Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ιδιόμελο [ἰδιόμελο] ι-δι-ό-με-λο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έλου}: ΕΚΚΛΗΣ. τροπάριο που έχει δική του μελωδία και δεν αποτελεί μουσικό ή ποιητικό πρότυπο για άλλα: στιχηρό ~. Βλ. -μελο. ΑΝΤ. αυτόμελο [< μεσν. ιδιόμελον (ενν. τροπάριον)]

-μελο

-μελο β΄ συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει 1. το μέλι που προέρχεται από αυτό που σημαίνει το α΄συνθετικό: ανθό~/βαμβακό~/δασό~/ελατό~/θυμαρό~/καστανό~/πευκό~/ρεικό~/χαρουπό~.|| ρακο~. 2. τη μελωδία: αυτό~/ιδιό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.