θυσία θυ-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} (μτφ.) εκούσια προσφορά ή στέρηση αγαθού για την επίτευξη ενός σκοπού: οικονομική/προσωπική ~. ~ για την ελευθερία/την πίστη. Το ιστορικό/μνημείο της ~ας (των αγωνιστών). Με ~ της ζωής τους. Κάνω ~ες (= θυσιάζομαι). Ο πρωταθλητισμός απαιτεί/θέλει ~ες. Με μεγάλες/πολλές ~ες κατόρθωσε να αγοράσει σπίτι. Υφίσταται αιματηρές ~ες. Υποβλήθηκαν σε ~ες.|| (ΘΕΟΛ.) Η σταυρική ~ του Χριστού (= η Σταύρωση). Βλ. αυτο~, εθελο~.2. (παλαιότ.) προσφορά σε θεότητα στο πλαίσιο λατρείας ή τελετουργίας: λατρευτική ~. Βλ. ανθρωπο~, ζωο~.|| (μτφ.) Το περιβάλλον έγινε ~ στον βωμό του κέρδους. ● ΣΥΜΠΛ.: αναίμακτη θυσία βλ. αναίμακτος ● ΦΡ.: έγινα/γίνομαι θυσία για κάποιον (προφ.): ενεργώ με αυταπάρνηση και προσωπικό κόστος, προκειμένου να τον βοηθήσω: Γίνεται ~ για τον γιο της. Είναι ικανός να γίνει ~ για τους φίλους του., πάση θυσία: με κάθε μέσο, με οποιοδήποτε τίμημα: νίκη ~ ~. Πρέπει ~ ~ να προστατεύσουμε τον δασικό μας πλούτο. Πβ. οπωσδήποτε. [< 1: μτγν. θυσία, γαλλ. sacrifice 2: αρχ. ~]
θυσιάζω θυ-σι-ά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θυσία-σα, -σω, -στηκα, -στώ, θυσιάζ-οντας} 1. (μτφ.) προσφέρω ή απαρνούμαι οικειοθελώς κάτι για την επίτευξη ενός σκοπού: ~ει την καριέρα της για χάρη των παιδιών της. ~σε τη ζωή του για την ελευθερία της πατρίδας του. ~ομαι για σένα. Πβ. κάνω θυσίες.2. (παλαιότ.) σκοτώνω με τελετουργικό τρόπο άνθρωπο ή ζώο ως προσφορά στον Θεό ή σε θεότητα. [< μτγν. θυσιάζω, γαλλ. sacrifier]
θυσιαστήριο θυ-σι-α-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΑΡΧ. τόπος ή κατασκευή που προοριζόταν για την τέλεση λατρευτικής θυσίας. Πβ. βωμός.2. ΕΚΚΛΗΣ. (σπάν.) η Αγία Τράπεζα. Βλ. -τήριο. [< μτγν. θυσιαστήριον]
θυσιαστικός , ή, ό θυ-σι-α-στι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από πνεύμα αυτοθυσίας, ανιδιοτελής: ~ός: θάνατος. ~ή: αγάπη/πράξη/προσφορά. Πβ. ανυστερόβουλος.2. (σπάν.) που προορίζεται για τελετουργικές θυσίες: ~ό: ζώο. ● επίρρ.: θυσιαστικά
αναίμακτος
αναίμακτος, η, ο [ἀναίμακτος] α-ναί-μα-κτος επίθ. (λόγ.): που πραγματοποιείται χωρίς αιματοχυσία ή χωρίς αιμορραγία: ~η: εξέγερση/συμπλοκή. ~ο: πραξικόπημα/τροχαίο. ~η απελευθέρωση των ομήρων. ΑΝΤ. αιματηρός, πολυαίμακτος.|| ~η: εγχείρηση/επέμβαση (π.χ. με λέιζερ). ● επίρρ.: αναίμακτα ● ΣΥΜΠΛ.: αναίμακτη θυσία1. ΕΚΚΛΗΣ. το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. 2. ΑΡΧ. & αναίμακτη προσφορά: προσφορά καρπών ή σπονδών σε θεότητα, σε αντιδιαστολή με τη θυσία ζώων. [< αρχ. ἀναίμακτος]
-τήριο
-τήριο{-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~.2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~.3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.