Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ιβίσκος [ἰβίσκος] ι-βί-σκος ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. γένος φυτών (Hibiscus, ιδ. H. rosa-simensis) που περιλαμβάνει ποώδη ή θαμνώδη είδη, τα οποία καλλιεργούνται σε θερμά κλίματα συνήθ. ως καλλωπιστικά. [< μτγν. ἰβίσκος ‘μολόχα’, γαλλ.-αγγλ. hibiscus]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.