Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • θύμος θύ-μος ουσ. (αρσ.) (σπάν.) 1. ΑΝΑΤ. & θύμος αδένας: αδενικός ιστός πίσω από το στέρνο και κάτω από τον θυρεοειδή αδένα, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος κατά την εμβρυϊκή ηλικία, ενώ ατροφεί σταδιακά μετά το τέλος της εφηβείας και συμμετέχει στην παραγωγή λεμφοκυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος. Βλ. θύμωμα. 2. ΒΟΤ. (επίσ.) θυμάρι. [< 1: μτγν. θύμος, γαλλ.-αγγλ. thymus 2: μτγν. ~]
  • θυμός θυ-μός ουσ. (αρσ.): συναίσθημα έντονης δυσαρέσκειας που εκδηλώνεται με νευρικότητα, υψηλό τόνο φωνής και επιθετική συμπεριφορά: ο ~ του καταλάγιασε/κόπασε/ξεθύμανε/πέρασε με τον χρόνο. Ο ~ του κατευθύνεται/στρέφεται εναντίον τους. Αισθάνομαι/νιώθω ~ό και αγανάκτηση. Τον κυρίευσε/τύφλωσε ο ~. Εκτονώνουν το(ν) ~ό τους. Έγινε κόκκινος από τον ~ό του. Πάνω στον ~ό μου ... Πβ. ζοχάδα, νεύρα, οργή, τσαντίλα, φούρκα. [< αρχ. θυμός]
  • θυμοσοφία θυ-μο-σο-φί-α ουσ. (θηλ.): βαθιά γνώση της καθημερινής ζωής που εκφράζεται με παροιμίες και γνωμικά: λαϊκή ~. Το πάθημα μάθημα, λέει η ~.
  • θυμοσοφικός , ή, ό θυ-μο-σο-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη θυμοσοφία: ~ή: διάθεση/ρήση. ~ό: γνωμικό/ρητό/ύφος. ● επίρρ.: θυμοσοφικά [< αρχ. θυμοσοφικός ‘ικανός, έξυπνος’]
  • θυμόσοφος , η, ο θυ-μό-σο-φος επίθ./ουσ.: που έχει βαθιά γνώση, σοφία της καθημερινής ζωής: ~ος: γέροντας/λαός. ~η: διάθεση. [< αρχ. θυμόσοφος ‘σοφός, ευφυής’]

θύμωμα

θύμωμα θύ-μω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. κακοήθης όγκος του θύμου αδένα. [< αρχ. θύμωμα 'οργή, πάθος', γερμ. Thymom, αγγλ. thymoma, 1919]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.