Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ιδεοληπτικός , ή, ό [ἰδεοληπτικός] ι-δε-ο-λη-πτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ιδεοληψία ή (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αυτή: (ΨΥΧΙΑΤΡ.) ~ή: νεύρωση. ~ές: εμμονές. Βλ. παρανοϊκός, φοβικός, ψυχαναγκαστικός.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ., ως ουσ.) Φανατικοί ~οί. ● επίρρ.: ιδεοληπτικά [< γαλλ. obsessionnel]
  • ιδεοληψία [ἰδεοληψία] ι-δε-ο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. επίμονη και επαναλαμβανόμενη ιδέα, εικόνα ή συναισθηματική κατάσταση που επιβάλλεται στη συνείδηση του ατόμου παρά τη θέλησή του και συνήθ. δημιουργεί έντονο άγχος. Πβ. έμμονη ιδέα, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Βλ. μανία, νεύρωση, ψυχαναγκασμός. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) εμμονή σε ιδεολογία: θρησκευτική ~. Πολιτικές ~ες. Βλ. -ληψία. [< γαλλ. obsession]

-ληψία

-ληψίαεπίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται 1. στη λήψη: αιμο~ (βλ. -δοσία)/δειγματο~. 2. (μτφ.) στην κυρίευση, κατοχή: δαιμονο~ (= δαιμονοπληξία)/θρησκο~/ιδεο~. Βλ. -μανία. 3. στην αποδοχή, ανάληψη εκτέλεσης: εργο~. 4. στην καταγραφή με μηχανικά μέσα εικόνας ή/και ήχου: εικονο~/ηχο~.

μανία

μανίαμα-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. υπερβολικά έντονη επιθυμία για κάτι, με αποτέλεσμα τη συνεχή ενασχόληση με αυτό, πάθος, τρέλα: ~ για αγορές/με τα σπορ. Βλ. βιβλιο~, γραφο~. ΣΥΝ. κόλλημα (1), λόξα (1), ψύχωση (1) 2. μένος, λύσσα: η εκδικητική ~ των εξαγριωμένων. Πβ. αλλοφροσύνη. 3. ΨΥΧΙΑΤΡ. παθολογική ψυχοπνευματική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από υπερδραστηριότητα, υπέρμετρο ενθουσιασμό, διαταραγμένες σκέψεις και γενικότ. αποδιοργάνωση της συμπεριφοράς. Πβ. έμμονη ιδέα, μανιοκαταθλιπτική ψύχωση. Βλ. ιδεοληψία, υπο~. ● ΣΥΜΠΛ.: μανία καταδίωξης/καταδιώξεως βλ. καταδίωξη ● ΦΡ.: μετά μανίας: με πολύ μεγάλο και έντονο ζήλο: Κατεβάζει ~ ~ προγράμματα από το ίντερνετ., πυρ και μανία βλ. πυρ [< αρχ. μανία, γαλλ. manie, αγγλ. mania]

παρανοϊκός

παρανοϊκός, ή, ό πα-ρα-νο-ϊ-κός επίθ. 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την παράνοια: ~ός: δολοφόνος. ~ή: προσωπικότητα/ψύχωση. 2. (μτφ.) παράλογος: ~ός: κόσμος. ~ή: ιδέα/σκέψη/συμπεριφορά. ~ό: σχέδιο. Μη λες ~ά πράγματα. ΑΝΤ. λογικός (1) ● Ουσ.: παρανοϊκός, παρανοϊκή (ο/η) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. αυτός που πάσχει από παράνοια. Πβ. παράφρων. 2. (μτφ.) τρελός. ● επίρρ.: παρανοϊκά [< γαλλ. paranoïaque, αγγλ. paranoi(a)c]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.