θύμος θύ-μος ουσ. (αρσ.) (σπάν.) 1. ΑΝΑΤ. & θύμος αδένας: αδενικός ιστός πίσω από το στέρνο και κάτω από τον θυρεοειδή αδένα, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος κατά την εμβρυϊκή ηλικία, ενώ ατροφεί σταδιακά μετά το τέλος της εφηβείας και συμμετέχει στην παραγωγή λεμφοκυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος. Βλ. θύμωμα.2. ΒΟΤ. (επίσ.) θυμάρι. [< 1: μτγν. θύμος, γαλλ.-αγγλ. thymus 2: μτγν. ~]
θυμός θυ-μός ουσ. (αρσ.): συναίσθημα έντονης δυσαρέσκειας που εκδηλώνεται με νευρικότητα, υψηλό τόνο φωνής και επιθετική συμπεριφορά: ο ~ του καταλάγιασε/κόπασε/ξεθύμανε/πέρασε με τον χρόνο. Ο ~ του κατευθύνεται/στρέφεται εναντίον τους. Αισθάνομαι/νιώθω ~ό και αγανάκτηση. Τον κυρίευσε/τύφλωσε ο ~. Εκτονώνουν το(ν) ~ό τους. Έγινε κόκκινος από τον ~ό του. Πάνω στον ~ό μου ... Πβ. ζοχάδα, νεύρα, οργή, τσαντίλα, φούρκα. [< αρχ. θυμός]
θυμοσοφία θυ-μο-σο-φί-α ουσ. (θηλ.): βαθιά γνώση της καθημερινής ζωής που εκφράζεται με παροιμίες και γνωμικά: λαϊκή ~. Το πάθημα μάθημα, λέει η ~.
θυμοσοφικός , ή, ό θυ-μο-σο-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη θυμοσοφία: ~ή: διάθεση/ρήση. ~ό: γνωμικό/ρητό/ύφος. ● επίρρ.: θυμοσοφικά [< αρχ. θυμοσοφικός ‘ικανός, έξυπνος’]
θυμόσοφος , η, ο θυ-μό-σο-φος επίθ./ουσ.: που έχει βαθιά γνώση, σοφία της καθημερινής ζωής: ~ος: γέροντας/λαός.~η: διάθεση. [< αρχ. θυμόσοφος ‘σοφός, ευφυής’]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.