλο] εί-δω-λο ουσ. (ουδ.) {ειδώλ-ου} 1. αναπαράσταση ή αντανάκλαση αντικειμένου ή προσώπου, συνήθ. ως αποτέλεσμα οπτικού φαινομένου: ανεστραµµένο/τρισδιάστατο/φωτογραφικό/ψηφιακό ~. Πραγµατικό (: που σχηματίζεται από τις ανακλώμενες ακτίνες)/φανταστικό (: που δημιουργείται από τις προεκτάσεις των ακτίνων) ~. Ανιχνευτής/παραμόρφωση/σμίκρυνση/φωτεινότητα ~ου. Σχηµατισµός ~ων σε κοίλα και κυρτά κάτοπτρα. Βλέπω το ~ό μου στον καθρέφτη. ~α στους αποκλίνοντες και συγκλίνοντες φακούς. Πβ. εικόνα. Βλ. κοσμο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ., αναπαράσταση στην κύρια μνήμη του υπολογιστή των δεδομένων που περιέχονται σε άλλο φορέα:) ~ αρχείων/δισκετών/σκληρού δίσκου. 2. εικόνα ή ομοίωμα θεότητας, θνητού ή ζώου ή γενικότ. αντικειμένου με θεϊκές, μαγικές ιδιότητες: ξύλινο (πβ. ξόανο)/χάλκινο ~. Λατρεία/προσκύνηση ~ου (βλ. ειδωλολατρία). Πβ. φετίχ. 3. (μτφ.) πρόσωπο που γίνεται αντικείμενο υπερβολικού θαυμασμού και λατρείας: κινηματογραφικό/μουσικό ~. Αθλητής/ηθoπoιός/τραγoυδιστής ~. Ταύτιση με το ~. Ζήτησε αυτόγραφο από το ~ό της. Πβ. βεντέτα2.|| Το ~ του κέρδους. Βλ. πρότυπο. ΣΥΝ. θεός (3), ίνδαλμα (1) [< 1: αρχ. εἴδωλον 2: μτγν. ~ 3: γαλλ. idole, αγγλ. idol]

έλεος

έλεος [ἔλεος] έ-λε-ος ουσ. (ουδ.) {ελέ-ους | -η} 1. ευσπλαχνία, συμπόνια: Δείχνω ~. Ζητώ το ~ κάποιου. Χωρίς ~ (= ανηλεώς). Συμπάθεια και ~ για τους άλλους. Πβ. ελεημοσύνη, λύπηση, οίκτος, πονοψυχία.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η αγάπη και το ~ του Θεού. 2. (ως επιφών.) δηλώνει αγανάκτηση, διαφωνία ή δυσαρέσκεια για κάτι που γίνεται σε υπερβολικό βαθμό· φτάνει πια: ~ με το ψέμα και την κοροϊδία! ~ ρε παιδιά, ούτε ίχνος ντροπής; Η πόλη είναι γεμάτη σκουπίδια εδώ και μέρες. ~! 3. (ως επιφών.) για έκφραση βοήθειας, λύπησης, συγχώρεσης: ~, σταμάτα.ελέη (τα): αγαθά: τα ~ της φύσης. ● ΣΥΜΠΛ.: αδελφή του ελέους 1. μέλος ρωμαιοκαθολικής αδελφότητας που προσφέρει φιλανθρωπικό έργο: μοναστικό τάγμα/ορφανοτροφείο των ~ών ~. 2. (συνήθ. ειρων.) πρόσωπο φιλάνθρωπο ή σεμνότυφο. 3. (καταχρ.-αργκό) ομοφυλόφιλος. [< γαλλ. soeur de la charité] , άγγελος του ελέους βλ. άγγελος ● ΦΡ.: πλούσια τα ελέη: για αφθονία, συνήθ. αγαθών ή χαρισμάτων: Έχουν ~ ~, δεν τους λείπει τίποτα.|| (συνήθ. για γυναίκα με πλούσια σωματικά προσόντα) Είναι ψηλή με ~ ~., στο έλεος (κάποιου): στην απόλυτη διάθεση, υπό την επίδραση, την κυριαρχία κάποιου: Βρίσκεται/είναι ~ ~ της τύχης/της φύσης/της φωτιάς., στο έλεος του Θεού: χωρίς καμία απολύτως βοήθεια: Αφήνω/εγκαταλείπω κάποιον ~ ~., τα ελέη του Θεού: τα άφθονα αγαθά που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους: (συχνά ως ευχή:) Μακάρι να 'χεις όλα ~ ~. Πβ. του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά. [< 1: μτγν. ἔλεος]

ενώπιον

ενώπιον [ἐνώπιον] ε-νώ-πι-ον επίρρ. (+ γεν.) (λόγ.): μπροστά σε κάποιον ή κάτι: δίκη ~ (= παρουσία) ακροατηρίου. Βρίσκονται ~ άλλης μιας πρόκλησης/κρίσιμων αποφάσεων. Δηλώνω ~ όλων ότι ... Οδηγήθηκε ~ του ανακριτή/της Δικαιοσύνης. Παρουσιάστηκε ~ των δικαστών. Το θέμα τέθηκε ~ της Επιτροπής/του κοινού. Πβ. απέναντι. ● ΦΡ.: ενώπιον Θεού και ανθρώπων (λόγ.): (για ηθικό χρέος ή δέσμευση) μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους: Είναι υπόλογος ~ ~. Αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους ~ ~ (= να παντρευτούν)., προ/ενώπιον των ευθυνών βλ. ευθύνη [< μτγν. ἐνώπιον]

ευλογία

ευλογία [εὐλογία] ευ-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. ευχή κληρικού προς τον Θεό για να αγιάσει, να προστατεύσει ή γενικότ. να βοηθήσει κάποιον ή κάτι· κατ' επέκτ. κάθε ευχή συνήθ. μεγαλύτερου προς μικρότερο: καθιερωμένη/πατριαρχική/πατρική ~. ~ (Κυρίου) και έλεος. Προσευχή και ~. Λειτουργικές ~ες (άρτων). Την ~ σας δέσποτα/Παναγιώτατε! Ο Πατριάρχης έδωσε την ~ του στους πιστούς. Ο μοναχός ζητά την άδεια και την ~ του ηγούμενου. Βλ. καθαγιασμός.|| Χειρονομία ~ας (: συμβολική κίνηση που κάνει ιερέας ή επίσκοπος με το δεξί του χέρι για να ευλογήσει κάποιον/κάτι).|| (λαϊκό) Την ~ μου να' χεις! Βλ. κατάρα, -λογία. 2. (μτφ.) καθετί που αποτελεί πηγή ευτυχίας, χαράς, ωφέλειας: οι ~ες της φύσης (πβ. αγαθά). Αποτελεί/είναι ~ και κατάρα μαζί. 3. ΕΚΚΛΗΣ. αντίδωρο. ● ΣΥΜΠΛ.: (η) ευλογία (του) Θεού: η αγάπη και προστασία του Θεού, η θεία χάρη· γενικότ. ευτυχία: (ευχετ.) Να 'χεις την ~ του ~.|| Τα παιδιά είναι ευλογία Θεού. ● ΦΡ.: με τις ευλογίες (κάποιου) (συνήθ. ειρων.): με τη συγκατάθεσή του: οικολογικό έγκλημα ~ ~ των Αρχών., με τις ευλογίες της Εκκλησίας: με την τέλεση των αντίστοιχων μυστηρίων ή την έγκριση, τη συναίνεση του κλήρου: εγκαίνια/έναρξη της σχολικής χρονιάς ~ ~ (= με αγιασμό). [< 1: μτγν. εὐλογία]

ευχέτης

ευχέτης [εὐχέτης] ευ-χέ-της ουσ. (αρσ.): ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο που (προσ)εύχεται για κάποιον· συνήθ. στη ● ΦΡ.: διάπυρος προς Θεόν/προς Κύριον ευχέτης & διάπυρος εν Χριστώ ευχέτης: στερεότυπη έκφραση που χρησιμοποιείται στο κλείσιμο των επιστολών ανώτερων κληρικών. [< μεσν. ευχέτης]

ευχή

ευχή [εὐχή] ευ-χή ουσ. (θηλ.) 1. & (λαϊκό-λογοτ.) ευκή: προφορική ή γραπτή έκφραση της έντονης επιθυμίας και ελπίδας κάποιου να γίνει κάτι, συνήθ. καλό: η ~ της μάνας. Αυθόρμητες/εγκάρδιες/ειλικρινείς/ιδιαίτερες/προσωπικές/χιλιάδες ~ές. Γαμήλιες (: βίον ανθόσπαρτον, καλούς απογόνους, να ζήσετε!)/χριστουγεννιάτικες (: καλά Χριστούγεννα!) ~ές. ~ές για υγεία και μακροημέρευση. Κάρτα με ~ές (= ευχετήρια). ~ μας είναι να πάνε όλα καλά (βλ. αμήν, ας, είθε, μακάρι)! Κάνε μια ~ πριν σβήσεις τα κεράκια! Έπιασαν οι ~ές μου (= πραγματοποιήθηκαν). Οι ~ές όλων μας σε συνοδεύουν στο καινούργιο σου ξεκίνημα. (Σας στέλνω) πολλές ~ές για καλή χρονιά! Με τις θερμότερες/καλύτερες ~ές μου! Μεταφέρω τις ~ές κάποιου. Κόψαμε τη βασιλόπιτα κι ανταλλάξαμε ~ές. Πβ. πρόποση. Βλ. απ~, και/κι εις ανώτερα, να τα εκατοστίσεις, περαστικά, σιδερένιος, σιδεροκέφαλος, χρόνια πολλά.|| (από πατέρα ή κληρικό/μοναχό) Του έδωσε την ~ του. Ζήτησε/πήρε την ~ του. Πβ. ευλογία.|| (συνήθ. από γονιό σε μελλόνυμφους) Με την ~ μου, παιδιά μου! (στον πληθ., ως προτροπή ή ειρων.) Να φύγεις, με τις ~ές μου! Πβ. συγκατάθεση, συναίνεση. 2. ΕΚΚΛΗΣ. παράκληση, προσευχή προς τον Θεό για συγκεκριμένο σκοπό: μισή ~ (: δίνεται από ιερέα σε λεχώνα και βρέφος είκοσι μέρες μετά τον τοκετό). Ο παπάς διάβασε μια ~. Βλ. σαραντισμός. ΣΥΝ. δέηση (1) ● Υποκ.: ευχούλα (η) ● ΦΡ.: (που) να πάρει η ευχή! (ευφημ.): για έκφραση δυσαρέσκειας, δυσφορίας: ~ ~! Πάλι λάθος έκανα! Το ξέχασα, ~ ~!, άι στην ευχή (ευφημ.): ως έκφραση αγανάκτησης, εκνευρισμού: ~ ~, βαρέθηκα/συγχύστηκα!, ευχής έργο & (λόγ.) ευχής έργον: ευτύχημα: Θα ήταν ~ ~ να γίνει αυτό/αν ακολουθούσαν το παράδειγμά μας. Πβ. μακάρι., κατ' ευχήν (λόγ.): ευνοϊκά: Τα πράγματα βαίνουν/πηγαίνουν ~ ~., ποιος/πού/τι στην ευχή;: για δήλωση απορίας ή αγανάκτησης: Ποιος ~ χτυπάει την πόρτα;|| Πού ~ έχουν πάει όλοι;|| Τι ~ είν' αυτό/κάνεις εδώ;, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας): στο καλό· ευφημ. ως έκφραση δυσφορίας, θυμού: (Να πας) ~ ~, παιδί μου! Πβ. ύπαγε εν ειρήνη. || Α/άι/άντε ~ ~!, την ευχή μου να 'χεις/να έχεις την ευχή μου (συνήθ. από ηλικιωμένο σε νέο): να είσαι καλά, να σου πάνε όλα καλά: ~ ~, κόρη/παλικάρι μου!, το δι' ευχών 1. ΕΚΚΛΗΣ. η καταληκτική ευχή μιας ακολουθίας. 2. (μτφ.-προφ.) την τελευταία στιγμή, στο τέλος: Έφτασαν στο ~ (: στο παρά πέντε, στο τσακ)., ευχή και κατάρα βλ. κατάρα [< αρχ. εὐχή]

ήμαρτον

ήμαρτον [ἥμαρτον] ή-μαρ-τον επιφών. 1. για να δηλωθεί έντονη δυσαρέσκεια, αγανάκτηση: Τον συγχώρεσα μια, τον συγχώρεσα δυο, αλλά ~ πια! Δεν θα τον ανεχτώ άλλο, ~ (: αμάν πια, αρκετά, έλεος, φτάνει, ως εδώ)! 2. ως έκφραση μεταμέλειας και παραδοχής σφάλματος: Εντάξει, λάθος μου, ~ (= συγγνώμη, έσφαλα)! ● ΦΡ.: ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε!: ως έκφραση μετάνοιας ή αγανάκτησης: ~ ~ Δεν θα το ξανακάνω!|| ~ ~ Τι άλλο θ' ακούσουμε!, κάνω (κάποιον) να πει ήμαρτον! (λαϊκό): τον εξαναγκάζω να ζητήσει συγγνώμη. ● βλ. αμαρτάνω [< ἥμαρτον 'έσφαλα' αόρ. β΄ του ρ. ἁμαρτάνω, μεσν. ~, ως επιφών.]

θεά

θεά θε-ά ουσ. (θηλ.) 1. γυναικεία θεότητα: ελληνική/ινδική/ρωμαϊκή ~. 2. (μτφ.-προφ.) εξαιρετικά όμορφη και εντυπωσιακή γυναίκα. Πβ. καλλονή, κόμματος, κούκλα. ● Μεγεθ.: θεάρα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: στρογγυλή θεά: η μπάλα του ποδοσφαίρου και κυρ. συνεκδ. το ποδόσφαιρο: Έρωτας/πάθος για τη ~ ~. ● βλ. θεός [< αρχ. θεά]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

θεο- & θεό-

θεο- & θεό- & θε-: πρόθημα λέξεων 1. με αναφορά στο θεό ή τα θεία: Θεο-κρατία/~δικία.|| (κατ' επέκτ.) Θεό-πνευστος/~σταλτος.|| (μτφ.) Θεο-ποιώ. Θε-άρεστος.|| (αρνητ.) Θεο-μπαίχτης. 2. (επιτατ.) εντελώς ή πάρα πολύ: θεο-πάλαβος/~νήστικος. Θεό-γυμνος (πβ. ολό-)/~κλειστος/~κουφος/~χοντρος.|| Θεο-σκότεινος. Θεό-ξερος Πβ. κατά-. || Θεο-γκόμενα. Βλ. παν-.

θεούλης

θεούλης θε-ού-λης ουσ. (αρσ.) (υποκ.): θεός. ● ΣΥΜΠΛ.: ο καλός Θεός/θεούλης βλ. θεός ● ΦΡ.: θεούλη μου!: (επιφων.) επίκληση στον Θεό ή δήλωση φόβου ή έκπληξης, θετικής ή αρνητικής: Δωσ' του, ~ ~, δύναμη να τα καταφέρει.|| ~ ~, τι φριχτό θέαμα!|| ~ ~, τι υπέροχο σπίτι!

καίω

καίω καί-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {καις, -ει, -με, -τε, -ν(ε) | έκα-ψα, κά-ψω, καί-γεται, κά-ηκε, -εί, (λόγ.) καιόμενος, κα-μένος, καίγοντας} & (λαϊκό) καίγω 1. καταστρέφω με φωτιά: ~ψε το γράμμα/τα ξερά κλαδιά/τα σκουπίδια. Οι φλόγες ~ψαν ... στρέμματα δασικής έκτασης. Τα απόβλητα, όταν ~γονται, εκπέμπουν διοξίνες. Η πόλη λεηλατήθηκε και ~ηκε ολοσχερώς (βλ. πυρπολώ). Ο ναός ~ηκε συθέμελα. ~μένοι: κορμοί. Βλ. καρβουνιάζω, καψαλίζω.|| Εγκλωβίστηκαν στο φλεγόμενο κτίριο και ~ηκαν ζωντανοί. Πβ. απανθρακώνω, αποτεφρώνω.|| (μτφ.) ~γεται η καρδιά μου (= στενοχωριέμαι πολύ, υποφέρω). Βλ. κατα~. 2. προκαλώ αλλοίωση, φθορά σε κάτι, εκθέτοντάς το σε υψηλή θερμοκρασία, ακτινοβολία ή καυστικές χημικές ουσίες: ~ψα το φόρεμα (: με το σίδερο). Το 'καψες το φαγητό! Μου μυρίζει ~μένο!|| (για υπερθέρμανση συσκευών, μηχανών:) ~ηκε η λάμπα/μηχανή (του αυτοκινήτου)/οθόνη (του υπολογιστή). ~μένος: μετασχηματιστής. ~μένη: ασφάλεια.|| (λόγω πολύ χαμηλής θερμοκρασίας:) Ο παγετός/η παγωνιά/το χιόνι ~ψε τα δέντρα. 3. (μτφ.) βλάπτω, ζημιώνω: Αλήθειες που ~νε! Το σκάνδαλο θα ~ψει πολλούς. Μ' ~ψες (= εξέθεσες) μ' αυτά που είπες! Αν μαθευτεί, ~ηκα (= πάω χαμένος, την έβαψα, την έχω άσχημα)! Απ' αυτή την ιστορία βγήκα ~μένος! Βλ. χαροκαμένος.|| (απειλητ.) ~ηκες αν σε πιάσω, κακομοίρη μου! 4. θερμαίνω κάτι, ώστε να λιώσει· ζεματώ: ~ βούτυρο στο τηγάνι. Πβ. ζεσταίνω.|| (προφ.-εμφατ.) Καλέ, εσύ καις ολόκληρος (= έχεις πυρετό)! 5. προκαλώ έγκαυμα: ~ψα το χέρι μου στο μάτι της κουζίνας. Μ' ~ψε με το τσιγάρο. Ο ασβέστης/η χλωρίνη του ~ψε τα μάτια. ~ηκε η γλώσσα μου (: από καυτό ρόφημα). Πρόσεξε μην ~είς! Μην πατάς ξυπόλυτος στην άμμο και ~ούν τα πόδια σου! ~ηκε η πλάτη μου (: από τον ήλιο)! Βλ. καυτηριάζω, συγκαίομαι. 6. (προφ.) καταναλώνω καύσιμο ή ενέργεια: (για αυτοκίνητο:) ~ει πολλή βενζίνη. Συσκευές που ~νε πολύ ρεύμα.|| (για νοικοκυριά:) ~με φυσικό αέριο. Πόσο πετρέλαιο ~τε κάθε χρόνο;|| Ο οργανισμός ~ει θερμίδες/λίπος (βλ. καύσεις). 7. ΠΛΗΡΟΦ. (προφ.) εγγράφω δεδομένα σε ψηφιακό δίσκο: ~ σιντί.καίει 1. είναι αναμμένο(ς): ~ το καντήλι/το κερί/η φωτιά.|| (προφ.) Τα καλοριφέρ ~νε στο φουλ! Μην αφήσεις την τηλεόραση να ~/τα φώτα να ~νε όλη μέρα! Βλ. σιγο~. 2. έχει, εκπέμπει υψηλή θερμοκρασία· είναι καυτό(ς): Δεν έχει ~ψει ακόμη το σίδερο/ο φούρνος. Μόλις ~ψει το λάδι (: στο τηγάνι), ρίχνεις τις πατάτες!|| Η άσφαλτος/ο ήλιος/το νερό ~ (= ζεματά)! ~ ο τόπος (= βράζει, έχει καύσωνα)! Η σούπα ~, άσ' τη να κρυώσει!|| ~ το μέτωπό του (: έχει πολύ πυρετό)!|| Ένιωθα τα μάγουλά μου να ~νε (: από ντροπή). 3. προκαλεί αίσθημα καψίματος: Με ~ ο λαιμός (πβ. τσούζει)/το στομάχι (βλ. καύσος) μου. ~νε τα μάτια μου (: από τον καπνό).|| (για καυτερό φαγητό:) Πρόσεχε, οι πιπεριές ~νε. 4. (μτφ.) απασχολεί έντονα τη σκέψη κάποιου· βασανίζει, ταλανίζει: Είναι ένα ερώτημα/θέμα που με ~. ● Παθ.: καίγομαι (μτφ.-προφ.) 1. βιάζομαι, επείγομαι· με ενδιαφέρει πολύ: Μπορεί να γίνει κι αργότερα, δεν ~!|| ~ (= φλέγομαι) να μάθω τις εξελίξεις! 2. (εμφατ.) διακατέχομαι: ~ από περιέργεια! Η καρδιά της ~εται από αγάπη/πόθο. ΣΥΝ. φλέγομαι (1) 3. (σε παιχνίδια) αποκλείομαι, χάνω: Μετά την τρίτη αποτυχημένη προσπάθεια, ~γεστε! Μην τραβήξεις άλλο χαρτί, μπορεί να καείς. ● ΣΥΜΠΛ.: καμένη γη 1. (μτφ.) για κατάσταση πλήρους αποδιάρθρωσης που έχουν αφήσει προκάτοχοι στους διαδόχους τους: Παρέλαβαν ~ ~ στην εταιρεία. 2. ΣΤΡΑΤ. συστηματική καταστροφή όλων των δυνατών μέσων συντήρησης και επιβίωσης (π.χ. των καλλιεργειών) από στρατό που υποχωρεί, ώστε ο αντίπαλος να μην μπορεί να βρει τα απαραίτητα για τον ανεφοδιασμό του: η τακτική της ~ης γης., φλεγόμενη/καιόμενη βάτος βλ. βάτος ● ΦΡ.: (ένα) και να καίει! (προφ.): για κάτι μικρό σε αριθμό, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό (ή οδυνηρό): Μακάρι να έβαζαν ένα γκολ! ~ ~!, θα το κάψουμε/το κάψαμε (προφ.): για ξέφρενο γλέντι: Απόψε θα ~ ~! Το κάψαμε στον γάμο του! ΣΥΝ. θα/να καεί το πελεκούδι, καίει καρδιές (μτφ.-προφ.): έχει πολλές ερωτικές επιτυχίες: Έκαψε πολλές καρδιές στα νιάτα της. Βλ. καρδιοκατακτητής., καμένο χαρτί: για κάποιον ή κάτι αποτυχημένο, άχρηστο: Άστον αυτόν· είναι πλέον ~ ~. Το ζήτημα θεωρείται ~ ~. Πβ. χαμένος/καμένος από χέρι. ΣΥΝ. χαμένη υπόθεση., να/θα καείς στην κόλαση!: ως κατάρα ή απειλή., φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει: ως όρκος: Αν τυχόν λέω ψέματα, ~ ~! , φωτιά να σε κάψει! & ο Θεός να σε κάψει!: ως κατάρα, απειλή ή προειδοποίηση για επερχόμενη συμφορά, τιμωρία: ~ ~ γι' αυτό που έκανες!, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, δεν μου καίγεται καρφί βλ. καρφί, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, ζήτω που καήκαμε! βλ. ζήτω, θα/να καεί το πελεκούδι βλ. πελεκούδι, κάηκε στο ζέσταμα βλ. ζέσταμα, καίγεται ο κώλος του βλ. κώλος, καίει κάρβουνο/μαζούτ βλ. κάρβουνο, καίω τη γούνα (κάποιου) βλ. γούνα, καίω φλάντζα βλ. φλάντζα, καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου βλ. καρδιά, καίω/σκίζω το πτυχίο/τα πτυχία μου βλ. πτυχίο, μαζί με τα/κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά βλ. ξερός, μάρκα μ' έκαψες βλ. μάρκα, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, να καούν τα κάρβουνα! βλ. κάρβουνο, όποιος καεί/κάηκε στον/με τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι βλ. χυλός, πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε/πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε βλ. πέρυσι, χαμένος/καμένος από χέρι βλ. χέρι [< αρχ. καίω, μεσν. καίγω, γαλλ. brûler 7: αγγλ. burn, 1976]

καλά

καλά κα-λά επίρρ. 1. ικανοποιητικά, σωστά: ~ διαβασμένος/οργανωμένος/πληροφορημένος (πβ. επαρκώς. ΑΝΤ. ελλιπώς). Κοιμήθηκα ~. Παίζουνε/συνεργάζονται ~. Κάνει ~ τη δουλειά του. Έπαιξε ~ τον ρόλο της. Δεν το είπε ~ το ανέκδοτο. ~ (του) τα 'πες (πβ. εύστοχα)! Μακριά δεν βλέπω ~. Δεν κατάλαβα ~ τι εννοούσε. ΑΝΤ. κακά.|| (εμφατ.) Κοίτα ~, δεν το βλέπεις; Άκου ~ τι θα σου πω! Κλείσε ~ (= εντελώς, τελείως) το παράθυρο. Ανακινήστε το μπουκάλι ~. Κρατήσου/πιάσου ~, μην πέσεις! Να το δέσεις ~ (= γερά, σφιχτά). Γράψε ~ τ' όνομά σου, χωρίς λάθη! Καθάρισε το δωμάτιό σου ~ (= σχολαστικά, προσεκτικά, ΑΝΤ. βιαστικά).|| Θυμάμαι ~ (: με βεβαιότητα) πως το είχα αφήσει εδώ.|| Του αρέσει να ντύνεται ~ (: είναι καλοντυμένος· πβ. επίσημα, κομψά, όμορφα. ΑΝΤ. πρόχειρα). Ήταν πάντα ~ χτενισμένη (= καλοχτενισμένη). Δεν είσαι ~ (= κατάλληλα) ντυμένος για την περίσταση. Ντύσου ~ (= ζεστά)! Δεν μιλάς ~ (= ευπρεπώς, κόσμια). 2. σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση: - Τι κάνεις; - ~, ευχαριστώ. Αισθάνομαι/νιώθω ~ (ΑΝΤ. άσχημα). Δεν είμαι καθόλου ~. Φαίνεσαι ~/καλύτερα από χθες. Ο γιατρός τον έκανε ~. Εύχομαι να γίνεις σύντομα ~ (: να αναρρώσεις). 3. ευχάριστα, άνετα ή ευνοϊκά: ~ να περάσετε (πβ. όμορφα, ωραία)! Με δύο μισθούς ζούμε πολύ ~. Εδώ που ήρθα είναι πιο ~, μου αρέσει! ΑΝΤ. δυσάρεστα.|| Μεταχειρίζομαι κάποιον ~. Μου φέρθηκαν πολύ ~, τους είμαι ευγνώμων. ΑΝΤ. άσχημα 4. για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· εντάξει: -Θα πας εσύ αντί για μένα; -~! ~, εσύ ό,τι πεις! Πβ. σύμφωνοι, έχει καλώς.|| Ε, ~, τι να γίνει ... 5. (προφ.-εμφατ.) στην αρχή πρότασης για δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~, πλάκα μου κάνεις/σοβαρολογείς; ~, εσύ δεν έλεγες πως δεν θα ερχόσουν; ~ εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς! ~, ε, φοβερή ταινία! Μα, ~, καθόλου δεν σου κόβει; ~, το αγόρασες χωρίς να το δοκιμάσεις; ● ΦΡ.: (τα) περνάω καλά/άσχημα (προφ.): ο χρόνος κυλά ευχάριστα/δυσάρεστα, (δεν) διασκεδάζω: - Πώς τα περνάς; - Πολύ καλά! Πέρασες καλά στις διακοπές; Δεν τα πέρασα κι άσχημα., α, καλά! (προφ.-ειρων.): για έκφραση αποδοκιμασίας: - Με απέλυσαν χωρίς να μου δώσουν αποζημίωση. - ~ ~! έχουμε ξεφύγει εντελώς!, αρχίζω κάτι καλά: κάνω καλή, επιτυχημένη αρχή: Καλά αρχίσαμε, να δούμε πώς θα συνεχίσουμε., για τα καλά (προφ.-επιτατ.): πάρα πολύ, εντελώς: Έβρεξε/καλοκαίριασε/νύχτωσε/χειμώνιασε/χιόνισε ~ ~. Κοιμήθηκε/νευρίασε/την πάτησε/του τα 'ψαλα ~ ~., δεν (μας) τα λες καλά (προφ.): αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου λόγω ασαφειών, ανακριβειών, υπερβολών: Δεν τα λες καλά, εγώ θα σας πω τι έγινε!|| (ειρων.) Μέσα σε μισή ώρα πήγες κι ήρθες κι έκανες και τη δουλειά; Δεν μας τα λες καλά, φιλαράκο!, είμαι καλά με κάποιον (προφ.): για επιτυχημένη ερωτική σχέση: Είμαστε πολύ ~ μαζί τελευταία (= τα πηγαίνουμε καλά)., και καλά (προφ.-ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων τρίτου, δήθεν: Ήρθε ~ ~ να μου ζητήσει συγγνώμη. ΣΥΝ. τάχα (1), καλά δεν τα λέω; (προφ.): ρητορική ερώτηση, για επιβεβαίωση των λεγομένων: Όταν υπόσχεσαι κάτι, πρέπει να κρατάς τον λόγο σου. ~ ~;, καλά θα κάνεις να ... (προφ.): για επίπληξη, υπόδειξη σωστής συμπεριφοράς· πρέπει: ~ ~ προσέχεις τα λόγια σου!|| Θα έκανες καλά να μην αργούσες άλλη φορά!, καλά καλά (εμφατ.): πολύ καλά: Πλύνε τα χέρια σου ~ ~. Με κοίταξε ~ ~. Πβ. προσεκτικά., καλά καλά δεν/προτού καλά καλά ...: (στην αρχή πρότασης) για κάτι που γίνεται αμέσως ή πολύ νωρίς· μόλις: ~ ~ δεν είχε ξημερώσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με χαστούκισε προτού ~ ~ πω τίποτε., καλά κάνω! (προφ.): απότομη, αγενής και αποστομωτική απάντηση σε παρατήρηση, μομφή κάποιου: - Συνεχώς καθυστερείς! - ~ ~, κοίτα τη δουλειά σου!, καλά να (τα) πάθεις! (προφ.): (συχνά με χαιρεκακία) για κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: ~ ~, να σου γίνει μάθημα! ~ να πάθω που δανείζω σε ξένους... Πβ. ας πρόσεχες!, καλά σου έκανε! (προφ.): σου άξιζε αυτή η συμπεριφορά: ~ ~, να μάθεις να βρίζεις άλλη φορά! ~ ~, το είχες παρακάνει. ~ του έκανες, του μασκαρά!, καλά σου! (νηπιακή γλ.): για εκδήλωση παραπόνου: Δεν με παίζεις; ~ ~ κι εγώ δεν σου ξαναμιλάω!, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! (προφ.): για επιβεβαίωση σκέψης, πρόβλεψης: ~ ~ ότι θα σε βρω εδώ! Καλά το(ν) κατάλαβα εγώ ότι έλεγε ψέματα., καλά/καλό θα 'τανε: (+ να) για έκφραση επιθυμίας ή προτροπής: ~ ~ να πηγαίναμε μαζί τους, τι λες; ~ ~ να είμαστε πλούσιοι αλλά δεν είμαστε (πβ. μακάρι).|| - Να του τηλεφωνήσω; - ~ ~., καλάαα ... (προφ.): ως προειδοποίηση για ανταπόδοση κακής συμπεριφοράς: Δεν μας μιλάς, ε; ~..., κάνω (κάποιον) καλά (προφ.): καταφέρνω να επιβληθώ σε κάποιον ή να χειριστώ μια κατάσταση: Πείσε τον εσύ, εγώ δεν τον ~ ~. Έλα κάνε ~ (= ανάλαβε) τον γιο σου! Πβ. κάνω κάποιον ζάφτι., κάτι δεν πάει καλά (προφ.): για να εκφραστεί προβληματισμός σχετικά με κάποια κατάσταση: ~ ~ μαζί του/μ' αυτόν/με την υπόθεση. Κάτι δεν μου ~ ~ σ' αυτή την ιστορία (= κάτι μου βρομάει· πβ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα)., να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... (ευχετ.): μακάρι να είμαστε γεροί για να ξανακάνουμε κάτι: ~ ~ να ξαναπάμε και του χρόνου!, να 'σαι καλά (ευχετ.): αντί για "ευχαριστώ" ή "παρακαλώ": ~ ~ που με θυμήθηκες!|| -Σ' ευχαριστώ για τη βοήθειά σου! -~ ~!, ναι, καλά! & ναι, σιγά! (ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου: -Θα έρθει! -~ ~!, όλα καλά (προφ.): σε ερώτηση ή απάντηση σχετικά με την κατάσταση κάποιου: -~ ~; -Μια χαρά! -Πώς πάει; - ~ ~ (κι ωραία)!, τα έχω καλά με κάποιον (προφ.): έχω καλές σχέσεις: Φρόντισε να τα ~εις ~ μαζί του/με τους συναδέλφους σου! Πβ. (τα) πάω/πηγαίνω καλά., τι καλά/τι ωραία! (προφ.): για να δηλωθεί ενθουσιασμός: Θα πάμε εκδρομή, ~ ~!, το πήρε καλά: αντέδρασε ήπια σε ένα δυσάρεστο νέο, το δέχτηκε ομαλά, δεν θίχτηκε: Ευτυχώς πήρε ~ την πλάκα που του κάναμε! Δεν περίμενα να το πάρει τόσο καλά! ΑΝΤ. το πήρε άσχημα, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, ας τα λέμε καλά βλ. λέω, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, για θυμήσου καλά! βλ. θυμάμαι, δεν με/σε/τον βλέπω καλά βλ. βλέπω, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα βλ. ζω1, θα φας καλά! βλ. τρώω, καλά και άγια βλ. άγιος, καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες βλ. λέω, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, κάνω καλά/άσχημα βλ. κάνω, κάτσε καλά! βλ. κάθομαι, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; βλ. βλέπω, μίλα καλά! βλ. μιλώ, μιλάω καλά για κάποιον βλ. μιλώ, πάει καλά βλ. πηγαίνω & πάω, πας/είσαι καλά; βλ. πηγαίνω & πάω, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, σκέψου καλά βλ. σκέφτομαι, την έχω καλά/άσχημα βλ. έχω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, το μιλάει καλά το ... βλ. μιλώ ● βλ. καλός, καλώς [< αρχ. καλῶς, μεσν. καλά]

κλέφτης

κλέφτης κλέ-φτης ουσ. (αρσ.) {κλεφτ-ών} & κλέπτης, κλέφτρα (η) 1. πρόσωπο που κλέβει: επαγγελματίας ~. ~ αυτοκινήτων/έργων τέχνης/κινητών. Κύκλωμα/συμμορία ~ών. Πιάστηκε/συνελήφθη ο ~. Μπήκαν ~ες στο μαγαζί/σπίτι. Πβ. διαρρήκτης, ληστής. Βλ. αρχι~, ζωο~.|| Προσέξτε μη σας γελάσουν, είναι ~ες (= απατεώνες, λωποδύτες)!|| (μτφ.) ~ της καρδιάς (βλ. καρδιοκλέφτρα). 2. ΙΣΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μέλος ανυπότακτων ορεσίβιων ομάδων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης κατά των Τούρκων: ~ες κι αρματολοί. Το λημέρι των ~ών. Βλ. πρωτο~. 3. ΒΟΤ. σπόρος με λεπτά και λευκά νημάτια που μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση από τον αέρα. ● Υποκ.: κλεφταράκος & κλεφτάκος (ο) ● Μεγεθ.: κλεφταράς & (σπάν.) κλέφταρος (ο) (επιτατ.) ● ΦΡ.: αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη (παροιμ.): αυτός που έχει αδικηθεί, θα βρει τελικά το δίκιο του., κλέφτες κι αστυνόμοι: παιδικό ομαδικό παιχνίδι, κυνηγητό., μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε (παροιμ.): έρχεται η στιγμή που οι απατεωνιές, οι κλεψιές κάποιου αποκαλύπτονται., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται (παροιμ.): όποιος κλέβει ή λέει ψέματα, πολύ σύντομα αποκαλύπτεται., σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης (προφ.): αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουν είδηση, κρυφά: Έφυγε ~ ~. Πβ. στα κλεφτά., φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.): για κάποιον που, ενώ φταίει, προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε όσους υφίστανται τις πράξεις του., κλειδώνω (κι) αμπαρώνω και ο κλέφτης είναι μέσα/τον κλέφτη βρίσκω μέσα βλ. αμπαρώνω [< μεσν. κλέφτης]

κοιμάμαι

κοιμάμαι [κοιμᾶμαι] κοι-μά-μαι ρ. (αμτβ.) {κοιμ-ήθηκε (λόγ. εκοιμήθη), -ηθεί, (λόγ. μτχ.) -ώμενος, -ισμένος, (λόγ.) ~ηθείς} 1. & (σπάν.-λογοτ.) κοιμούμαι: βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου: ~ βαριά/δύσκολα/ελαφρά (πβ. λαγο~, μισο~, ψιλο~)/εύκολα/καλά/λίγο/μπρούμυτα/στο πλάι/πολύ/σαν μωρό (: ήρεμα, χωρίς έγνοιες). Κάθε μεσημέρι ~άται καμιά ωρίτσα (βλ. σιέστα). ~άται με αναμμένο φως/το στόμα ανοιχτό. Έκανα ότι ~. Έγειρα στο μαξιλάρι και ~ήθηκα αμέσως (πβ. αποκοιμιέμαι, αφήνομαι/παραδίδομαι στην αγκαλιά/στις αγκάλες του Μορφέα). Δεν ~ήθηκα καθόλου/όλη νύχτα (: είμαι άυπνος, δεν έκλεισα μάτι). ~ούνται στο ίδιο δωμάτιο/σε ξεχωριστά κρεβάτια/χώρια. ~ήθηκα στον καναπέ (: πήρα έναν υπνάκο). ~άται σε παγκάκια/στο πάρκο (: δεν έχει πού να μείνει· βλ. άστεγος). Πβ. ξαπλώνω. Βλ. ξανα~, στραβο~.|| (ειδικότ., πέφτω για ύπνο:) ~ αργά/νηστικός/νωρίς.|| (μτφ.) Η πόλη ~άται (: επικρατεί σιωπή). ΑΝΤ. αγρυπνώ (1), ξενυχτώ (1) 2. (μτφ.) αδρανώ ή αδιαφορώ: Οι εξελίξεις τρέχουν κι αυτός ~άται. Οι αρμόδιοι ~ούνται. Πβ. σταυρώνω τα χέρια. 3. (μτφ.-προφ.) κάνω έρωτα: Έχει ~ηθεί μαζί του/της. Πβ. συνουσιάζομαι. Βλ. ξενο~. ΣΥΝ. πλαγιάζω (2) 4. (κυρ. για Αγίους, ιερωμένους) πεθαίνω: Εκοιμήθη ο μητροπολίτης ... Ο Όσιος ... ~ήθηκε εν ειρήνη. ~άται τον αιώνιο ύπνο (: έχει πεθάνει). Πβ. αναπαύομαι. ● ΦΡ.: κοιμάμαι ήσυχος/ήσυχα (προφ.): δεν ανησυχώ: Μπορείτε να ~άστε ~. [< γαλλ. dormir tranquille] , κοιμάμαι κι ονειρεύομαι (μτφ.-προφ.): ελπίζω ότι θα πραγματοποιηθεί κάτι σχεδόν ακατόρθωτο: ~άται κι ~εται ταξίδια μακρινά.|| (για κάτι ανέλπιστα καλό) Μα τι γίνεται; Μήπως ~ ~ (: βλέπουν καλά τα μάτια μου);, κοιμάμαι όρθιος (προφ.) 1. (μτφ.) για κάποιον που δεν ξέρει τι του γίνεται, που δεν είναι έξυπνος ή δραστήριος: Δεν πήρες πρέφα, αφού ~σαι ~. ΣΥΝ. κοιμάμαι με τα τσαρούχια 2. νυστάζω πάρα πολύ. [< γαλλ. dormir debout] , κοιμάμαι σαν πουλάκι/αρνάκι (προφ.): ήσυχα και ελαφριά., κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει (μτφ.-προφ.): ευνοείται από την τύχη, χωρίς να καταβάλλει καμία προσπάθεια., κοιμάται του καλού καιρού (προφ.) 1. κοιμάται βαθιά. 2. (μτφ.) δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει: Ο κόσμος διαμαρτύρεται κι αυτοί ~ούνται ~., κοιμήθηκε ο θεός (νεαν. αργκό): (για ομάδα ή αθλητή) που με πολλή τύχη πετυχαίνει κάτι δύσκολο κι απρόσμενο: ~ ~ και πήρε το κύπελλο. Βλ. κατορθώνει το ακατόρθωτο., μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι! (προφ.-ειρων.): όσα λες δεν ισχύουν ή δεν θα πραγματοποιηθούν., με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίζεις (παροιμ.): για τις επιπτώσεις που έχουν οι κακές κυρ. συναναστροφές. Πβ. μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις., κοιμάμαι με τα τσαρούχια βλ. τσαρούχι, κοιμάμαι/ξυπνώ με τις κότες βλ. κότα, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου βλ. ύπνος, όπως έστρωσε(ς)/στρώσει(ς), θα κοιμηθεί(ς)/θα πλαγιάσει(ς) βλ. στρώνω ● βλ. κεκοιμημένος [< μεσν. κοιμάμαι, κοιμούμαι 3: αγγλ. sleep]

μάρτυρας

μάρτυρας μάρ-τυ-ρας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {(θηλ. γεν. μάρτυρος) | μαρτύρ-ων} 1. πρόσωπο που βλέπει ή αντιλαμβάνεται κάποιο γεγονός και είναι σε θέση να μιλήσει γι' αυτό: αξιόπιστος ~. ~ του ατυχήματος/της δολοφονίας/του εγκλήματος/του τροχαίου. Βρέθηκα/ήμουν ~ στο περιστατικό.|| (μτφ.) Η περιοχή έγινε ~ καταστροφών (: γνώρισε καταστροφές). 2. ΝΟΜ. & (λόγ.) μάρτυς: πρόσωπο που καταθέτει ενόρκως ενώπιον Αρχής για δικαστική υπόθεση και απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με το τι είδε και γνωρίζει· που παρίσταται σε επίσημη πράξη, με στόχο την πιστοποίησή της: αυτόκλητος/βασικός/κύριος/προστατευόμενος ~. ~ κατηγορίας/υπεράσπισης. ~ σε δίκη. ~-κλειδί. ~ ενώπιον ανακριτή/δικαστή/δικαστηρίου/ενόρκων/επιτροπής/στρατοδικείου. ~ εναντίον/υπέρ του ... Κατάθεση/κλήτευση/προσαγωγή/ψευδορκία ~α. Εμφανίζομαι/εξετάζομαι/παρουσιάζομαι/προσέρχομαι ως ~. Η αξιοπιστία του ~α αμφισβητήθηκε. Ο ~ ορκίστηκε στο Ευαγγέλιο. Είστε σίγουρος, κύριε μάρτυς, ότι αυτοί είναι οι δράστες; Καθεστώς προστασίας ~ων. Βλ. ψευδο~.|| Η δήλωση έγινε ενώπιον ~ων. Η διαθήκη συντάχθηκε/υπογράφηκε παρουσία ~ων. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε χρησιμεύει ως ένδειξη ή απόδειξη: Τα ευρήματα αποτελούν ~ες της ύπαρξης προϊστορικών λαών. 4. ΕΚΚΛΗΣ. & (λόγ.) μάρτυς: χριστιανός που διώχθηκε, υπέστη βασανιστήρια και θανατώθηκε για την πίστη του: ~ της Εκκλησίας. Η κάρα/το λείψανο του ~α. Το αίμα/η μνήμη των ~ων. Πβ. ιερο~. Βλ. άγιος, μεγαλο~, νεο~, οσιο~, πρωτο~, ομολογητής. 5. (μτφ.) αυτός που έχασε τη ζωή του για κάποιο ιδανικό ή/και για τα πιστεύω του· κατ' επέκτ. πρόσωπο που δεινοπαθεί, ταλαιπωρείται: ~ της ειρήνης/της ελευθερίας. Βλ. εθνο~, ηρωο~.|| Πώς αντέχει τόση γκρίνια; Είναι ~ (πβ. ήρωας)! ● ΣΥΜΠΛ.: αδιάψευστος/αψευδής μάρτυρας & αδιάψευστη/αψευδής μαρτυρία: βέβαιο, αδιάσειστο αποδεικτικό στοιχείο: Το βιντεοσκοπημένο υλικό είναι ο ~ ~ της συνάντησής τους., αυτήκοος μάρτυρας βλ. αυτήκοος, αυτόπτης μάρτυρας βλ. αυτόπτης, μάρτυρες του Ιεχωβά βλ. Ιεχωβά ● ΦΡ.: μάρτυς/μάρτυράς μου ο Θεός: (σε όρκο) για διαβεβαίωση περί της αλήθειας των λεγομένων: ~ ~, δεν το ήθελα/ήξερα!, τι χρείαν έχομεν (άλλων) μαρτύρων; βλ. χρεία [< μεσν. μάρτυρας, 4,5: γαλλ. martyr]

μέρα

μέρα μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {μερών} (προφ.) : ημέρα. ● Υποκ.: μερούλες (οι) {σπάν. στον εν. μερούλα} (προφ.): για να δηλωθεί σύντομο χρονικό διάστημα, μικρή διάρκεια: Κάνε αίτηση και σε δυο/λίγες ~ (το πολύ) θα το 'χεις στα χέρια. ● ΣΥΜΠΛ.: άγιες μέρες & Άγιες ημέρες: για σημαντικές γιορτές, συνήθ. η περίοδος των Χριστουγέννων και του Πάσχα: Έρχονται ~ ~. Πού θα περάσετε τις ~ ~;, επόμενη μέρα: η μέρα ή κυρ. η περίοδος που ακολουθεί ένα σημαντικό ή καταστροφικό γεγονός ως προς τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία ή την ανθρωπότητα: η ~ ~ των εκλογών/μετά τον σεισμό., αλκυονίδες (μέρες) βλ. αλκυονίδες, αποφράδα μέρα βλ. αποφράδα, άσπρη μέρα βλ. άσπρος, γιορτάρες μέρες βλ. γιορτάρης, η (η)μέρα της μαρμότας βλ. μαρμότα, χάπι της επόμενης μέρας βλ. χάπι, χρονιάρες μέρες βλ. χρονιάρης ● ΦΡ.: από μέρα σε μέρα: μέσα στις επόμενες μέρες, σύντομα: Θα έρθει/τον περιμένω ~ ~., από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη & (σπάν.) από τη μια ώρα στην άλλη: σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: Μπορεί να καταφτάσει ~ ~ (πβ. όπου να 'ναι). Το κακό μπορεί να συμβεί ~ ~. [< γαλλ. d'un moment/jour à l'autre] , βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! (προφ.): για ακατάλληλη μέρα: ~ ~ να λείπεις ...!, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα: για καλή/κακή διάθεση ή απόδοση κάποιου (μια συγκεκριμένη μέρα): Με βρήκες/με πέτυχες σε κακή μέρα (= δεν είναι η μέρα μου σήμερα)., για μια μέρα: (για ισχύ, φήμη) όσο διαρκεί μια μέρα: δωρεάν μετακίνηση/ήρωας ~ ~., δεν είναι η μέρα μου (σήμερα)!: δεν είμαι σε καλή ψυχική διάθεση ή αντιμετωπίζω αναποδιές (σήμερα): Πβ. δε(ν) με θέλει.|| (με κατάφαση) Είναι η μέρα μου (σήμερα) (= μου πάνε όλα καλά, έχω επιτυχίες)!, είμαι στις μέρες μου: είμαι ετοιμόγεννη., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου: έχω τη συγκεκριμένη μέρα ελεύθερη (μη εργάσιμη), ώστε να τη διαθέσω όπως θέλω., έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου: έχω πολύ χρόνο ακόμα μέχρι να βραδιάσει, επομένως μπορώ να κάνω κάτι χωρίς βιασύνη: Πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς, για να έχουμε ~ μας!, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται (παροιμ.): η καλή εξέλιξη φαίνεται από την αρχή., η μέρα με τη νύχτα: για να δηλωθεί η (απόλυτη) αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε πρόσωπα ή καταστάσεις, απόψεις: Διαφέρουν όσο ~ ~., κάθε μέρα και καλύτερα: για σταδιακή, διαρκή βελτίωση: Αισθάνομαι/πηγαίνω ~ ~ (= καλυτερεύω, βελτιώνομαι)., κάθε χρόνο τέτοια μέρα: για κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο την ίδια μέρα: Μας θυμούνται ~ ~., κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι: μπορούμε και αύριο να κάνουμε κάτι που δεν προλάβαμε ή δεν μπορέσαμε σήμερα: Δεν βαριέσαι! ~ ~!, μέρα με τη μέρα & μέρα με την ημέρα: καθώς περνά ο καιρός, σταθερά: Η κατάστασή του βελτιώνεται/επιδεινώνεται ~ ~., μέρα παρά μέρα: ανά δύο εικοσιτετράωρα: Ξεσκονίζει ~ ~., μέρα που είναι/που 'ναι: σε μια τόσο σημαντική μέρα: Έλα τώρα, ~ ~, μην είσαι στενοχωρημένος!, μέρα-νύχτα & νύχτα-μέρα: διαρκώς, αδιάκοπα, ακατάπαυστα: Διαβάζει/δουλεύει ~ ~. ΣΥΝ. μερόνυχτα, νυχθημερόν, μου φτιάχνει/μου χαλάει τη μέρα: με κάνει να νιώθω ωραία/να στενοχωρηθώ: Μου 'φτιαξες τη ~ με τα αστεία/με το χαμόγελό σου!, οι μέρες του είναι λίγες/μετρημένες: για πρόσωπο που πρόκειται να πεθάνει σύντομα ή κυρ. να αποπεμφθεί ή να αντικατασταθεί ή για κάτι που δεν έχει μέλλον, που θα πάψει να υφίσταται: ~ ~ στη δουλειά/στην ομάδα., πηγαίνει καλά η μέρα (μου): συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα εντός του εικοσιτετραώρου: Το πρωί ακούει λίγη μουσική, για να πάει ~ της., σαν να μην πέρασε μια μέρα: για κάποιον ή κάτι που παραμένει αμετάβλητο(ς), αναλλοίωτο(ς) στο πέρασμα του χρόνου: ~ ~ από την τελευταία φορά που την είχα δει., σώθηκαν οι μέρες του: πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. ΣΥΝ. έσβησε το καντήλι του, τελείωσαν/τέλειωσαν οι μέρες του 1. (για πρόσ.) πέθανε. 2. (για πράγμα) δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο. Πβ. τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του., την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! (υβριστ.): ως κατάρα. ΣΥΝ. τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο!, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου: ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα: Έφαγα/έχασα τη μέρα μου, προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά μου/για να τακτοποιήσω το σπίτι. Άδικα πήγε η μέρα μου!, δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα βλ. νύχτα, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, μέρα μεσημέρι βλ. μεσημέρι, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, τι μέρα (μου) ξημερώνει! βλ. ξημερώνω [< μεσν. μέρα]

μηχανή

μηχανή μη-χα-νή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνθετη συνήθ. συσκευή η οποία μεταδίδει, μετατρέπει ή χρησιμοποιεί ενέργεια, για να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία: αλωνιστική/ανυψωτική/γεωργική/εκτυπωτική/θερμική/κινηματογραφική/ξυριστική/πλεκτική/σύγχρονη/συρραπτική/τυπογραφική/φορολογική ~. ~ αποτρίχωσης/γραφείου/(αλέσεως) καφέ/παραγωγής (φύλλου)/πλαστικοποίησης/πώλησης (π.χ. εισιτηρίων)/συσκευασίας. Άνθρωπος και ~. Ανταλλακτικά/αντικατάσταση/απόδοση/βλάβη/εξαρτήματα/ισχύς/κατασκευή/συντήρηση/σύστημα ελέγχου/χειριστής ~ής. Ψιλή ~ κουρέματος. Παγωτό ~ής. Χαλιά χειροποίητα και ~ής. Φτιαγμένο με τη ~. Πβ. μηχάνημα. Βλ. γραφο~, ραπτο~.|| Απλή/αυτόματη/οικονομική ~ (: που εξοικονομεί ενέργεια και είναι φτηνή). 2. μοτοσικλέτα μεγάλου συνήθ. κυβισμού: ~ αγώνων. Βλ. σούζα. 3. ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας: ~ αυτοκινήτου/σκάφους. Ανάβω/βάζω μπρος/ζεσταίνω/σβήνω τη ~.|| ~ τρένου. 4. (μτφ.) οργανωμένο σύνολο ατόμων ή υπηρεσιών που λειτουργούν για την επίτευξη ενός σκοπού, την παραγωγή ενός έργου: διοικητική/κυβερνητική/οικονομική/πολιτική ~. Εκσυγχρονισμός της δημοτικής ~ής.|| Καλοκουρδισμένη ~ (: που έχει αποτελεσματική λειτουργία). 5. (μτφ.) για πρόσωπο που κάνει κάτι μηχανικά και αποτελεσματικά: Να ξεκουραστώ λίγο, δεν είμαι ~. Πβ. μηχανάκι, ρομπότ. 6. (σπάν.-μτφ.) δόλος, κόλπο: Στήνω ~ εις βάρος/εναντίον/κατά ... 7. ΑΡΧ. αιώρημα. ● Υποκ.: μηχανούλα (η): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: μηχανάρα (η): συνήθ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Αυτόματη Ταμειολογιστική/Ταμειακή Μηχανή & Αυτόματο Ταμειολογιστικό/Ταμειακό Μηχάνημα (ακρ. ΑΤΜ): υπολογιστική ηλεκτρονική μηχανή που εκτελεί βασικές τραπεζικές συναλλαγές με τη χρήση κάρτας και βρίσκεται σε εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, συνήθ. μέσα σε ειδική κατασκευή: ανάληψη από την ~ ~. Απόδειξη/δίκτυο/οθόνη/τροφοδοσία ~ης ~ής ~ής. [< αγγλ. automated teller machine, 1973] , μηχανή αναζήτησης: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικτυακή εφαρμογή η οποία δέχεται λέξεις-κλειδιά και κάνει αναζητήσεις στη βάση δεδομένων που διατηρεί, για να βρει ιστοσελίδες που περιέχουν τις λέξεις αυτές: δημοφιλής/ελληνική/ξένη ~ ~. ~ ~ εργασίας. Πβ. ψαχτήρι. Βλ. γκουγκλ, μεταμηχανή. [< αγγλ. search engine, 1984] , μηχανή του χρόνου: χρονομηχανή., πολεμική μηχανή: (μτφ.) το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων και εξοπλισμών μιας χώρας., πολιορκητική μηχανή: ΙΣΤ. βαρύ όπλο που χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα: Βλ. καταπέλτης, πολιορκητικός κριός., γαζωτική μηχανή βλ. γαζωτικός, γλώσσα μηχανής βλ. γλώσσα, ηλεκτρική μηχανή βλ. ηλεκτρικός, κρατικός μηχανισμός/κρατική μηχανή βλ. κρατικός, λινοτυπική μηχανή βλ. λινοτυπικός, μηχανή ιόντων βλ. ιόν, μηχανή προβολής βλ. προβολή, μηχανή/κινητήρας εσωτερικής καύσης/καύσεως βλ. κινητήρας, ταμειακή μηχανή βλ. ταμειακός, υπολογιστική μηχανή βλ. υπολογιστικός, φωτογραφική μηχανή βλ. φωτογραφικός ● ΦΡ.: από μηχανής θεός 1. (μτφ.) παράγοντας που εμφανίζεται απρόσμενα σε μια δυσάρεστη ή αδιέξοδη κατάσταση και δίνει αίσια έκβαση: Σαν ~ ~ ήρθε και έσωσε την εταιρεία από τη χρεοκοπία. 2. ΑΡΧ. θεός που παρουσιαζόταν στο πάνω μέρος της σκηνής του αρχαίου θεάτρου, δίνοντας λύση στο δράμα. Βλ. αιώρημα., δουλεύω σαν μηχανή: με εντατικούς ρυθμούς και συχνά ανιαρά., φουλάρω τις μηχανές βλ. φουλάρω [< αρχ. 1, 6, 7: μηχανή, γαλλ.-αγγλ. machine]

μπάρμπας

μπάρμπας μπάρ-μπας ουσ. (αρσ.) {μπαρμπάδες} (λαϊκό) 1. θείος. 2. (γενικότ.) ως προσφώνηση ή αναφορά σε ηλικιωμένο άνδρα: (μειωτ.) Τι λες, ρε ~α! ● ΦΡ.: δώσε κι εμένα/και σε μένα μπάρμπα & δώσ' μου και μένα μπάρμπα (προφ.): ως έκκληση για λήψη παροχών, προσφορών., έχει μπάρμπα στην Κορώνη: έχει μέσο(ν): Πρέπει να έχεις ~ ~ για να βρεις καμιά δουλειά! Πβ. βύσμα, δόντι., το Θεό μπάρμπα να 'χεις: (+ αρνητ. πρόταση) για να δηλωθεί ότι κάτι δεν αλλάζει με τίποτα: ~ ~, δεν περνάς. ~ ~, η δουλειά θα γίνει, δεν αναβάλλεται., ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα [< μεσν. μπάρμπας < βεν.-λατ. barba ‘γένια’]

ξεχνώ

ξεχνώ [ξεχνῶ] ξε-χνώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {-άς ... | ξέχα-σα, ξεχά-σω, -στηκα, -σμένος, ξεχν-ώντας} & ξεχνάω 1. σταματώ να θυμάμαι, δεν διατηρώ στη μνήμη μου: ~ έναν αριθμό (κάρτας, λογαριασμού, τηλεφώνου)/έναν κωδικό (ασφαλείας, εισόδου, πρόσβασης)/τα λόγια (κάποιου)/ένα όνομα/ένα πρόσωπο/ένα ραντεβού/τα χαρακτηριστικά (κάποιου). ~ το μάθημα (που διάβασα)/το παρελθόν. ~ γρήγορα/δύσκολα/εύκολα/συνεχώς.|| (για γνώσεις:) ~ να κολυμπώ/να μιλάω μια ξένη γλώσσα/να οδηγώ.|| Ας μην ~άμε ότι ... ~άς πως ... ; Μην ~άς όσους σε βοήθησαν. ~σες τα γενέθλιά μου/τη γιορτή μου. ~άς κάτι βασικό/μια λεπτομέρεια. Με το διάβασμα ~άω τα προβλήματά μου. Δεν θα σε ~σω ποτέ. Δεν πρόκειται να ~σω όσα έκανες για μένα. ~άς σε ποιον απευθύνεσαι/μιλάς; Ξέχασέ το! (: αγνόησέ το, μη δίνεις σημασία). Έθιμο/συνήθεια που πάει να ~στεί. Το θέμα/σκάνδαλο θα (έχει) ~στεί σε λίγο καιρό. Ξέχνα κάθε έγνοια και χαλάρωσε/οτιδήποτε σε απασχολεί! Βλ. ψιλοξεχνάω. ΣΥΝ. λησμονώ 2. παραλείπω ή αμελώ να πάρω κάτι μαζί μου ή να κάνω κάτι: ~σα τη βαλίτσα/τα γυαλιά/τα κλειδιά/την ομπρέλα/το πορτοφόλι/την ταυτότητα (μου). ~σε την τσάντα της στο ταξί. ~σα να τον ενημερώσω/να σου τηλεφωνήσω. ~σα το φαγητό στη φωτιά και κάηκε. Ελπίζω να μην έχω ~σει κάποιον στις ευχαριστίες μου. Μην ~σεις να πάρεις μαζί σου ... ● Παθ.: ξεχνιέμαι: απορροφώμαι κάνοντας κάτι, περνάει ο χρόνος χωρίς να το καταλάβω: ~στηκα στα μαγαζιά/στην τηλεόραση/στο τηλέφωνο. Μου αρέσει να ~ με τη μουσική. Πβ. χαζεύω. ΣΥΝ. αφαιρούμαι ● ΦΡ.: δε(ν) θα ξεχάσω ποτέ: θα θυμάμαι για πάντα: ~ ~ (στη ζωή μου) αυτή τη μέρα/τη χαρά που πήρα όταν ..., τον ξέχασε ο Χάρος/ο Θεός 1. για πρόσωπο πολύ προχωρημένης ηλικίας που βρίσκεται εν ζωή. 2. (μόνο στη ΦΡ. τον ξέχασε ο Θεός) για άτομα ή κοινωνικές ομάδες που ζουν στο περιθώριο., περασμένα ξεχασμένα βλ. περασμένος ● βλ. ξεχασμένος [< μεσν. ξεχνώ]

οίκος

οίκος [οἶκος] οί-κος ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. οικία, σπίτι. ΣΥΝ. εστία (5), κατοικία (1) 2. επιχείρηση, κατάστημα· ίδρυμα, άσυλο: εισαγωγικός/εμπορικός/επενδυτικός/μουσικός/οπτικός/χρηματιστηριακός/χρηματοοικονομικός ~. ~ δημοπρασιών/επίπλων/καλλυντικών/κατασκευής/κοσμημάτων/νυφικών/τελετών/υψηλής ραπτικής. Αντιπροσωπευόμενοι/συνεργαζόμενοι ~οι. Διάσημος ~ μόδας. Βελτιωτικοί ~οι/~οι βελτιώσεων αυτοκινήτων. Προϊόντα επώνυμων ~ων εξωτερικού/εσωτερικού. Βλ. οργανισμός.|| ~ φροντίδας ηλικιωμένων/υπερηλίκων. ~ Τυφλών. ~οι ενδιαίτησης και περίθαλψης. 3. γένος, δυναστεία: (ΙΣΤ.) Βασιλικός ~. Αυτοκρατορικοί ~οι του Βυζαντίου. ΣΥΝ. οικογένεια (2) 4. ΕΚΚΛΗΣ. (στη βυζαντινή μουσική) στροφή κοντακίου: Ο "Ακάθιστος Ύμνος" αποτελείται από είκοσι τέσσερις ~ους. ● ΣΥΜΠΛ.: ο οίκος (του) Θεού & ο οίκος (του) Κυρίου: ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανικός ναός. ΣΥΝ. εκκλησία (1), οίκος (πιστοληπτικής) αξιολόγησης: ΟΙΚΟΝ. εταιρεία που αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα επιχειρήσεων, οργανισμών, κρατών: διεθνής ~ ~. [< αγγλ. credit rating agency (CRA)] , εκδοτικός οίκος βλ. εκδοτικός, ευκτήριος οίκος βλ. ευκτήριος, ο Λευκός Οίκος βλ. λευκός, οίκος ανοχής βλ. ανοχή, οίκος ευγηρίας βλ. ευγηρία, Οίκος Ναύτου βλ. ναύτης ● ΦΡ.: κατ' οίκον: στο σπίτι: ~ ~ διδασκαλία (= οικοδιδασκαλία)/εργασία/κράτηση/μαθήματα (= ιδιαίτερα)/νοσηλεία/περιορισμός/φροντίδα. Παράδοση (εμπορευμάτων/προϊόντων) ~ ~. Διανομή (παραγγελιών έτοιμου φαγητού) ~ ~. Πβ. οίκοι., τα εν οίκω μη εν δήμω [τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ]: τα ενδοοικογενειακά θέματα δεν πρέπει να γίνονται ευρύτερα γνωστά· γενικότ. η εχεμύθεια είναι απαραίτητη σε εμπιστευτικές υποθέσεις., τα του οίκου: ιδιωτικές, προσωπικές υποθέσεις: (επιτατ.) Ας κοιτάξουν/λύσουν/τακτοποιήσουν πρώτα ~ ~ τους και μετά να μιλούν για τους άλλους., κατ' οίκον έρευνα βλ. έρευνα, σε κατ' οίκον περιορισμό βλ. περιορισμός [< 1,2,3: αρχ. οἶκος 4: μεσν. ~]

όνομα

όνομα [ὄνομα] ό-νο-μα ουσ. (ουδ.) {ονόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. λέξη με την οποία καλείται ένας άνθρωπος και αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο του· ανθρωπωνύμιο: ανδρικό/γυναικείο ~. Αρχαιοελληνικό/σπάνιο/χριστιανικό ~. Επιλογή ~ατος. Ποιο είναι τ' ~ά σου (: πώς λέγεσαι); Τι ~ θα δώσετε στο μωρό (: πώς θα το βγάλετε, ονομάσετε); Έδωσαν δύο ~ατα στο παιδί τους. Έχει/πήρε το ~ της γιαγιάς της. Στην αίτηση έγραψα πλήρες ~ (: ονοματεπώνυμο). Υπογράφει τα γραπτά του με ψεύτικο ~ (πβ. ψευδώνυμο). Μετά τον γάμο κράτησε το πατρικό της ~ (ενν. επίθετο). Τον φωνάζει με το μικρό του ~ (: σημάδι οικειότητας). Πότε γιορτάζει το ~ ... (βλ. ονομαστική εορτή); Στη συνάντηση έγινε μνεία του ~ατός του. Ανακοινώθηκαν/δημοσιεύτηκαν τα ~ατα των επιτυχόντων. Βλ. μητρ-, πατρ-ώνυμο, παρωνύμιο, χαϊδευτικό.|| (για κατοικίδιο) Τι ~ έχει ο σκύλος σου; 2. ΓΡΑΜΜ. λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πρόσωπο, ζώο, πράγμα, έννοια ή γενικότ. οποιαδήποτε οντότητα και να διαχωριστεί από άλλη· ονομασία: γεωγραφικό (βλ. τοπωνύμιο)/διεθνές/εθνικό/εμπορικό (= επωνυμία)/επίσημο/επιστημονικό/κοινό ~. ~ βουνού/λίμνης/οδού/πόλης/φυτού/ψαριού. ~ εταιρείας/οργανισμού/συσκευής. Η περιοχή πήρε το ~ά της από τον ποταμό. ~ τραγουδιού (πβ. τίτλος). Προέλευση/προστασία ~ατος (βλ. ΠΟΠ). Βλ. ονοματοδοσία. 3. η καλή φήμη που έχει αποκτήσει κάποιος ή κάτι· κατ' επέκτ. το ίδιο το πρόσωπο που γνωρίζει καταξίωση σε έναν τομέα: Γιατρός/δικηγόρος με σπουδαίο ~ στον χώρο. Έχει καλό ~ στην αγορά. Αμαύρωσε το ~ά του. Κουβαλάει βαρύ ~ (: προέρχεται από γνωστή οικογένεια). Πρέπει να φανεί αντάξιος του ~ατός του. Ζητά την αποκατάσταση του ~ατος και του κύρους του. Η βαρύτητα του ~ατος του συλλόγου.|| (σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης) Ο ... είναι πρώτο ~ (: φίρμα) στο μαγαζί. Ισχυρά/μεγάλα ~ατα του επιχειρηματικού κόσμου. Ηχηρά ~ατα της σόου μπίζνες. Υπάρχουν ... υποψήφια ~ατα για τη θέση. (μτφ.) Παρέλαση ~άτων (πβ. διασημότητα). 4. ΓΡΑΜΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ουσιαστικό ή επίθετο: (για ουσιαστικό) προσηγορικά ~ατα. (για επίθετο) Κλίση των ~άτων. || Σύνθετα ~ατα. ● Υποκ.: ονοματάκι (το): (προφ.) Θα μου πεις τ' ~ σου; ● Μεγεθ.: ονοματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κοινό όνομα 1. & κοινή ονομασία: η γνωστή στον πολύ κόσμο (σε αντίθεση με την επιστημονική) ονομασία ενός πράγματος: ~ ~ ενός εντόμου/ζώου/λουλουδιού. ~ ~ προϊόντος. 2. ΓΡΑΜΜ. το προσηγορικό: Τα ~ά ~ατα γράφονται με μικρό και τα κύρια με κεφαλαίο., μικρό όνομα: το προσωπικό όνομα καθενός που δίνεται κυρ. κατά τη βάπτιση. Πβ. βαφτιστικό (όνομα). Βλ. επώνυμο., βαφτιστικό (όνομα) βλ. βαφτιστικός, εθνικά (ονόματα) βλ. εθνικός, επίκοινα ονόματα βλ. επίκοινος, κύριο όνομα βλ. κύριος, κωδικό όνομα βλ. κωδικός, μεταπλαστά ονόματα βλ. μεταπλαστός, οικογενειακό όνομα βλ. οικογενειακός, όνομα χρήστη βλ. χρήστης, όνομα χώρου/τομέα βλ. χώρος, περιληπτικό όνομα/ουσιαστικό βλ. περιληπτικός ● ΦΡ.: ακούει στο όνομα: λέγεται, ονομάζεται: Το νέο μουσικό αστέρι ~ ~ ...|| Πολλά σκυλάκια ~ούν ~ ..., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! & (προφ.) για όνομα (επιτατ.): για να δηλωθεί έκπληξη, δυσφορία, αποδοκιμασία: ~ ~, τι πήγες κι έκανες; ~ ~, λίγος σεβασμός! Πβ. (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία!, εξ ονόματος (λόγ.): για λογαριασμό ή κατ΄εντολή άλλου προσώπου: Μιλώ ~ ~ όλων.|| Η προσφυγή ασκήθηκε από δικηγόρο ~ ~ του πελάτη του. Πβ. εκ μέρους., και το όνομα αυτού/αυτής ...: όταν ανακοινώνεται το όνομα που δόθηκε ή πρόκειται να δοθεί σε κάποιον ή κάτι., κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα: γίνομαι γνωστός, αποκτώ φήμη: Έχει κάνει ~ στο εξωτερικό/στον κύκλο του., κατ' όνομα (επίσ.) 1. για κάτι που ισχύει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά όχι στην πράξη: Εκεχειρία μόνο ~ ~. Πβ. στα χαρτιά. ΑΝΤ. στην ουσία 2. ονομαστικά: Τον γνωρίζω ~ ~, όχι εξ όψεως., λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους: μιλάω με παρρησία, ειλικρινά και απροκάλυπτα: Ας πούμε ~ ~. Ποιον φοβάται και δεν λέει ~ ~; Δεν διστάζει να πει ~ ~. ΑΝΤ. μασάω τα λόγια μου/τα μασάω, με τ' όνομα! (προφ.-εμφατ.): ονομαστός, φημισμένος: (συχνά χιουμορ.) Είναι ο Γιάννης ~ ~!, μου βγαίνει τ' όνομα (προφ.): για διάδοση αρνητικής φήμης: Πρόσεχε τι κάνεις και τι λες, γιατί δεν θέλει πολύ να σου βγει ~. Μου βγήκε ~ ότι ..., όνομα και μη χωριό (προφ.): για να αποφύγουμε να κατονομάσουμε πρόσωπο που είναι γνωστό για κάποια αρνητική ιδιότητα: Κάποιος κύριος, ~ ~, συνεχώς τεμπελιάζει., όνομα και πρά(γ)μα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι μια ιδιότητα είναι αληθινή και όχι μόνο ονομαστική: άξιος ~ ~. Βλ. άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη., ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε κάποιον για τον οποίο διατυπώνουμε κάτι αρνητικό, αν και από τα λεγόμενά μας γίνεται συνήθ. αντιληπτό σε ποιον αναφερόμαστε: Κάποιοι, ~ ~, δεν φέρονται καθόλου τίμια., στο όνομα (κάποιου): προς δήλωση του κατόχου κινητού ή ακίνητου στοιχείου: Ο λογαριασμός εκδόθηκε στο ~ά μου. Το σπίτι είναι (γραμμένο) στο ~ά της., άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, εν ονόματι του νόμου βλ. νόμος, ιδίω ονόματι βλ. ίδιος1, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα βλ. μάτι, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, πίνω νερό στο όνομα κάποιου βλ. νερό, ψιλώ ονόματι βλ. ψιλός [< αρχ. ὄνομα]

οργή

οργή [ὀργή] ορ-γή ουσ. (θηλ.): υπερβολικός θυμός που εκδηλώνεται συνήθ. με επιθετικότητα: γενικευμένη/κοινωνική/λαϊκή/μαζική/μεγάλη/παγκόσμια/συσσωρευμένη/τυφλή ~. Γεγονότα που προκαλούν ~ και θλίψη. Ξεχείλισε η ~ του. Μιλάει με ~ για ... Οι δηλώσεις του προξένησαν έκρηξη/κύμα ~ής και αγανάκτησης. Ξέσπασμα ~ής και οδύνης για την εν ψυχρώ δολοφονία του ... Διαδήλωση/συνθήματα ~ής. Εκτόνωση της ~ής. Πβ. τσαντίλα, φούρκα. ΣΥΝ. μήνη2 ● ΣΥΜΠΛ.: οδική οργή: ξαφνική εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς οδηγού οχήματος, που μπορεί να προκαλέσει δυστύχημα. [< αγγλ. road rage, 1988] ● ΦΡ.: (που) να πάρει η οργή! & στην οργή (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, δυσφορία: Πάλι άργησα να ξυπνήσω ~ ~! ΣΥΝ. (που) να πάρει η ευχή!, άι στην οργή! (προφ.): για να δηλωθεί έντονη δυσαρέσκεια ή αγανάκτηση: ~ ~ κι εσύ!, δίνω τόπο στην οργή (προφ.): συγκρατώ τον θυμό μου: Και αν πει καμιά κουβέντα παραπάνω, δώσε ~!, οργή Θεού (μτφ.): για ακραία φαινόμενα, συνήθ. καιρικά ή φυσικά, που εκδηλώνονται με μεγάλη ένταση ή σφοδρότητα και προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές· θεομηνία: ~ ~ μαστίζει/χτύπησε τη χώρα., φωνή λαού, οργή Θεού: η δίκαιη διαμαρτυρία του λαού μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική. [< λατ. vox populi, vox Dei] [< αρχ. ὀργή]

Παναγία

Παναγία Πα-να-γί-α ουσ. (θηλ.) & (προφ.) Παναγιά 1. ΕΚΚΛΗΣ. η συνηθέστερη προσωνυμία της Παρθένου Μαρίας, μητέρας του Ιησού· μετωνυμ. ναός ή Μονή με το όνομά Της, απεικόνισή Της (στην αγιογραφία, τη ζωγραφική ή τη γλυπτική) ή τοπωνύμιο: εμφανίσεις και θαύματα της ~ας. Η Αγία/Τιμία Ζώνη της ~ας. Τροπάρια της ~ας (βλ. Άξιον Εστί, θεοτοκίο). Παράκληση/προσευχή/τάμα/ύμνος (βλ. Ακάθιστος Ύμνος) στην ~. Πβ. Θεοτόκος. Βλ. Αειπάρθενος, Γιάτρισσα, Δέσποινα, Ζωοδόχος Πηγή, Θεομήτωρ, Κεχαριτωμένη, Μεγαλόχαρη, Παμμακάριστος, Πάναγνος, Πανάχραντος, Παντάνασσα, Πλατυτέρα, Ρόδο (το) Αμάραντο.|| (προφ.) Της ~ας (= τον Δεκαπενταύγουστο). (ευχετ.) Η ~ιά μαζί σου! Καλή ~ιά! (για την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ‘το Πάσχα του καλοκαιριού’). || (εκκλησία ή μοναστήρι της ~ας:) Η ~ (η) Εκατονταπυλιανή/Σουμελά/της Τήνου/(η) Φανερωμένη. Προσκύνημα στην ~.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ., ως εικονογραφικός τύπος:) ~ (η) Βρεφοκρατούσα/Γλυκοφιλούσα/Ελεούσα/Οδηγήτρια/Παραμυθία. Βλ. μαντόνα, μαφόριο, πιετά.|| (χωριό:) Άνω/Κάτω ~ιά. 2. (συνήθ. ειρων.) πρόσωπο που δείχνει εντελώς αθώο, ήσυχο, σεμνό: Μόλις με βλέπει, γίνεται/κάθεται ~ (πβ. σαν την οσία Μαρία)! Το παίζει ~. Μη μου κάνεις/παριστάνεις την ~ εμένα, σε ξέρω καλά! ● Υποκ.: Παναγίτσα & (λαϊκό) Παναΐτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αλογάκι της Παναγίας βλ. αλογάκι, τα Εισόδια της Θεοτόκου/της Παναγίας βλ. Εισόδια ● ΦΡ.: μα την Παναγία! (προφ.): ως όρκος: ~ ~, λέω αλήθεια! ΣΥΝ. μάρτυς μου ο Θεός.|| (απειλητ.) Αν το ξανακάνεις, ~ ~, θα γίνει χαμός!|| (έκπληξη:) ~ ~, δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο! ~ ~, δεν μπορούσα να το φανταστώ. ΣΥΝ. μα τον Άγιο, Παναγία/Παναγιά/Παναγίτσα μου! (ως επιφών.): για να δηλωθεί: (παράκληση:) ~ ~, κάνε το θαύμα σου! Βόηθα/λυπήσου μας, ~ ~! Πβ. Βαγγελίστρα.|| (έκπληξη:) ~ ~/Χριστέ και Παναγία μου, τι ήταν αυτό που μας βρήκε!|| (αποδοκιμασία:) Τι άλλο θ' ακούσω, ~ ~! Έλα, ~ ~/Χριστέ και ~! Τι είναι πάλι αυτό;|| (φόβος:) ~ ~ (= μαμά μου)! ΣΥΝ. Θεέ μου!, Χριστέ μου/Χριστούλη μου!, της Παναγιάς τα μάτια (μτφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί μεγάλη ποσότητα ή/και ποικιλία: Ξόδεψα ~ ~! (για κατάστημα) Έχει ~ ~ (πβ. και του πουλιού το γάλα)., (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία! βλ. Χριστός, αμήν Παναγία/Παναγιά μου! βλ. αμήν, για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας) βλ. ευχή, το ζωνάρι της Παναγίας βλ. ζωνάρι [< μτγν. Παναγία]

πεθαμένος

πεθαμένος, η, ο πε-θα-μέ-νος επίθ. 1. που έχει πεθάνει, νεκρός: Βρέθηκε ~. Για χρόνια τον νόμιζαν ~ο. Πβ. μακαρίτης, συγχωρεμένος. ΑΝΤ. ζωντανός (2) 2. (μτφ.) που δεν υπάρχει πια, που είναι αδύνατον να αποκατασταθεί ή να δημιουργηθεί ξανά· χαμένος: ~η: ελπίδα/θρησκεία. ~ο: παρελθόν. ~α: όνειρα. Πβ. ξοφλη-, τελειω-μένος. 3. (μτφ.-εμφατ.) εξαντλημένος, εξουθενωμένος: Γύρισε ~ (= κατάκοπος, ξεθεωμένος, ψόφιος) από την κούραση. 4. (μτφ.) χωρίς ένταση ή ζωντάνια· άτονος, ανιαρός ή μουντός: ~η: πόλη.|| ~α: χρώματα. ● ΦΡ.: Θεός σχωρέσ'/να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου!: ως ευχή σε κάποιον για σωτηρία της ψυχής των αγαπημένων του νεκρών συγγενών, συνήθ. όταν του ζητάμε κάποια χάρη: (επίκληση ζητιάνου:) Δώσε κάτι/μια μικρή βοήθεια ~ ~!, έχει πεθάνει/πέθανε/είναι πεθαμένος για μένα βλ. πεθαίνω [< μεσν. πεθαμένος]

πρόσωπο

πρόσωπο πρό-σω-πο ουσ. (ουδ.) {προσώπ-ου} 1. το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού με κύρια χαρακτηριστικά τα μάτια, τη μύτη και το στόμα· συνεκδ. το δέρμα και η έκφραση, το ύφος, τα συναισθήματα που αποτυπώνονται σε αυτό: λεπτό/μακρύ/οβάλ ή ωοειδές/στρογγυλό/τετράγωνο ~. ~ με γωνίες (= γωνιώδες). Αγγελικό/ανέκφραστο/άσχημο/αυστηρό/γλυκό/εκφραστικό/ήρεμο/κουρασμένο/λαμπερό/μελαγχολικό/νεανικό/ξεκούραστο/όμορφο/ρυτιδιασμένο/συμπαθητικό/υγιές/φωτεινό/χαρούμενο/χλομό/ωραίο/ωχρό ~ (πβ. μορφή). Αισθητική/ανανέωση/ανάπλαση (βλ. λίφτινγκ)/αντηλιακά/γραμμές/κρέμα/μακιγιάζ/μάσκα/μεταμόσχευση/περίγραμμα/περιποίηση/πλαστική χειρουργική/σχήμα/τριχοφυΐα/φροντίδα (του) ~ου. Ανάλυση των χαρακτηριστικών του ~ου (βλ. φυσιογνωμία, φυσιογνωμική). Γύρισε/έστρεψε το ~ό του από την άλλη/προς το μέρος μου. Με ακάλυπτο/καλυμμένο ~. Τον χτύπησε στο ~ (βλ. χαστουκίζω). Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμπε/ζωγραφίστηκε στο ~ό της. Η θλίψη ήταν χαραγμένη στα ~ά τους. Το ~ό του έγινε κόκκινο από θυμό/ντροπή. Πβ. μούρη, μούτρο, φάτσα. 2. το άτομο, ο άνθρωπος ως ξεχωριστή προσωπικότητα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, η ταυτότητα και ο χαρακτήρας του· ειδικότ. η υπόληψη, το καλό όνομα: αγαπημένο/άγνωστο/αινιγματικό/αντιπαθητικό/αξιοσέβαστο/γνωστό/δημοφιλές (βλ. βεντέτα, διασημότητα)/ιερό/ιστορικό/κύριο/οικείο/συγγενικό/τραγικό/ύποπτο/φαιδρό ~. Αίτηση ενδιαφερομένου/δήλωση/στοιχεία ~ου. Διακεκριμένα/διάσημα/εξέχοντα/επίσημα/ισχυρά/πλούσια/πολιτικά/προσφιλή/σημαίνοντα/σημαντικά (βλ. βιπ) ~α. Θεωρείται σοβαρό ~. Αποκαλύφθηκε/έδειξε/φάνηκε το αληθινό/πραγματικό του ~. Βιαιοπραγία/επίθεση κατά του ~ου του ... Εξέφρασαν την εμπιστοσύνη/τον σεβασμό τους στο ~ό της. Άνθρωπος με δύο ~α (= δι-, διπλο-πρόσωπος). Υψηλά (ιστάμενα) ~α. Σχέσεις μεταξύ ~ων. ~ της εταιρείας καλλυντικών το γνωστό μοντέλο ...|| (ΘΕΟΛ.) Τα τρία ~α της Αγίας Τριάδος.|| (οικ.) Βγήκε με το ~ (= εραστής ή ερωμένη). Το τρίτο ~ σε μια σχέση (βλ. απιστία).|| (ειρων.-λαϊκό) Σπουδαία προσώπατα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) ~-κλειδί στην υπόθεση. 3. ήρωας λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου και ειδικότ. ο αντίστοιχος ρόλος: βασικό/βιβλικό ~. Αλληγορικά/αντρικά/γυναικεία/δευτερεύοντα/δραματικά/κεντρικά/κύρια (βλ. πρωταγωνιστής) ~α. Το ~ του αφηγητή. Τα ~α του δράματος/της ιστορίας/του μυθιστορήματος/της ταινίας. 4. (μτφ.) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα θεσμού, φαινομένου, τόπου: το άγριο/σκληρό ~ της βίας/της ζωής/της κοινωνίας/του πολέμου. Μια πόλη με πολλά ~α. Αναδεικνύεται/προβάλλεται το σύγχρονο ~ της Ελλάδας. Ο ρατσισμός μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετικά ~α. 5. ΓΡΑΜΜ. {χωρ. πληθ.} τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που δηλώνει τον ομιλητή, τον συνομιλητή και αυτόν ή αυτό για το οποίο μιλά: πρώτο, δεύτερο, τρίτο ~ ενικού/πληθυντικού. Αφήγηση σε τρίτο ~ (βλ. τριτοπρόσωπος). Βιβλίο γραμμένο σε πρώτο ~ εν είδει ημερολογίου. 6. (προφ.) το μπροστινό, εξωτερικό τμήμα, η πρόσοψη έκτασης ή κτιρίου: Το ακίνητο/γήπεδο έχει ~ στην εθνική οδό. ● Υποκ.: προσωπάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιο πρόσωπο: που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή., ανεπιθύμητο πρόσωπο βλ. ανεπιθύμητος, βουβό πρόσωπο βλ. βουβός, έλεγχος προσώπων βλ. έλεγχος, καθαρισμός προσώπου βλ. καθαρισμός, νομικό πρόσωπο βλ. νομικός, παρένθετο πρόσωπο βλ. παρένθετος, φυσικό πρόσωπο βλ. φυσικός ● ΦΡ.: (το) πρόσωπο της ημέρας/της χρονιάς: άνθρωπος που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, της επικαιρότητας: Είναι ~ της ημέρας. Βραβεύτηκε/επιλέχθηκε/τιμήθηκε ως ~ της χρονιάς., από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης (ΠΔ): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι είναι άφαντο(ς), δεν υπάρχει πουθενά, δεν έχει αφήσει ίχνη: Έχουν εξαφανιστεί/χαθεί ~ ~., βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο (μτφ.): για να δηλωθεί βελτίωση των συνθηκών ζωής: Δεν έχει δει ~ ~ από τότε που απολύθηκε. Πότε, επιτέλους, θα δούμε κι εμείς ~ ~; Πβ. άσπρη μέρα, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή., κατά πρόσωπο: απευθείας, άμεσα, κατάμουτρα: Του τα είπα ~ ~. Αντιμετωπίζει ~ ~ την πραγματικότητα. Είχε το θάρρος να λέει την αλήθεια ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ συνάντηση. ΣΥΝ. καταπρόσωπο (2), με ανθρώπινο πρόσωπο: με δικαιοσύνη και ανθρωπιά, με σεβασμό στα δικαιώματα του ανθρώπου· ειδικότ. με ευγένεια και ευαισθησία: κοινωνία/κράτος/πολιτική ~ ~. Βλ. ανάλγητος. [< γαλλ. à visage humain] , με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ...: για να δηλωθεί έντονη ντροπή ή ενοχή: ~ ~ θα βγω στον κόσμο; Δεν έχω ~ να αντικρίσω την κοινωνία. ΣΥΝ. με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ..., με τον ιδρώτα του προσώπου μου (ΠΔ): με κόπο και μόχθο: Δουλεύει σκληρά, ζώντας ~ ~ του., πρόσωπα και πράγματα: άνθρωποι και καταστάσεις, συνθήκες: ~ ~ της πολιτικής/τέχνης. Γνωρίζει/ξέρει ~ ~., πρόσωπο με πρόσωπο: αντικριστά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο· κατ' επέκτ. για άμεση, προσωπική επικοινωνία ή αντιπαράθεση: Βρέθηκαν/κάθισαν ~ ~ (= βιζαβί, τετ α τετ. Πβ. μύτη με μύτη). Ήρθε ~ ~ με μια σοβαρή ασθένεια/με τους κακοποιούς (πβ. ενώπιος ενωπίω).|| Επαφές/συνάντηση/συνομιλίες ~ ~. ~ ~ διδασκαλία (πβ. διά ζώσης). Μάχη ~ ~ (βλ. στήθος με στήθος). ΣΥΝ. φάτσα με φάτσα, φέις του φέις, στο πρόσωπο κάποιου βλέπω/βρίσκω ...: αποδίδω σε κάποιον μια ιδιότητα ή αναγνωρίζω ότι τη διαθέτει: Η κοινή γνώμη βλέπει στο ~ό του έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη. Στο ~ό του βρήκε αυτό που έψαχνε., το άλλο πρόσωπο του/της (μτφ.): η κρυφή, άγνωστη πλευρά, όψη ανθρώπου, τόπου, φαινομένου: ~ ~ της εξουσίας/ενός ηγέτη., αλλάζει πρόσωπο βλ. αλλάζω, παρουσίασε δύο πρόσωπα βλ. παρουσιάζω, τιμώμενο πρόσωπο βλ. τιμώμενος, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, χαστούκι στο πρόσωπο/στα μούτρα βλ. χαστούκι [< 1: αρχ. πρόσωπον 2,3,4,5,6: μτγν. ~, γαλλ. personne, personnage, face]

συγχωρώ

συγχωρώ [συγχωρῶ] συγ-χω-ρώ ρ. (μτβ.) {συγχωρ-είς (λαϊκό) -άς ..., -ώντας | συγχώρ-ησα (προφ.) -εσα, -ήσει (προφ.) -έσει, -ήθηκε (προφ.) -έθηκε, -ηθεί (προφ.) -εθεί, -ημένος, -εμένος (λαϊκό) συχωρεμένος} & (λαϊκό) συχωρώ & σχωρνάω 1. δεν κρατώ θυμό ή γενικότ. δεν έχω αρνητική διάθεση απέναντι σε κάποιον που έσφαλε εις βάρος μου, αποδέχομαι τη συγγνώμη του: Συγχώρεσέ/συγχώρα με, δεν θα το ξανακάνω. Με πλήγωσες, αλλά σε ~ (: δεν σου κρατώ κακία). Θα με ~ήσεις; Δεν σε ~, είπες πολλά. Δεν ~εί εύκολα. Δεν το ~ στον εαυτό μου που φέρθηκα έτσι. Αυτό που έκανες, δεν θα στο ~ήσω ποτέ (βλ. ξεχνώ). Αν μετανοήσεις ειλικρινά, ο Θεός θα σε ~έσει (: θα σου δώσει άφεση αμαρτιών). 2. είμαι επιεικής, παραβλέπω, δικαιολογώ: Την υποκρισία δεν τη ~. Ας μου ~εθεί η έκφραση. Δεν του ~εσαν ποτέ την προδοσία. ● Παθ.: συγχωρέθηκε & σχωρέθηκε (προφ.): πέθανε: Ήταν πολύ μικρή, όταν ~ η μητέρα της. Είναι χρόνια τώρα που έχει ~εθεί. ● Μτχ.: συγχωρεμένος , η, ο & συχωρεμένος & (λαϊκό) σχωρεμένος 1. (για νεκρό) αυτός που του συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες· μακαρίτης: Δεν έπινε ποτέ ο ~. Όπως θα έλεγε και η ~η η μητέρα σου, ... Πβ. πεθαμένος. 2. (ως απάντηση σε αίτηση συγγνώμης) συγχωρείσαι: -Συγγνώμη που άργησα. -~! ● ΦΡ.: (να) με συγχωρείς/με συγχωρεί η χάρη σου, (αλλά) ... (εμφατ.): για δήλωση αντίρρησης, αποδοκιμασίας ως προς τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~, αλλά εγώ δεν είπα κάτι τέτοιο/τα πράγματα δεν είναι όπως νομίζεις.|| (ειρων.) ~ ~, αλλά δεν θα σου κάνω το χατίρι., δεν συγχωρείται: δεν δικαιολογείται, δεν επιτρέπεται: Σε θέματα υγείας τα λάθη ~ ~ούνται. ~ ~ να μην ξέρει κάτι τέτοιο., με συγχωρείς/με συγχωρείτε!: για να δηλωθεί η λύπη κάποιου για την ενόχληση που προκαλεί ή για να ζητηθεί η άδεια για κάτι: ~ ~είς πολύ, αλλά δεν συμφωνώ μαζί σου. ~ ~είτε αν σας κούρασα με τις ερωτήσεις μου/δεν μπορώ να βοηθήσω περισσότερο/για τη διακοπή/που επεμβαίνω ... Και τώρα, ~ ~, πρέπει να φύγω. Μας ~είτε, λάθος! Συγχωρήστε/συγχωρέστε με.|| ~ ~είς, δεν κατάλαβα, μπορείς να επαναλάβεις; ~ ~, μπορώ να περάσω; ΣΥΝ. συγγνώμη (1), ο Θεός να/ας με σ(υγ)χωρέσει/Θεέ μου συγχώρεσέ/σ(υγ)χώρα με: έκφραση μετάνοιας για κάτι που έχει (ή πρόκειται να) κάνει ή πει κάποιος: ~ ~, αν κάνω λάθος., άγνοια νόμου βλ. νόμος, Θεός σχωρέσ'/να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου! βλ. πεθαμένος, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! βλ. θεός [< μτγν. συγχωρῶ]

τέλος

τέλος τέ-λος ουσ. (ουδ.) {τέλ-ους | -η, -ών} 1. συμπλήρωση μιας περιόδου ή μιας διαδικασίας ή/και το σημείο ολοκλήρωσής τους: το ~ της διορίας/της σεζόν (πβ. κλείσιμο). Το ~ της εβδομάδας/της μέρας (πβ. δύση). Μετά/μέχρι/πριν το ~ του χειμώνα/του χρόνου. Στο ~ (= στην εκπνοή) του προηγούμενου αιώνα. Περί τα/στα ~η της δεκαετίας.|| (ΘΕΟΛ.) Ως το ~ των αιώνων (: τη Δευτέρα Παρουσία).|| Το ~ των μαθημάτων/των σπουδών (= πέρας). Το ~ των εχθροπραξιών/του πολέμου. Στο ~ του αγώνα. Πβ. λήξη, παύση.|| Ταινία με καλό ~ (= χάπι εντ). Άκουσα μόνο το ~ της ομιλίας/της συζήτησης (πβ. επίλογος). Η υπόθεση είχε αίσιο/άσχημο/κακό ~ (= έκβαση, κατάληξη, φινάλε). ΑΝΤ. αρχή (1), έναρξη 2. ακρότατο όριο: το ~ του (δια)δρόμου/της ευθείας/του κουβαριού (πβ. άκρη). Το όνομά του βρίσκεται στο ~ της λίστας. Οι υποσημειώσεις μπαίνουν στο ~ κάθε σελίδας. Πβ. άκρο. ΑΝΤ. αρχή (1) 3. παύση, τερματισμός μιας κατάστασης ή εξέλιξης· ξόδεμα, εξάντληση: επικείμενο ~. ~ των διαπραγματεύσεων (πβ. αναστολή). Όλα (τα ωραία) έχουν ένα ~ (: κάποια στιγμή τελειώνουν). Το (οριστικό) ~ ενός γάμου/μιας σχέσης. Το ~ της ανθρωπότητας/μιας αυτοκρατορίας (πβ. αφανισμός, παρακμή, πτώση). Το ~ της αθωότητας/της ελπίδας/ενός θρύλου. Ιστορία χωρίς ~. Δίχως ~ ο κύκλος της βίας (πβ. διακοπή). Η καριέρα του αγγίζει το/φτάνει στο ~ της. Η ταλαιπωρία μας δεν έχει ~. ΑΝΤ. αφετηρία.|| (προφ., για δήλωση αποφασιστικότητας:) Διακοπές ~! Δεν το συζητώ άλλο, ~! Πβ. τέρμα.|| Το ~ των αποθεμάτων. 4. (μτφ.) θάνατος: Βρήκε άδοξο/πρόωρο/τραγικό ~ (πβ. χαμός). Αισθάνεται/περιμένει το ~ του (πβ. μοιραίο). Έμειναν μαζί ως το ~ της ζωής τους. 5. ΟΙΚΟΝ. φόρος: ανταποδοτικό/ειδικό/ενιαίο/ετήσιο ~. ~ ακίνητης περιουσίας. ~ τερματισμού κλήσης (: στην κινητή τηλεφωνία). Δημοτικά/ταχυδρομικά ~η. Αυξημένα ~η κυκλοφορίας. Καταβολή/πληρωμή ~ους. Είσπραξη/κατάργηση ~ών. Πβ. δασμός. 6. (ως επίρρ.) τελικά: Τόνισε, ~, τη σημασία του προγράμματος για ... ΣΥΝ. εν κατακλείδι ● ΣΥΜΠΛ.: τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος, το τέλος της ιστορίας βλ. ιστορία ● ΦΡ.: βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος: τερματίζω· κάτι παύει να υφίσταται: Έτοιμοι να βάλουν/δώσουν (ένα) ~ στη διαφθορά.|| Καιρός να δοθεί/μπει (ένα) ~ στην ταλαιπωρία των πολιτών. Αυτή η κατάσταση πρέπει να πάρει τέλος (: να διευθετηθεί οριστικά). [< γαλλ. mettre/prendre fin] , εντέλει & εν τέλει (λόγ.): στο τέλος, τελικά: Απέφευγε να μιλήσει, αλλά, ~ ~, το παραδέχτηκε.|| Τι είναι, ~ ~ (= τέλος πάντων), σωστό και λάθος; [< αρχ. φρ. ἐν τέλει, γαλλ. à la fin] , η αρχή του τέλους: η έναρξη της τελικής φάσης μιας κατάστασης, συνήθ. για επικείμενη καταστροφή: Σήμανε ~ ~ για το καθεστώς. Πβ. αντίστροφη μέτρηση. [< γαλλ. le commencement de la fin] , ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου): έφτασε η στιγμή της καταστροφής, του θανάτου: Μην πανικοβάλλεσαι, δεν ~ και το τέλος του κόσμου!|| (απειλητ.) Τι πήγες κι έκανες; Ήρθε το τέλος σου!, μέχρι τέλους: ως το τέλος, μέχρι την τελευταία στιγμή: Διεκδίκησαν τη νίκη ~ ~. Πάλεψε με τον καρκίνο ~ ~ (= μέχρι το θάνατό του). ΣΥΝ. μέχρι(ς) εσχάτων, στο τέλος: τελικά: Να δούμε τι θα γίνει ~ ~!, στο τέλος τέλος (προφ.): άλλωστε, στο κάτω κάτω: Μην ντρέπεσαι που δεν το ξέρεις· ~ ~, όλοι για να μάθουμε έχουμε έρθει., τέλος εποχής 1. οι τελευταίες ημέρες σε οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες, ιδ. για πωλήσεις εποχικών προϊόντων: εκπτώσεις/προσφορές λόγω ~ους ~. 2. για κάτι που, ύστερα από μακρόχρονη παρουσία, σταμάτησε να υπάρχει ή να λειτουργεί: ~ ~ για την εταιρεία (= έκλεισε). [< αγγλ. end of an era] , τέλος και τω Θεώ δόξα: έκφραση ανακούφισης σε περιπτώσεις καλής έκβασης, όλα τελείωσαν αισίως., τέλος πάντων & τελοσπάντων (ως επιφών.): έκφραση αγανάκτησης, ανακούφισης, συμβιβασμού· επιτέλους: Ποιος είναι, ~ ~, ο υπεύθυνος εδώ; Δεν μου αρέσει, αλλά ~ ~. Πβ. εν πάση περιπτώσει, τέσπα., από την αρχή ως/μέχρι το τέλος βλ. αρχή, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, με αρχή, (μέση) και τέλος βλ. αρχή, μηδένα προ του τέλους μακάριζε βλ. μακαρίζω, σήμανε (το) τέλος βλ. σημαίνει, στο τέλος ξυρίζουν το(ν) γαμπρό βλ. ξυρίζω, στο τέλος της ημέρας βλ. ημέρα, τέλος καλό, όλα καλά βλ. καλός [< αρχ. τέλος ‘λήξη, περάτωση, σκοπός, πεπρωμένο, φόρος’]

τέρμα

τέρμα τέρ-μα ουσ. (ουδ.) {τέρμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. το τοπικό σημείο όπου τελειώνει, σταματά κάτι· ειδικότ. το τέλος της διαδρομής σε αγώνα δρόμου· η τελευταία στάση στα μέσα μεταφοράς: το ~ της κατηφόρας/της λεωφόρου/του ορίζοντα (πβ. άκρη).|| (ΑΘΛ.) Έφτασε πρώτος στο ~ (= στη γραμμή τερματισμού).|| Το ~ της (λεωφορειακής) γραμμής. Το ~ είναι στην πλατεία. Θα κατεβώ στο ~. Το τρόλεϊ κάνει ~ στο ... ΑΝΤ. αφετηρία.|| (ως επίρρ.) Το σπίτι του βρίσκεται ~ δεξιά/της οδού ... 2. (μτφ.) η στιγμή που ολοκληρώνεται, τελειώνει μια πράξη ή κατάσταση· κατ' επέκτ. ο τελικός σκοπός ή το αποτέλεσμα μιας δραστηριότητας: Η σταδιοδρομία μου/η σχέση μας/η φιλία μας έφτασε στο ~ της (= έληξε, τερματίστηκε). Να τεθεί ~ στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βάλε/δώσε ~ σε αυτή την κατάσταση. Είναι διατεθειμένος να φτάσει στο/ως το ~ την έρευνα (: να την ολοκληρώσει).|| Το ~ του βίου (: λίγο πριν από τον θάνατο).|| Το ταξίδι έφτασε στο ~ του.|| (ως επίρρ., για δήλωση οριστικού τέλους) Διακοπές ~! ~ το διάλειμμα! ~ η κοροϊδία/τα λάθη/η υποκρισία! Πβ. ως εδώ. || (επιφών.) ~ στη/η φοροδιαφυγή. Πβ. αλτ, στοπ. ΑΝΤ. αρχή (1) 3. ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο και άλλα αθλήματα) κατασκευή από δύο κάθετες δοκούς που καταλήγουν στις άκρες οριζόντιας δοκού με στερεωμένο δίχτυ και στην οποία πρέπει να βάλουν οι παίκτες την μπάλα για να σημειωθεί γκολ· γκολ: Η μπάλα κατέληξε στο/πέρασε ξυστά από το ~ (πβ. πλεκτό). Το γήπεδο διαθέτει βοηθητικά ~ατα. Δεν κατάφεραν να παραβιάσουν το ~ των αντιπάλων (: να βάλουν γκολ). Πβ. γκολπόστ, εστία.|| Γρήγορο ~. Ο σκόρερ του πρώτου ~ατος. Βάζω/δέχομαι/πετυχαίνω/σημειώνω ~. Στο δεύτερο ημίχρονο, διπλασίασε τα ~ατα της ομάδας του. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμές (του) τέρματος βλ. γραμμή, λευκή ισοπαλία βλ. ισοπαλία ● ΦΡ.: στο τέρμα (προφ.-εμφατ.): στη μέγιστη ένταση, στον ανώτατο βαθμό: Έβαλε το ραδιόφωνο ~ ~ (= στη διαπασών, στο φουλ). Άκουγε τέρμα τη μουσική., τέρμα Θεού (προφ.-εμφατ.): για απομακρυσμένο σημείο: Το χωριό βρίσκεται ~ ~., τέρμα και τελείωσε/τελείωσε/πάει (και) τέλειωσε (προφ.-εμφατ.) : για απόφαση να δοθεί οριστικό τέλος σε μια κατάσταση: Δεν πρόκειται να το συζητήσω άλλο, ~ ~! ΣΥΝ. τελεία και παύλα, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! βλ. ψέμα, τέρμα τα δίφραγκα! βλ. δίφραγκο, τέρμα/τσίτα/τέζα (τα) γκάζια/(το) γκάζι βλ. γκάζι [< 1,2: αρχ. τέρμα 3: αγγλ. goal]

φόβος

φόβος φό-βος ουσ. (αρσ.): δυσάρεστο και έντονο συναίσθημα που αποτελεί προσωρινή αντίδραση σε κάποιον κίνδυνο, υπαρκτό ή ανύπαρκτο: αδιόρατος/αιώνιος/ακαθόριστος/ανεξήγητος/ανομολόγητος/αόριστος/απροσδιόριστος/αρχέγονος/διάχυτος/ενδόμυχος/μόνιμος/μύχιος/παθολογικός/παράλογος (πβ. φοβία)/υποσυνείδητος ~. Παιδικοί ~οι. Ο ~ της απόρριψης/της αποτυχίας/της απώλειας/των εξετάσεων/του θανάτου/της τιμωρίας. ~ για το σκοτάδι. Αιτία/αντιμετώπιση/πηγή του ~ου. Καθεστώς/κλίμα ~ου. Σε κατάσταση πανικού και ~ου. Ο μεγαλύτερος/χειρότερος ~ του είναι ... (πβ. αγωνία). Τον έπιασε/κυρίευσε ~. Υποχώρησε μπροστά στον ~ο του αγνώστου. Κάτω από τον/υπό τον ~ο επεισοδίων. Αντιμετωπίζω/εκδηλώνω/νικώ/νιώθω/ξεπερνώ έναν ~ο. Κάτι δημιουργεί/εμπνέει ~ο. Σπέρνω τον ~ο. Διέκρινα ~ο στο βλέμμα του. Ζει με τον ~ο. Έδειξε ~ο (πβ. δειλία).|| (εμφατ.) Έτρεμε/παρέλυσε/του κόπηκαν τα πόδια/τρελάθηκε απ' τον ~ο (του). Πάγωσε από τον ~ο. Πβ. τρόμος. Βλ. άγχος, τρακ1.φόβοι (οι): ανησυχίες: αδικαιολόγητοι/βάσιμοι ~. ~ για κλιμάκωση της έντασης/πανδημία. Αναζωπύρωση των ~ων. Επαληθεύτηκαν/επιβεβαιώθηκαν οι αρχικοί μας ~. Διέλυσε/έδιωξε τους ~ους μου.|| (σπανιότ. στον εν.) Είχε εκφράσει τον ~ο του για ... ● ΣΥΜΠΛ.: ο φόβος/τρόμος του κενού βλ. τρόμος ● ΦΡ.: κατουριέμαι/τα κάνω πάνω μου/χέζομαι απ' τον φόβο (μου) (μτφ.-προφ.-εμφατ.): φοβάμαι πάρα πολύ., μετά φόβου Θεού (λόγ.): με δέος, πολύ προσεκτικά ή διστακτικά., παίρνω κάποιον/κάτι από φόβο (προφ.): μου προκαλεί φόβο: Σε έχει πάρει από ~., υπάρχει φόβος: υπάρχει κίνδυνος: ~ ~ μόλυνσης. Δεν ~ ~/δεν έχει ~ο να χαλάσει., φόβος Θεού: ΕΚΚΛΗΣ. δέος, σεβασμός προς τον Θεό., φόβος και τρόμος (προφ.-εμφατ., ΚΔ, μετὰ φόβου καὶ τρόμου): ~ ~ από τις ληστείες. Τους κατέλαβε ~ ~.|| (για πρόσ.) Ήταν ο φόβος και (ο) τρόμος του σχολείου (: για πολύ αυστηρό καθηγητή). Πβ. φόβητρο., χωρίς φόβο και πάθος: χωρίς υπεκφυγές, ενδοιασμούς, ψέματα: Θα σου μιλήσω ~ ~.|| (στο δικαστήριο:) Ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια ~ ~., για τον φόβο των Ιουδαίων βλ. Ιουδαίος, Ιουδαία, μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο βλ. αφαλός, ο φόβος φυλάει τα έρημα/έρμα βλ. έρημος [< αρχ. φόβος]

φτερωτός

φτερωτός, ή, ό φτε-ρω-τός επίθ. & (λόγ.) πτερωτός 1. που έχει φτερά: (κυρ. σε παραμύθια και στη ΜΥΘ.) ~ός: άγγελος/δράκος. ~ό: άλογο (βλ. Πήγασος)/άρμα. Ο ~ Ερμής/τα ~ά σανδάλια του Ερμή.|| ~ό: κυνήγι. ~ά: θηράματα (βλ. ορτύκι, πέρδικα, φασιανός). ΑΝΤ. άπτερος 2. (μτφ.-σπάν., κυρ. στο αρσ.) που τρέχει πολύ γρήγορα. ΣΥΝ. φτεροπόδαρος ● Ουσ.: φτερωτή (η): ΤΕΧΝΟΛ. περιστρεφόμενο εξάρτημα (μηχανής ή συσκευής) με πτερύγια: μεταλλική/πλαστική ~. ~ του ανεμιστήρα/αντλίας. Βλ. προπέλα.|| (παλαιότ.) Η ~ του μύλου. ● ΣΥΜΠΛ.: ο φτερωτός θεός: ο Έρωτας (ως θεότητα): ~ ~ τον χτύπησε με τα βέλη του (= ερωτεύτηκε). [< αρχ. πτερωτός]

φυλάω

φυλάω φυ-λά-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {-άς, -άει κ. -ά ...} & φυλώ & φυλάγω & (λόγ.) φυλάσσω & φυλάττω {φύλα-ξα, φυλά-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -χτεί (λόγ.) -χθεί, -σσόμενος, -γμένος, -σσοντας κ. -γοντας} 1. (περι)φρουρώ, επιτηρώ: ~ τον δρόμο/τους κρατούμενους/ένα σπίτι/τα σύνορα της χώρας. Το κτίριο φυλάσσεται από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Καλά ~σσόμενος χώρος. Βλ. παρα~.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~άει σκοπιά (= ~άει σκοπός).|| ~άει μικρά παιδιά (πβ. επιβλέπω). Πβ. προσέχω. 2. αποθηκεύω, διατηρώ κάτι, το φροντίζω ώστε να μην αλλοιωθεί, καταστραφεί ή χαθεί: ~άει πάντα τις οδηγίες χρήσης. ~άμε το μείγμα στο ψυγείο μέχρι να πήξει. Να ~άτε τα φάρμακα μακριά από παιδιά. Έχει περισσέψει φαγητό, να σου ~ξω; Έχετε ~ξει την απόδειξη; Φύλαξε τα χρήματά σου (πβ. αποταμιεύω). Η εικόνα φυλάσσεται στη Μονή ... Φύλαξέ μου για λίγο την τσάντα.|| (μτφ.) ~ τις παιδικές μου αναμνήσεις. Σας ~ μια έκπληξη (πβ. επιφυλάσσω). ~ξα το καλύτερο για το τέλος. Αν φτάσω νωρίτερα, θα σου ~ξω μια θέση. Έχουμε χρέος να ~ξουμε την ιστορία μας (πβ. διαφυλάσσω). Καλά ~γμένο μυστικό. Πβ. κρατώ.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ το αρχείο/την (ηλεκτρονική) διεύθυνση. Πβ. σώζω. 3. προφυλάσσω: Φόρα το (ενν. το φυλαχτό), για να σε ~άει. Πβ. προστατεύω. 4. τηρώ: ~ την εντολή/τον όρκο. Πβ. κρατώ, σέβομαι. ● Παθ.: φυλάγομαι 1. προστατεύομαι, προσέχω: Δεν ξέρεις πια από πού να ~χτείς (πβ. προφυλάσσομαι). Δεν ~εται και όλο αρρωσταίνει. Φυλάξου απ' τις κακοτοπιές. 2. (ειδικότ.) λαμβάνω αντισυλληπτικά μέτρα. ● ΦΡ.: Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε: ως απευχή ή επίκληση για θεϊκή προστασία: Θα βγεις μαζί του; Θεέ μου ~!|| ~ ~ τους γονείς μου!, τα φυλάω: (στο κρυφτό) κλείνω τα μάτια μου και μετρώ συνήθ. ως το εκατό, για να προλάβουν να κρυφτούν οι συμπαίκτες μου. Βλ. φτου και βγαίνω., τη φυλάω/την έχω φυλαγμένη (σε κάποιον): περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία, στιγμή, για να τον εκδικηθώ: Μας τη φύλαγαν εδώ και καιρό. Τους την έχει φυλαγμένη από τότε., βάλανε/έβαλαν τον λύκο να φυλά τα πρόβατα βλ. λύκος, Θεός φυλάξοι! βλ. θεός, κρατάω/φυλάω τσίλιες βλ. τσίλια, ο Θεός να (σε/μας) φυλάει βλ. θεός, ο φόβος φυλάει τα έρημα/έρμα βλ. έρημος, στήνω/φυλάω καραούλι βλ. καραούλι, το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο) βλ. κρατώ, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά βλ. ρούχο, φυλάττω/φυλάσσω Θερμοπύλες βλ. Θερμοπύλες, φυλάω/καλύπτω τα νώτα μου βλ. νώτα [< μεσν. φυλάγω < αρχ. φυλάσσω, φυλάττω]

χαρά

χαρά χα-ρά ουσ. (θηλ.) 1. έντονα θετικό συναίσθημα που συνιστά έκφραση ευτυχίας και προκαλείται από την εκπλήρωση στόχου ή επιθυμίας: εσωτερική ~. ~ και αισιοδοξία/ικανοποίηση/περηφάνια/συγκίνηση. Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα/της ζωής/της νίκης/του παιχνιδιού. Χαμόγελα ~άς. Με ιδιαίτερη/περισσή ~. Τρελός από ~. Γέλια και ~ές. Η ~ μου δεν περιγράφεται/είναι απερίγραπτη. Είναι όλο ~. Δάκρυσε/έκλαψε/λάμπει από ~. Τα λόγια σου μου δίνουν μεγάλη ~ (= με κάνουν πολύ χαρούμενο). Χρόνια πολλά με υγεία και ~! (σε λόγο:) Έχω τη ~ και την τιμή να ... Είναι ~ μου που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Πβ. ευχαρίστηση. Βλ. ενθουσιασμός. ΑΝΤ. θλίψη (1), λύπη (1), στενοχώρια 2. (συνεκδ.) οτιδήποτε προκαλεί το αντίστοιχο συναίσθημα· χαρούμενο συμβάν: απλές/καθημερινές/οικογενειακές ~ές. Ο ερχομός του ήταν (μια) ανέλπιστη/απροσδόκητη ~. Έχουμε διπλή ~ στο σπίτι: γάμο και γεννητούρια. Απολαμβάνω/γεύομαι τις μικρές ~ές (= μικροχαρές) της ζωής. Περάσαμε ~ές και λύπες. ● Υποκ.: χαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική χαρά: υπαίθριος χώρος ψυχαγωγίας για παιδιά, στον οποίο υπάρχουν διάφορα παιχνίδια (κούνιες, τραμπάλα, τσουλήθρα): η ~ ~ της γειτονιάς. Βλ. λούνα παρκ, παιδότοπος, πάρκο.|| (μτφ.) Η άμυνα της ομάδας θυμίζει ~ ~., τσάρτερ της χαράς βλ. τσάρτερ, χαράς ευαγγέλια βλ. ευαγγέλιο ● ΦΡ.: γεια χαρά (προφ.) & (λαϊκό) γεια χαραντάν: ως φιλικός χαιρετισμός: ~ ~, παιδιά! ~ ~ σ' όλους! Γεια (σου) και χαρά σου!, η χαρά του ... (προφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον, έχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία που τον ικανοποιούν: Αυτοκίνητα, ~ ~ των ανδρών. Το δωμάτιό της είναι ~ ~ παιδιού (: γεμάτο παιχνίδια). Πόλη που είναι ~ ~ αρχιτέκτονα., κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες: εξωτερικεύω τη χαρά μου: Έκανε μεγάλη χαρά που μας είδε. Μας έκανε (πολλές) χαρές/χαρούλες (: μας υποδέχτηκε θερμά).|| Το τι χαρές έκανε με τα δώρα της, δεν λέγεται!|| Ε, ρε χαρές (= γλέντια) που έχουμε να κάνουμε!, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά & (σπάν.) σαν την καλή χαρά (προφ.): πολύ χαρούμενος, κεφάτος: Είναι πάντα/ξύπνησε ~ ~., μετά χαράς (λόγ.): ευχαρίστως, πρόθυμα: Δέχομαι ~ ~., μια χαρά (προφ.): πολύ καλά, ωραία: -Πώς είσαι; -~ ~! Όλα πάνε ~ ~. ~ ~ τα κατάφερες/σε βλέπω. Τα βρήκαν ~ ~ μεταξύ τους. ~ ~ (= με τον καλύτερο δυνατό τρόπο) τη χειρίστηκε την υπόθεση.|| (ειρων.) ~ ~ θα ζήσεις και χωρίς εμένα.|| Γιατί τι έχει; ~ ~ παιδί είναι (: πολύ καλό).|| Θα μπορούσε ~ ~ (= κάλλιστα) να αδιαφορήσει, αλλά δεν το 'κανε., μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά (παροιμ.): η χαρά γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν τη μοιραζόμαστε με κάποιον. Βλ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη., πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά (μτφ.-επιτατ.): είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, πανευτυχής: Πέταξε ~ ~, όταν έμαθε ότι ...|| -Χαίρεσαι; -Ε, δεν πετώ κι ~ μου (= δεν τρελαίνομαι κιόλας). Κανονικά, θα 'πρεπε να ~άς από χαρά., στις χαρές/στη χαρά σου! (ευχετ., συνήθ. ως πρόποση): και στα δικά σου!: Άντε, και ~ ~! ~ ~ σας οι λεύτεροι!, χαρά θεού (προφ.): όμορφος καιρός, λιακάδα· κατ' επέκτ. για κάτι πολύ όμορφο, ευχάριστο: ~ ~ σήμερα! Είναι/έχει ~ ~ έξω, πάμε βόλτα;|| ~ ~ η φύση!, χαρά μου: οικεία προσφώνηση: Ό,τι θέλεις, ~ ~!, χαρά σ' αυτόν/σ' εκείνον/στον ... που ... (προφ.-συνήθ. ειρων.): έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος αυτός που ...: Χαρά στον άντρα που θα την πάρει!, χαρά στο κουράγιο/στην υπομονή σου (προφ.): απορώ πώς αντέχεις: ~ ~ που περίμενες τόσες ώρες/τον ανέχεσαι!, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, γιορτές/χαρές και πανηγύρια βλ. γιορτή, εργασία και χαρά! βλ. εργασία, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, με γεια σου, με χαρά σου βλ. γεια, μια χαρά και δυο τρομάρες βλ. τρομάρα, σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή, χαρά και αγαλλίαση βλ. αγαλλίαση [< αρχ. χαρά]

χάρις

χάρις χά-ρις ουσ. (θηλ.) {χάριτ-ος | -ες, χαρίτ-ων} (λόγ.): χάρη: η ~ της μουσικής.|| Οφείλω ~ες στους συνεργάτες μου (: τους χρωστώ ευγνωμοσύνη).|| Απονομή ~ος (σε κατάδικο). (ΝΟΜ.) Συμβούλιο ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος & η θεία χάρη/χάρις: ΘΕΟΛ. η φανέρωση στον άνθρωπο της άφατης αγάπης του Τριαδικού Θεού, η προσφορά στον ευσεβή πιστό της εύνοιάς Του: σημάδι/σύμβολο της χάριτος του Θεού. Σώθηκε με τη χάρη του Θεού. Η παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.|| Το δώρο/μεγαλείο/φως της θείας χάρης., οι τρεις Χάριτες: ΜΥΘ. Αγλαΐα, Ευφροσύνη, Θάλεια· (κυρ. κατ' επέκτ.) για τρεις ωραίες κοπέλες που εμφανίζονται μαζί., περίοδος χάριτος & (σπάν.) χαριστική περίοδος 1. χρονικό διάστημα επιείκειας, ανεκτικότητας απέναντι σε κάποιον: Εξαντλήθηκε η ~ ~ της νέας κυβέρνησης.|| Ζήτησε ~ο χάριτος και πίστωση χρόνου. 2. ΝΟΜ. χρονικό διάστημα που ξεκινά από τη λήψη ενός δανείου, κατά το οποίο δεν απαιτείται η καταβολή της δόσης του: άτοκη/έντοκη ~ ~ (μέχρι ένα χρόνο). Ευκολίες πληρωμής με ~ο χάριτος. [< αγγλ. grace period] ● ΦΡ.: κατά χάριν/χάρη: ΕΚΚΛΗΣ. με την επενέργεια της θείας χάριτος. [< μτγν. χάρις]

χέρι

χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]

χρυσός

χρυσός χρυ-σός ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ευγενές μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Au, Ζ 79) λαμπερού κίτρινου χρώματος, που αποτελεί το πολυτιμότερο μέταλλο και χρησιμοποιείται κυρ. στη χρυσοχοΐα: ακατέργαστος/καθαρός/οξειδωμένος/χυτός ~. Κόκκινος/λευκός (πβ. λευκόχρυσος) ~. ~ ... καρατίων. Εργοστάσιο/μεταλλείο/ορυχείο (= χρυσωρυχείο) ~ού. Το βάρος/η καθαρότητα του ~ού. Περιεκτικότητα σε ~ό. Ο ~ τήκεται. Βλ. ασήμι, παλλάδιο, πλατίνα.|| Κοσμήματα από ~ό (= χρυσά· πβ. μάλαμα, χρυσό). Βλ. ψευδόχρυσος.|| (μτφ., για κάτι πολύτιμο:) Πράσινος ~ (: το ελαιόλαδο). 2. ΟΙΚΟΝ. το αντίστοιχο μέταλλο ως χρηματοοικονομικό μέσο: αγορά/διαπραγμάτευση/κέρδη/ρευστοποιήσεις/υπερτίμηση ~ού. Η αξία/κίνηση του ~ού. Επενδύσεις/ισοτιμία/κεφάλαια/συναλλαγές σε ~ό. Στα ύψη ο ~.|| Νομισματικός ~ (: φυλάσσεται σε ράβδους στην κεντρική τράπεζα ενός κράτους και αποτελεί κρατικό περιουσιακό στοιχείο). 3. (κατ' επέκτ.) πλούτος, ακριβά αντικείμενα, πολυτέλεια, χρήματα: Αγαπά τον ~ό (= χρυσάφι). ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρος χρυσός: το πετρέλαιο: η τρελή κούρσα του ~ου ~ού. Σε επίπεδα ρεκόρ ο ~ ~. [< αγγλ. black gold, 1910, γαλλ. l'or noire, 1937] , ράβδος χρυσού βλ. ράβδος, ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου βλ. ρήτρα ● ΦΡ.: ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός/χρυσάφι: ό,τι κάνει στέφεται με μεγάλη επιτυχία, είναι πολύ τυχερός. Πβ. Μίδας., πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό: χρυσοπληρώνω., η σιωπή είναι χρυσός βλ. σιωπή, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός βλ. λάμπω [< αρχ. χρυσός, γαλλ. or, αγγλ. gold]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.