Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θηριοτροφείο [θηριοτροφεῖο] θη-ρι-ο-τρο-φεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.-ειρων.) σχολείο ή τάξη με πολύ ζωηρά, ατίθασα παιδιά. 2. (σπάν.-παλαιότ.) περιφραγμένη εγκατάσταση, μέσα στην οποία εκτρέφονται άγρια ζώα. Βλ. -τροφείο. [< 2: μτγν. θηριοτροφεῖον ‘μάντρα ζώων’]

-τροφείο

-τροφείο (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. μονάδα εκτροφής ζώων: κυνο~/πτηνο~/χοιρο~ (πβ. -στάσιο).|| Iχθυο~.|| (μτφ.) Θηριο~. 2. ίδρυμα που παρέχει στέγη και τροφή: οικο~/ορφανο~. Βλ. -κομείο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.