Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • θυσία θυ-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} (μτφ.) εκούσια προσφορά ή στέρηση αγαθού για την επίτευξη ενός σκοπού: οικονομική/προσωπική ~. ~ για την ελευθερία/την πίστη. Το ιστορικό/μνημείο της ~ας (των αγωνιστών). Με ~ της ζωής τους. Κάνω ~ες (= θυσιάζομαι). Ο πρωταθλητισμός απαιτεί/θέλει ~ες. Με μεγάλες/πολλές ~ες κατόρθωσε να αγοράσει σπίτι. Υφίσταται αιματηρές ~ες. Υποβλήθηκαν σε ~ες.|| (ΘΕΟΛ.) Η σταυρική ~ του Χριστού (= η Σταύρωση). Βλ. αυτο~, εθελο~. 2. (παλαιότ.) προσφορά σε θεότητα στο πλαίσιο λατρείας ή τελετουργίας: λατρευτική ~. Βλ. ανθρωπο~, ζωο~.|| (μτφ.) Το περιβάλλον έγινε ~ στον βωμό του κέρδους. ● ΣΥΜΠΛ.: αναίμακτη θυσία βλ. αναίμακτος ● ΦΡ.: έγινα/γίνομαι θυσία για κάποιον (προφ.): ενεργώ με αυταπάρνηση και προσωπικό κόστος, προκειμένου να τον βοηθήσω: Γίνεται ~ για τον γιο της. Είναι ικανός να γίνει ~ για τους φίλους του., πάση θυσία: με κάθε μέσο, με οποιοδήποτε τίμημα: νίκη ~ ~. Πρέπει ~ ~ να προστατεύσουμε τον δασικό μας πλούτο. Πβ. οπωσδήποτε. [< 1: μτγν. θυσία, γαλλ. sacrifice 2: αρχ. ~]
  • θυσιάζω θυ-σι-ά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θυσία-σα, -σω, -στηκα, -στώ, θυσιάζ-οντας} 1. (μτφ.) προσφέρω ή απαρνούμαι οικειοθελώς κάτι για την επίτευξη ενός σκοπού: ~ει την καριέρα της για χάρη των παιδιών της. ~σε τη ζωή του για την ελευθερία της πατρίδας του. ~ομαι για σένα. Πβ. κάνω θυσίες. 2. (παλαιότ.) σκοτώνω με τελετουργικό τρόπο άνθρωπο ή ζώο ως προσφορά στον Θεό ή σε θεότητα. [< μτγν. θυσιάζω, γαλλ. sacrifier]
  • θυσιαστήριο θυ-σι-α-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΑΡΧ. τόπος ή κατασκευή που προοριζόταν για την τέλεση λατρευτικής θυσίας. Πβ. βωμός. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (σπάν.) η Αγία Τράπεζα. Βλ. -τήριο. [< μτγν. θυσιαστήριον]
  • θυσιαστικός , ή, ό θυ-σι-α-στι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από πνεύμα αυτοθυσίας, ανιδιοτελής: ~ός: θάνατος. ~ή: αγάπη/πράξη/προσφορά. Πβ. ανυστερόβουλος. 2. (σπάν.) που προορίζεται για τελετουργικές θυσίες: ~ό: ζώο. ● επίρρ.: θυσιαστικά

αναίμακτος

αναίμακτος, η, ο [ἀναίμακτος] α-ναί-μα-κτος επίθ. (λόγ.): που πραγματοποιείται χωρίς αιματοχυσία ή χωρίς αιμορραγία: ~η: εξέγερση/συμπλοκή. ~ο: πραξικόπημα/τροχαίο. ~η απελευθέρωση των ομήρων. ΑΝΤ. αιματηρός, πολυαίμακτος.|| ~η: εγχείρηση/επέμβαση (π.χ. με λέιζερ). ● επίρρ.: αναίμακτα ● ΣΥΜΠΛ.: αναίμακτη θυσία 1. ΕΚΚΛΗΣ. το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. 2. ΑΡΧ. & αναίμακτη προσφορά: προσφορά καρπών ή σπονδών σε θεότητα, σε αντιδιαστολή με τη θυσία ζώων. [< αρχ. ἀναίμακτος]

-τήριο

-τήριο{-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.