ιδεοληπτικός , ή, ό [ἰδεοληπτικός] ι-δε-ο-λη-πτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ιδεοληψία ή (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αυτή: (ΨΥΧΙΑΤΡ.) ~ή: νεύρωση. ~ές: εμμονές. Βλ. παρανοϊκός, φοβικός, ψυχαναγκαστικός.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ., ως ουσ.) Φανατικοί ~οί. ● επίρρ.: ιδεοληπτικά [< γαλλ. obsessionnel]
ιδεοληψία [ἰδεοληψία] ι-δε-ο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. επίμονη και επαναλαμβανόμενη ιδέα, εικόνα ή συναισθηματική κατάσταση που επιβάλλεται στη συνείδηση του ατόμου παρά τη θέλησή του και συνήθ. δημιουργεί έντονο άγχος. Πβ. έμμονη ιδέα, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Βλ. μανία, νεύρωση, ψυχαναγκασμός.2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) εμμονή σε ιδεολογία: θρησκευτική ~. Πολιτικές ~ες. Βλ. -ληψία. [< γαλλ. obsession]
-ληψία
-ληψίαεπίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται 1. στη λήψη: αιμο~ (βλ. -δοσία)/δειγματο~.2. (μτφ.) στην κυρίευση, κατοχή: δαιμονο~ (= δαιμονοπληξία)/θρησκο~/ιδεο~. Βλ. -μανία.3. στην αποδοχή, ανάληψη εκτέλεσης: εργο~.4. στην καταγραφή με μηχανικά μέσα εικόνας ή/και ήχου: εικονο~/ηχο~.
μανία
μανίαμα-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. υπερβολικά έντονη επιθυμία για κάτι, με αποτέλεσμα τη συνεχή ενασχόληση με αυτό, πάθος, τρέλα: ~ για αγορές/με τα σπορ. Βλ. βιβλιο~, γραφο~. ΣΥΝ. κόλλημα (1), λόξα (1), ψύχωση (1) 2. μένος, λύσσα: η εκδικητική ~ των εξαγριωμένων. Πβ. αλλοφροσύνη.3. ΨΥΧΙΑΤΡ. παθολογική ψυχοπνευματική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από υπερδραστηριότητα, υπέρμετρο ενθουσιασμό, διαταραγμένες σκέψεις και γενικότ. αποδιοργάνωση της συμπεριφοράς. Πβ. έμμονη ιδέα, μανιοκαταθλιπτική ψύχωση. Βλ. ιδεοληψία, υπο~. ● ΣΥΜΠΛ.: μανία καταδίωξης/καταδιώξεως βλ. καταδίωξη ● ΦΡ.: μετά μανίας: με πολύ μεγάλο και έντονο ζήλο: Κατεβάζει ~ ~ προγράμματα από το ίντερνετ., πυρ και μανία βλ. πυρ [< αρχ. μανία, γαλλ. manie, αγγλ. mania]
παρανοϊκός
παρανοϊκός, ή, ό πα-ρα-νο-ϊ-κός επίθ. 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την παράνοια: ~ός: δολοφόνος. ~ή: προσωπικότητα/ψύχωση.2. (μτφ.) παράλογος: ~ός: κόσμος. ~ή: ιδέα/σκέψη/συμπεριφορά. ~ό: σχέδιο. Μη λες ~ά πράγματα. ΑΝΤ. λογικός (1) ● Ουσ.: παρανοϊκός, παρανοϊκή (ο/η) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. αυτός που πάσχει από παράνοια. Πβ. παράφρων.2. (μτφ.) τρελός. ● επίρρ.: παρανοϊκά [< γαλλ. paranoïaque, αγγλ. paranoi(a)c]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.