θύλακας θύ-λα-κας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) θύλακος 1. ΦΥΣΙΟΛ. σακοειδές μόρφωμα ποικίλου μεγέθους που περιβάλλει όργανα του σώματος: αρθρικός (πβ. κάψα1)/περιοδοντικός ~. ~ της τρίχας (= τριχικός ~).2. ΒΟΤ. καρπός που το περικάρπιό του περιέχει συνήθ. πολλά σπέρματα. 3. ΣΤΡΑΤ. περιοχή η οποία ελέγχεται από στράτευμα, αλλά έχει περικυκλωθεί από εχθρικές στρατιωτικές δυνάμεις: ~ες αντίστασης.4. (μτφ.-επίσ.) έδαφος στο εσωτερικό ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής στο οποίο κατοικεί πληθυσμιακή ομάδα που διαφοροποιείται φυλετικά, κοινωνικά, γλωσσικά από τους γύρω πληθυσμούς που την περιβάλλουν· η αντίστοιχη πληθυσμιακή ομάδα. 5. (μτφ.) οτιδήποτε διαφοροποιείται από το ευρύτερο σύνολο στο οποίο ανήκει, αποτελώντας πεδίο για την ανάπτυξη δραστηριότητας ή φαινομένου: ~ες υποστήριξης της επιχειρηματικότητας. Πβ. νησίδα. [< αρχ. θύλακος, μτγν. θύλαξ 1,2: γαλλ. sac 3,5: γαλλ. poche 4: αγγλ. enclave, 1945]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.