θρήνος [θρῆνος] θρή-νος ουσ. (αρσ.): εξωτερίκευση της ψυχικής οδύνης για τον θάνατο προσώπου ή για σημαντική καταστροφή με γοερά κλάματα, κραυγές ή μοιρολόγια: επικήδειος/σπαρακτικός ~. Δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε σε ~ους.|| ~ για το πολύνεκρο δυστύχημα/μακελειό. (εμφατ.) ~ και κοπετός. Πβ. θρηνωδία, οιμωγή, ολοφυρμός. ● ΣΥΜΠΛ.: Επιτάφιος (Θρήνος) βλ. επιτάφιος ● ΦΡ.: θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός βλ. οδυρμός [< αρχ. θρῆνος]
επιτάφιος
επιτάφιος, α, ο [ἐπιτάφιος] ε-πι-τά-φι-ος επίθ.: που έχει τοποθετηθεί σε τάφο ή γίνεται κατά την ταφή: (συνήθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~α: επιγραφή/πλάκα/στήλη. ~ο: επίγραμμα/μνημείο. Πβ. επιτύμβιος.|| (αρχ. ΡΗΤΟΡ.) ~ος: λόγος. Πβ. επικήδειος. ● Ουσ.: Επιτάφιος (ο) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΕΚΚΛΗΣ. κουβούκλιο όπου έχει εναποτεθεί ιερό ύφασμα με εικόνα του νεκρού σώματος του Χριστού και το ίδιο το ύφασμα: ξυλόγλυπτος ~. Η λιτανεία/η πομπή/το προσκύνημα του ~ίου. Συνάντηση ~ίων. Βγαίνει/στολίζεται ο ~. Χιλιάδες πιστοί ακολουθούν τον ~ο. [< μεσν. Επιτάφιος] ● ΣΥΜΠΛ.: Επιτάφιος (Θρήνος): ΕΚΚΛΗΣ. ακολουθία που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή κατά την τελετή της ταφής του Χριστού και την περιφορά του Επιταφίου., τα εγκώμια του Επιταφίου/της Μεγάλης Παρασκευής βλ. εγκώμιο [< αρχ. ἐπιτάφιος]
οδυρμός
οδυρμός [ὀδυρμός] ο-δυρ-μός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): ξέσπασμα σε γοερούς λυγμούς, σπαραγμός: πόνος, θλίψη και ~. Πβ. κοπετός, οιμωγή. ΣΥΝ. ολολυγμός, ολοφυρμός ● ΦΡ.: θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός & κλαυθμός και οδυρμός (ΚΔ): εξωτερίκευση μεγάλης ψυχικής οδύνης. [< αρχ. ὀδυρμός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.