θηρίο θη-ρί-ο ουσ. (ουδ.) 1. (συνήθ. παλαιότ. ή σε αφηγήσεις, παραμύθια) μεγαλόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό: αιμοβόρο/φοβερό ~. Εξημέρωση/εξόντωση του ~ου. Τα (άγρια) ~α της ζούγκλας (βλ. λεοπάρδαλη, λιοντάρι, πάνθηρας, τίγρη). Τον έφαγαν/τον κατασπάραξαν/του όρμησαν/του χίμηξαν τα ~α. Δάμασε/εξημέρωσε/πάλεψε με/σκότωσε το ~. (στη ρωμαϊκή εποχή:) Τα ~α της αρένας. Πβ. αγρίμι, ζουλάπι, θεριό.|| Μυθικά ~α. Το ~ της Αποκάλυψης (ΣΥΝ. τέρας).2. (μτφ., για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και βίαια ένστικτα: ανθρωπόμορφα ~α. Τους έδωσαν βορά/τροφή στα ~α. Πβ. αγριάνθρωπος, κτήνος.3. (μτφ.-προφ.) γιγαντόσωμος άντρας ή εξαιρετικά ικανός άνθρωπος: Πώς να τα βάλεις μ' αυτό το ~; Είναι δύο μέτρα!|| Πώς τα κατάφερες βρε ~ο; Πβ. γίγαντας, τιτάνας. ΑΝΤ. νάνος.4. (μτφ.) παιδί άτακτο ή/και με πρόωρη σωματική ανάπτυξη: Σωστό ~ έχει γίνει ο μικρός!5. (μτφ.) όχημα ή αεροσκάφος που έχει μεγάλες διαστάσεις και συνήθ. ισχυρή μηχανή: τα ~α της ασφάλτου (: τα τζιπ).|| Ιπτάμενα ~α/~α των ουρανών (: τα αεροπλάνα). Πβ. μεγαθήριο. 6. ΙΣΤ. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) ο Σατανάς, ο Διάβολος: ο αριθμός του Θ~ου (: το 666). ● Ουσ.: θηρία (τα): ΖΩΟΛ. υποκλάση των θηλαστικών: Τα μαρσιποφόρα συγκαταλέγονται στα ~. ● Υποκ.: θηριάκι (το) : κυρ. στις σημ. 4, 5. ● ΣΥΜΠΛ.: θεριό ανήμερο βλ. θεριό ● ΦΡ.: γίνομαι θηρίο (μτφ.-προφ.): εξαγριώνομαι, θυμώνω πολύ: Έγινε ~ (= Τούρκος), όταν ανακάλυψε ότι τον εξαπάτησαν. ΣΥΝ. γίνομαι πύραυλος (2), σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί βλ. αγρίμι [< 1: αρχ. θηρίον]
θηριοδαμαστής θη-ρι-ο-δα-μα-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. θηριοδαμάστρια}: πρόσωπο που εξημερώνει και εκπαιδεύει άγρια ζώα: ~ σε τσίρκο. [< γαλλ. dompteur (de bêtes féroces)] ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΣ
θηριοτροφείο [θηριοτροφεῖο] θη-ρι-ο-τρο-φεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.-ειρων.) σχολείο ή τάξη με πολύ ζωηρά, ατίθασα παιδιά. 2. (σπάν.-παλαιότ.) περιφραγμένη εγκατάσταση, μέσα στην οποία εκτρέφονται άγρια ζώα. Βλ. -τροφείο. [< 2: μτγν. θηριοτροφεῖον ‘μάντρα ζώων’]
αγρίμι
αγρίμι [ἀγρίμι] α-γρί-μι ουσ. (ουδ.) {αγριμ-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. άγριο ζώο και ειδικότ. το αγριοκάτσικο της Κρήτης, κρι-κρι: κυνηγημένο/λαβωμένο/πεινασμένο ~. Σπηλιά ~ιού. ~ια του βουνού/του δάσους/του λόγγου. Βρυχηθμοί/κραυγές ~ιών. Πβ. θηρίο. || Σαν πληγωμένο ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος ακοινώνητος, αγροίκος, ατίθασος: Στη φυλακή έγινε ~. Σωστό ~, δεν ακούει κανέναν (: πολύ ζωηρός, για παιδιά). Έχει το βλέμμα ~ιού. ● Υποκ.: αγριμάκι (το) ● ΦΡ.: σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί: για κάποιον που δυσανασχετεί έντονα, που φαίνεται εξαγριωμένος, επειδή αναγκάζεται να μένει περιορισμένος σε έναν χώρο ή αδρανής: Αισθάνεται/κάνει/νιώθει/συμπεριφέρεται ~ ~. [< μεσν. αγρίμιν]
θεριό
θεριό θε-ριό ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.-λογοτ.) κάποιος ή κάτι που χαρακτηρίζεται από αγριότητα ή σφοδρότητα: Λογοφέραμε κι έγινε ~.|| Το κύμα βγήκε ~ στην παραλία!2. (λαϊκό-λογοτ.) άγριο σαρκοφάγο ζώο. ● ΣΥΜΠΛ.: θεριό ανήμερο & ανήμερο θεριό, θηρίο ανήμερο (μτφ.): για κάποιον που εξοργίζεται, εξαγριώνεται, θυμώνει πολύ: Δεν πρόλαβαν να του πουν δεύτερη λέξη κι έγινε ~ ~ (= έγινε θηρίο, έξω φρενών, πυρ και μανία). Πβ. αγρίμι. ● ΦΡ.: φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη (παροιμ.): για να δηλωθεί ο αμοιβαίος φόβος μεταξύ αντίπαλων πλευρών. [< μεσν. θεριό]
λεοπάρδαλη
λεοπάρδαλη λε-ο-πάρ-δα-λη ουσ. (θηλ.) {λεοπαρδάλ-εις, -εων}: ΖΩΟΛ. αιλουροειδές της Αφρικής και της Ν. Ασίας (επιστ. ονομασ. Felis pardus) με καστανόξανθο τρίχωμα που φέρει μαύρες κηλίδες. Πβ. πάνθηρας. Βλ. γατόπαρδος, λιοντάρι, τζάγκουαρ, τίγρη. ● ΣΥΜΠΛ.: φώκια-λεοπάρδαλη & (σπάν.) θαλάσσια λεοπάρδαλη: ΖΩΟΛ. είδος φώκιας (επιστ. ονομασ. Ogmorhinus leptonyx) που ζει στις θάλασσες της Ανταρκτικής. [< μτγν. λεό(παρδος) + αρχ. πάρδαλις, γαλλ. léopard, αγγλ. leopard]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.