Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θωράκιο θω-ρά-κι-ο ουσ. (ουδ.) (επιστ.) 1. προστατευτικό ή διαχωριστικό τοιχίο ή στηθαίο. ΣΥΝ. παραπέτο (1) 2. (στη βυζαντινή αρχιτεκτονική) διάτρητη ή ανάγλυφη πλάκα που φράσσει τα διαστήματα μεταξύ των κιόνων μαρμάρινου τέμπλου: ~ ναού. [< 1: μτγν. θωράκιον ‘έπαλξη, προστατευτικό κλουβί’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.