Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • θύλακας θύ-λα-κας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) θύλακος 1. ΦΥΣΙΟΛ. σακοειδές μόρφωμα ποικίλου μεγέθους που περιβάλλει όργανα του σώματος: αρθρικός (πβ. κάψα1)/περιοδοντικός ~. ~ της τρίχας (= τριχικός ~). 2. ΒΟΤ. καρπός που το περικάρπιό του περιέχει συνήθ. πολλά σπέρματα. 3. ΣΤΡΑΤ. περιοχή η οποία ελέγχεται από στράτευμα, αλλά έχει περικυκλωθεί από εχθρικές στρατιωτικές δυνάμεις: ~ες αντίστασης. 4. (μτφ.-επίσ.) έδαφος στο εσωτερικό ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής στο οποίο κατοικεί πληθυσμιακή ομάδα που διαφοροποιείται φυλετικά, κοινωνικά, γλωσσικά από τους γύρω πληθυσμούς που την περιβάλλουν· η αντίστοιχη πληθυσμιακή ομάδα. 5. (μτφ.) οτιδήποτε διαφοροποιείται από το ευρύτερο σύνολο στο οποίο ανήκει, αποτελώντας πεδίο για την ανάπτυξη δραστηριότητας ή φαινομένου: ~ες υποστήριξης της επιχειρηματικότητας. Πβ. νησίδα. [< αρχ. θύλακος, μτγν. θύλαξ 1,2: γαλλ. sac 3,5: γαλλ. poche 4: αγγλ. enclave, 1945]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.