Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ιδεοληπτικός , ή, ό [ἰδεοληπτικός] ι-δε-ο-λη-πτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ιδεοληψία ή (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αυτή: (ΨΥΧΙΑΤΡ.) ~ή: νεύρωση. ~ές: εμμονές. Βλ. παρανοϊκός, φοβικός, ψυχαναγκαστικός.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ., ως ουσ.) Φανατικοί ~οί. ● επίρρ.: ιδεοληπτικά [< γαλλ. obsessionnel]

παρανοϊκός

παρανοϊκός, ή, ό πα-ρα-νο-ϊ-κός επίθ. 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την παράνοια: ~ός: δολοφόνος. ~ή: προσωπικότητα/ψύχωση. 2. (μτφ.) παράλογος: ~ός: κόσμος. ~ή: ιδέα/σκέψη/συμπεριφορά. ~ό: σχέδιο. Μη λες ~ά πράγματα. ΑΝΤ. λογικός (1) ● Ουσ.: παρανοϊκός, παρανοϊκή (ο/η) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. αυτός που πάσχει από παράνοια. Πβ. παράφρων. 2. (μτφ.) τρελός. ● επίρρ.: παρανοϊκά [< γαλλ. paranoïaque, αγγλ. paranoi(a)c]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.