Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θυρεοειδής , ής, ές θυ-ρε-ο-ει-δής επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή παράγεται από αυτόν: ~ές: νεύρο. ~είς: ορμόνες. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. θυρεοειδικός ● ΣΥΜΠΛ.: θυρεοειδής (αδένας): ΑΝΑΤ. ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού και παράγει ορμόνες που ρυθμίζουν τον μεταβολισμό και την αύξηση του βάρους του σώματος: δυσλειτουργία του ~ούς (~α). Βλ. παραθυρεοειδείς αδένες, υπερ-, υπο-θυρεοειδισμός., θυρεοειδής χόνδρος: ΑΝΑΤ. το μήλο του Αδάμ. [< μτγν. θυρεοειδής, γαλλ. thyroïde, αγγλ. thyroid]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.