Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θηραϊκός , ή, ό θη-ρα-ϊ-κός επίθ. (λόγ.): σαντορινιός. ● ΣΥΜΠΛ.: θηραϊκή γη: ΟΡΥΚΤ. ηφαιστειακό πέτρωμα με υψηλή περιεκτικότητα σε πυρίτιο, το οποίο σχηματίζει γόνιμο έδαφος και χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό. Πβ. ποζολάνη. [< γαλλ. terre de Santorin] [< μτγν. θηραϊκός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.