Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • ιερός , ή/(λόγ.) ά, ό [ἱερός] ι-ε-ρός επίθ. 1. (συχνά με κεφαλ. Ι) που αναφέρεται στον Θεό, στα θεία, στη θρησκεία ή που έχει μεγάλη θρησκευτική σημασία: ~ός: μήνας/ναός/τόπος (βλ. προσκύνημα)/ύμνος/χορός. ~ή: ακολουθία/εικόνα/κοινότητα/λειτουργία (= Θεία)/Μονή/μορφή/πηγή (= αγίασμα)/προσευχή/συγκίνηση/σύναξη. ~ό: ανάγνωσμα/ένδυμα/λείψανο/μυστήριο/νησί. ~ές: τελετές. ~ά: άμφια. Η ~ά Αρχιεπισκοπή/Μητρόπολη. Βλ. πανίερος.|| (για Άγιο, συνήθ. λόγιο) Ο ~ Αυγουστίνος/Φώτιος.|| Τα ~ά ζώα αρχαίων πολιτισμών. 2. που του οφείλουμε σεβασμό, γιατί έχει μεγάλη ηθική αξία και σημασία: ~ός: αγώνας/θεσμός/όρκος/σκοπός. ~ή: αποστολή/γη/ιδέα/μνήμη/προσφορά/υποχρέωση/φλόγα. ~ό: καθήκον/όνομα/πρόσωπο/σύμβολο/χρέος. ~ά: χώματα (= άγια). Πβ. αξιοσέβαστος, σεβαστός. ΑΝΤ. ανίερος 3. ΑΝΑΤ. που βρίσκεται κοντά στο ιερό οστό: ~ός: σπόνδυλος. ~ή: αρτηρία/μοίρα. ~ά: τρήματα. ● ΣΥΜΠΛ.: Ιερά Γράμματα: ΘΕΟΛ. η Αγία Γραφή. Πβ. Βίβλος., ιερά νόσος (ευφημ.-παλαιότ.): επιληψία., Ιερά Σύνοδος: ΕΚΚΛΗΣ. το ανώτατο διοικητικό όργανο κάθε αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας., ιερή τέχνη: που υπηρετεί τη θρησκευτική λατρεία: η ~ ~ της αγιογραφίας., Ιερό Βιβλίο/Κείμενο: ΘΡΗΣΚ. γραπτό, συνήθ. παλαιό έργο, που θεωρείται θεόπνευστο και αποτελεί τη βάση της πίστης και της λατρευτικής ζωής σε μια θρησκεία: τα ~ά ~α του Χριστιανισμού (πβ. Αγία Γραφή).|| Τα ~ά ~α του Ινδουισμού (πβ. Βέδες)/Ιουδαϊσμού (πβ. Ταλμούδ, Τορά)/Μουσουλμανισμού (πβ. Κοράνι). ΣΥΝ. Ιερές Γραφές, ιερό οστό & (λόγ.) ιερό οστούν: ΑΝΑΤ. τριγωνικό οστό που βρίσκεται στο κάτω άκρο της σπονδυλικής στήλης. Βλ. κόκκυγας., ιερός/θρησκευτικός πόλεμος: που γίνεται στο όνομα μιας θρησκείας. Βλ. σταυροφορία, τζιχάντ., (Ιερά) Σύνοψη βλ. σύνοψη, Διαρκής Iερά Σύνοδος βλ. σύνοδος, θείος/ιερός νόμος βλ. νόμος, Ιερά Εξέταση βλ. εξέταση, ιερά σινδόνη βλ. σινδόνη, ιερά σκεύη βλ. σκεύος, ιερά τέρατα βλ. τέρας, Ιερά/Ιερή Παράδοση βλ. παράδοση, Ιερές Γραφές βλ. γραφή, ιερή αγελάδα βλ. αγελάδα, ιερή αποδημία βλ. αποδημία, ιερή πόλη βλ. πόλη, ιερό άλσος βλ. άλσος, ιερό τοτέμ βλ. τοτέμ, Ιερό/Άγιο Βήμα βλ. βήμα, ιεροί/θείοι κανόνες βλ. κανόνας, ιερός χώρος βλ. χώρος, ο Ιερός Βράχος βλ. βράχος ● ΦΡ.: δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο: δεν σέβεται τίποτα, δεν έχει ηθικούς φραγμούς, είναι αδίστακτος, αχρείος., σε ό,τι έχω ιερό: (σε όρκο): Σας τ' ορκίζομαι ~ ~, δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο., τα ιερά και τα όσια: το σύνολο των αξιών και γενικότ. ό,τι πιο ιερό έχει κάποιος: ~ ~ της πατρίδας/πίστης/φυλής. Βεβηλώνω/θίγω/προσβάλλω ~ ~ κάποιου. Πβ. θεία (τα). ● βλ. ιερό [< αρχ. ἱερός]
  • ιεροσπουδαστήριο [ἱεροσπουδαστήριο] ι-ε-ρο-σπου-δα-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.): ΘΡΗΣΚ. ιεροδιδασκαλείο.
  • ιεροσπουδαστής [ἱεροσπουδαστής] ι-ε-ρο-σπου-δα-στής ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που φοιτά σε ιεροσπουδαστήριο.
  • ιεροσυλία [ἱεροσυλία] ι-ε-ρο-συ-λί-α ουσ. (θηλ.): κλοπή ιερών αντικειμένων από εκκλησία και κατ' επέκτ. κάθε πράξη η οποία προσβάλλει την ιερότητα προσώπου, αντικειμένου, θεσμού: Διέπραξε ~. Η σύληση των τάφων αποτελεί ~.|| (μτφ.) Πολλοί χαρακτήρισαν τη διασκευή του έργου ~. Είναι ~ να τον συγκρίνεις με ... Πβ. ασέβεια, βεβήλωση, βλασφημία, σπίλωση. [< αρχ. ἱεροσυλία]
  • ιερόσυλος , η, ο [ἱερόσυλος] ι-ε-ρό-συ-λος επίθ.: (για πράξη) που αποτελεί ιεροσυλία: ~η επίθεση σε Μονή. Πβ. ανόσιος, ασεβής, βέβηλος. ● Ουσ.: ιερόσυλος (ο): πρόσωπο που διαπράττει ιεροσυλία: ~οι έκλεψαν βυζαντινές εικόνες. Στόχος ~ων έγινε ο ιερός ναός ... Πβ. αγιογδύτης. ● επίρρ.: ιερόσυλα [< αρχ. ἱερόσυλος]
  • ιεροσύνη [ἱεροσύνη] ι-ε-ρο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) ΕΚΚΛΗΣ. 1. η ιερατική ιδιότητα ή το ιερατικό αξίωμα: οι βαθμίδες/βαθμοί της ~ης (: διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Βλ. αρχ~, -οσύνη. 2. χειροτονία ιερέα, ως ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας. [< μτγν. ἱεροσύνη]

αγελάδα

αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]

άλσος

άλσος [ἄλσος] άλ-σος ουσ. (ουδ.) {άλσ-ους | -η, -ών}: μικρό, συνήθ. τεχνητό, δάσος μέσα ή κοντά σε αστική περιοχή: δημοτικό/περιαστικό ~. Ανάπλαση του ~ους. Πβ. πάρκο. ● Υποκ.: αλσάκι (το): Πβ. δασάκι. ΣΥΝ. αλσύλλιο ● ΣΥΜΠΛ.: ιερό άλσος: ΑΡΧ. αφιερωμένο σε θεό ή θεότητα, όπου βρίσκεται συνήθ. ιερό οικοδόμημα: το ~ ~ της Δήμητρας/των Μουσών. Πβ. τέμενος. [< αρχ. ἄλσος]

αποδημία

αποδημία [ἀποδημία] α-πο-δη-μί-α ουσ. (θηλ.) & αποδήμηση 1. (λόγ.) απομάκρυνση από την πατρίδα και εγκατάσταση σε άλλη χώρα· συνεκδ. οι κοινότητες των ομοεθνών μεταναστών, η ομογένεια: παράνομη ~. ~ προσφύγων. Πβ. μετανάστευση. Βλ. επαναπατρισμός, παλιννόστηση.|| Οι οργανώσεις της ~ας (= των αποδήμων). Βλ. διασπορά. 2. ΒΙΟΛ. εποχική μετακίνηση ορισμένων ζώων, κυρ. πτηνών, σε άλλον τόπο, κατάλληλο για την επιβίωση ή την αναπαραγωγή τους: εαρινή/φθινοπωρινή ~. ~ πουλιών/ψαριών. ΑΝΤ. ενδημία (2) ● ΣΥΜΠΛ.: απαγόρευση αποδημίας: ΝΟΜ. απαγόρευση εξόδου από τη χώρα ατόμων, εναντίον των οποίων εκκρεμεί ποινική δίωξη ή κατηγορία για ανυποταξία: Ήρθη η ~ ~ σε βάρος του ..., ιερή αποδημία: ΕΚΚΛΗΣ. ομαδικό συνήθ. προσκυνηματικό ταξίδι: ~ ~ (= προσκύνημα) στους Αγίους Τόπους. ● ΦΡ.: αποδημία εις Κύριον: ΕΚΚΛΗΣ. θάνατος: ~ ~ του μακαριστού Μητροπολίτου ... Πβ. εκδημία. [< αρχ. ἀποδημία ‘το να πηγαίνει ή να μένει κανείς στο εξωτερικό’, μτγν. ~ ‘θάνατος’, γαλλ. migration]

βήμα

βήμα [βῆμα] βή-μα ουσ. (ουδ.) {βήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθεμία από τις κινήσεις που κάνει κάποιος εναλλάξ, όταν περπατά, σηκώνοντας το ένα πόδι και κατεβάζοντάς το μπροστά από το άλλο· κατ' επέκτ. βηματισμός και ειδικότ. τρόπος βαδίσματος, περπατήματος: Προχωρούσε με μεγάλα (= δρασκελιές)/μικρά ~ατα. Έκανε μερικά ~ατα μπροστά/πίσω (πβ. οπισθοχωρώ)/προς την πόρτα.|| Αποφασιστικό/αργό/βαρύ/βιαστικό/γρήγορο/διστακτικό/ζωηρό/κουρασμένο/σταθερό/στρατιωτικό ~. Επιτάχυνε το ~ της. (για ζώο) Το ~ του αλόγου (βλ. καλπασμός). Ψηφιακός μετρητής ~άτων (: εργομετρικό όργανο γυμναστικής).|| (μτφ.) Τα έργα προχωρούν με γοργά ~ατα (= με γρήγορους ρυθμούς).|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ., ο ήχος των ~άτων:) Άκουσα ~ατα πίσω μου.|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) Άφησε τα ~ατά (= αποτυπώματα, ίχνη, πατημασιές, χνάρια) της στην άμμο.|| (μτφ., για να δηλωθεί κοντινή απόσταση) Στεκόταν δύο ~ατα πιο πέρα. Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά· λίγα/πέντε ~ατα από την πλατεία. 2. (μτφ.) ενέργεια, προσπάθεια ή συμβάν που οδηγεί προοδευτικά στην επίτευξη ενός στόχου: ~ατα βελτίωσης (της σχέσης τους)/προόδου (ενάντια στον καρκίνο)/προσέγγισης (μεταξύ των δύο χωρών). Έχουν γίνει αποφασιστικά/καθοριστικά/κρίσιμα/ουσιαστικά/σημαντικά ~ατα για την επίλυση του προβλήματος (βλ. άλμα). Έκαναν ένα ~ προς αυτή την κατεύθυνση. Ό,τι πετύχαμε είναι ένα πρώτο ~. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά/να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα επόμενά μας ~ατα. Πβ. δραστηριότητα, κίνηση. Βλ. διάβημα. 3. (μτφ.) καθένα από τα στάδια μιας διαδικασίας: (σε οδηγίες) ~ 1ο(ν): κάνετε κλικ στο εικονίδιο ... ~ 2ο(ν): Πληκτρολογείτε ... Πέντε απλά/βασικά ~ατα για σύνδεση στο ίντερνετ. Ακολουθήστε τα ~ατα προσεκτικά. Τα ~ατα ενός αλγορίθμου. 4. {συνήθ. στον πληθ.} οποιαδήποτε από τις κινήσεις των ποδιών στον χορό: Μαθαίνω τα ~ατα του χασάπικου. (σε μάθημα) (Κάνεις) ένα ~ μπρος, ένα ~ αριστερά ... 5. (μτφ.) χώρος έκφρασης και ανταλλαγής απόψεων: ανοιχτό/δημόσιο/ελεύθερο ~. ~ διαλόγου/ιδεών/συζήτησης. Ας μας δοθεί ένα ~, για να πούμε τη γνώμη μας.|| (τίτλος ιστότοπου ή περιοδικού:) Εκπαιδευτικό ~. 6. βάθρο, εξέδρα, συνήθ. κοινοβουλίου: Ανέβηκε στο/κατέβηκε από το ~. Εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ/μίλησε από το ~ της Βουλής. Πβ. πόντιουμ. 7. {συνήθ. στον εν.} ρυθμικός βηματισμός (π.χ. σε παρέλαση): Έχασε το ~ του (: τον συγχρονισμό του με τους άλλους). Άλλαξε το ~ σου! Έδινε το ~ με τη σφυρίχτρα (: καθόριζε τον ρυθμό του βαδίσματος). 8. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές σπείρες (π.χ. βίδας) ή προεξοχές (π.χ. οδοντωτού τροχού). Πβ. πάσο.βήματα (τα): ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ο κάτοχος της μπάλας μετακινεί τα πόδια του, χωρίς να τη χτυπήσει στο έδαφος, ή (π.χ. στο μπάσιμο) κάνει περισσότερα από τα δύο επιτρεπόμενα βήματα. ● Υποκ.: βηματάκι (το): στις σημ. 1-3. ● ΣΥΜΠΛ.: βήμα/βάδισμα (της) χήνας: στρατιωτικός βηματισμός κατά τον οποίο τα πόδια κινούνται ψηλά, χωρίς να κάμπτονται τα γόνατα: παρέλαση με ~ ~. [< γαλλ. pas de l'oie] , Ιερό/Άγιο Βήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό χριστιανικού ναού. ΣΥΝ. άβατο (2), τα Άγια των Αγίων (1), βήμα κουκκίδας βλ. κουκκίδα ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα 1. βαδίζω πίσω από κάποιον, παρακολουθώντας τον στενά: (κυριολ.) Οι τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούσαν ~ ~ το δημοφιλές ζευγάρι.|| (μτφ.) Η ομάδα ακολουθεί ~ ~ την πρωτοπόρο της βαθμολογίας. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά πόδας (3) 2. (μτφ.) εφαρμόζω κάτι χωρίς παρεκκλίσεις: Ακολούθησα ~ τις συμβουλές του. 3. (μτφ.) αντιγράφω πιστά, μιμούμαι: Το νέο μοντέλο ακολουθεί ~ το προηγούμενο της ίδιας εταιρείας., ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια & ακολουθώ τα/βαδίζω στα ίχνη κάποιου (μτφ.): κινούμαι στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον, έχοντάς τον ως πρότυπο, ακολουθώ το παράδειγμά του: ~εί ~ του πατέρα/προκατόχου του. Η ελληνική αγορά ~εί τα χνάρια/~ει στα χνάρια της ευρωπαϊκής. [< γαλλ. marcher sur les pas de quelqu'un] , ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου 1. περπατώ πιο γρήγορα: Άνοιξε το ~ του για να την προλάβει. 2. (μτφ.) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία είναι έτοιμη ν' ανοίξει ~ της στην Ευρώπη. Πβ. ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά μου., βήμα-βήμα/βήμα προς βήμα/κατά βήμα: προσεκτικά, πιστά (και χωρίς παρεκκλίσεις)· αργά και σταθερά: Ακολουθήστε ~ ~ τις οδηγίες εγκατάστασης!|| Οι προσπάθειες προσέγγισης πάνε/προχωρούν βήμα-βήμα. [< γαλλ. pas à pas] , δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα 1. (κυριολ.) δεν (μετα)κινούμαι: Όλη μέρα δεν ~ει ~ από τον καναπέ.|| (μτφ.) Η μητέρα του δεν τον αφήνει να κάνει ~ μακριά της (: τον παρακολουθεί στενά, δεν τον αφήνει ελεύθερο). 2. (μτφ.) δεν υποχωρώ: Δεν θα ~ουμε ~ πίσω από τις διεκδικήσεις μας., δεν κάνω βήμα χωρίς ...: δεν προβαίνω σε κάποια ενέργεια, χωρίς κάποιον ή κάτι πολύ απαραίτητο: Δεν ~ει ~ χωρίς τον άνδρα της/το κινητό του. Δεν μπορεί να κάνει ~ χωρίς τα γυαλιά του. ΣΥΝ. δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι [< γαλλ. ne pas faire un pas sans] , ένα βήμα (πριν) από (μτφ.): λίγο πριν από κάτι: Απέχει ~ ~ την τρέλα/τη χρεοκοπία., ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω (μτφ.): για ανακοπή της αναπτυξιακής ή εξελικτικής πορείας, πισωγύρισμα: Οι διαπραγματεύσεις πάνε ~ ~., ένα βήμα πιο κοντά: για να δηλωθεί πλησίασμα, προσέγγιση: Έλα ~ ~ (= πλησίασε)!|| Εμβόλιο που φέρνει τους επιστήμονες ~ ~ στην αντιμετώπιση της ασθένειας., κάνει τα πρώτα (του) βήματα 1. (μτφ.) βρίσκεται στο ξεκίνημα, στις αρχές: Στην επαρχία έκανε τα πρώτα της (δειλά/διστακτικά) ~ στο τραγούδι.|| Τα πρώτα βήματα του διαδικτύου/του κινηματογράφου. 2. μαθαίνει να περπατά: (κυριολ. για παιδί) Μόλις άρχισε να κάνει ~ ~.|| (μτφ.) Μαζί κάναμε τα πρώτα μας ~ατα (= μεγαλώσαμε παρέα)., κάνω το πρώτο βήμα (μτφ.): κάνω την αρχή, την πρώτη κίνηση: Περιμένει απ' αυτόν να ~ει ~.|| Έγινε το πρώτο βήμα για ... [< γαλλ. faire le premier pas] , τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) (μτφ.): κατευθύνομαι ενστικτωδώς: Τα ~ατά του τον έφεραν/οδήγησαν γρήγορα στο κέντρο της πόλης., το μετέωρο βήμα: για κάτι που επιχειρείται διστακτικά, με έλλειψη αποφασιστικότητας και χωρίς ελπίδα ή πιθανότητες επιτυχίας: ~ ~ προς την εγκαθίδρυση της ειρήνης., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά βλ. μπροστά, με βήμα σημειωτόν βλ. σημειωτόν, με ρυθμούς χελώνας βλ. χελώνα, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου βλ. σέρνω [< αρχ. βῆμα, γαλλ. pas, αγγλ. step]

βράχος

βράχος βρά-χος ουσ. (αρσ.) {βράχοι κ. βράχια (τα)} 1. σκληρή και συμπαγής ορυκτή μάζα: απότομος/φυσικός/ψηλός ~. Αναρρίχηση ~ου. Κατολισθήσεις/πτώσεις ~ων. Εκκλησάκι πάνω στον ~ο/στους πρόποδες του ~ου. Το κοίλο του θεάτρου είναι λαξευμένο στον ~ο. Σκαρφάλωσε στον ~ο. 2. (μτφ., για πρόσ.) σταθερός, συνεπής, ανυποχώρητος στις απόψεις και στις αξίες του: ~ ηθικής. Τον πίεσαν, προσπάθησαν να τον δωροδοκήσουν, αλλά αυτός ~. Βλ. αγκωνάρι.βράχια (τα): βραχώδης έκταση στην ξηρά ή μέσα στη θάλασσα: ~ της ακτής. Βουτιές από τα ~.|| Παραλίες με άμμο και βότσαλα ή ~. Πβ. σκόπελος, ύφαλος. ● Υποκ.: βραχάκι (το): Βλ. βραχάκια. ● ΣΥΜΠΛ.: ζωντανός βράχος: που προέρχεται από ύφαλο ωκεανού και εισάγεται σε ενυδρείο αλμυρού νερού, όπως βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον, δηλ. καλυμμένος με αποικίες μικροοργανισμών. [< αγγλ. live rock] , ο Ιερός Βράχος: η Ακρόπολη., βράχος ακλόνητος βλ. ακλόνητος [< μεσν. βράχος]

γραφή

γραφή γρα-φή ουσ. (θηλ.) 1. αναπαράσταση του λόγου με γραπτά σημεία (γράμματα) και ιδ. κάθε σύστημα γραφικών συμβόλων: αλφαβητική/βυζαντινή/εβραϊκή/εικονογραφική/ελληνική/επίσημη/ιαπωνική/ιερογλυφική/ιστορική (βλ. ετυμολογία)/κινεζική/λατινική/μουσική/συλλαβογραφική/σφηνοειδής/φωνητική ~. Ανάγλυφη (= σύστημα/γραφή Μπράιγ)/ηλεκτρονική/μονοτονική/πολυτονική ~. Κεφαλαιογράμματη/μεγαλογράμματη/μικρογράμματη ~. ~ των αριθμών. Αλγεβρική ~.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) Έντονη (= μπολντ)/πλάγια/υπογραμμισμένη ~. 2. γράψιμο· ειδικότ. γραφικός χαρακτήρας: ορθή ~ (βλ. ορθογραφία). ~ του ονόματος με λατινικούς χαρακτήρες. Δεξιότητες/διαταραχές ~ής (βλ. δυσγραφία). Εξάσκηση του μαθητή στο κείμενο καθ' υπαγόρευση και στην ελεύθερη ~. Μαθαίνει ~ και ανάγνωση.|| Δυσανάγνωστη/ευανάγνωστη ~. Βλ. ανα~, αντι~, δια~, εγ~, επι~, μετα~, κακο-, καλλι-γραφία, παρα~, προ~. 3. ύφος κειμένου ή άλλου καλλιτεχνικού έργου: δημοσιογραφική/ειρωνική/επιστημονική/θεατρική/λογοτεχνική ~. Γυναικεία/ιδιόρρυθμη/ιδιότυπη/λακωνική/λιτή/προσωπική/πρωτότυπη/πυκνή/σατιρική/συμβολική/υπαινικτική ~. Πβ. γραφίδα, πένα.|| Σκηνοθέτης/ταινία με ανατρεπτική/αντισυμβατική/μοντέρνα ~. Ο καλλιτέχνης καταθέτει τη δική του εικαστική ~. Πβ. στιλ. 4. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. ο τρόπος που γράφεται μια λέξη ή τμήμα κειμένου σε χειρόγραφο που διασώζει αρχαίο κείμενο: εσφαλμένη/ορθή ~. Διαφορετικές ~ές. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία Γραφή: ΘΕΟΛ. το σύνολο των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, η Βίβλος. Πβ. Ιερά Γράμματα, το βιβλίο των βιβλίων., αυτόματη γραφή: ΛΟΓΟΤ. υπερρεαλιστική τεχνική που βασίζεται στον ελεύθερο συνειρμό. Βλ. συγ~. [< γαλλ. écriture automatique] , δημιουργική γραφή & δημιουργικό γράψιμο: μάθημα, σεμιναριακό ή πανεπιστημιακό, με αντικείμενο την καλλιέργεια του γραπτού λόγου και την ανάπτυξη συγγραφικών δεξιοτήτων. [< αγγλ. creative writing, 1922] , Ιερές Γραφές & Γραφές: ΘΡΗΣΚ. ιερά κείμενα: εβραϊκές/χριστιανικές ~ ~ (πβ. Ιερά Γράμματα). Βλ. Βίβλος, Κοράνι, Ταλμούδ., αναδυόμενη γραφή βλ. αναδυόμενος, γοτθική γραφή βλ. γοτθικός, γραμμική (γραφή) Α βλ. γραμμικός, γραμμική (γραφή) Β βλ. γραμμικός, δείγμα γραφής βλ. δείγμα, ιερατική γραφή βλ. ιερατικός, κατοπτρική γραφή βλ. κατοπτρικός ● ΦΡ.: στο κάτω κάτω (της γραφής) βλ. κάτω [< αρχ. γραφή, γαλλ. écriture]

εξέταση

εξέταση [ἐξέταση] ε-ξέ-τα-ση ουσ. (θηλ.) 1. έλεγχος των γνώσεων, της ικανότητας, της επίδοσης μαθητή ή υποψηφίου σε κάποιο θέμα, κάποιον τομέα: γραπτή/προφορική ~ μαθήματος (βλ. διαγώνισμα, τεστ). Απολυτήριες/εισαγωγικές (για το πανεπιστήμιο)/επαναληπτικές/προαγωγικές/πτυχιακές ~άσεις. ~ για άδεια ασκήσεως επαγγέλματος/δίπλωμα (οδήγησης). ~άσεις πιστοποίησης ελληνομάθειας. Απέτυχε/απορρίφθηκε/κόπηκε/πέρασε/πέτυχε στις ~άσεις. Έχω/δίνω ~άσεις. Εισαγωγή άνευ ~άσεων σε ΑΕΙ. Βλ. αξιολόγηση, βαθμολόγηση, δοκιμασία. Βλ. προ~.|| (κατ' επέκτ.) Όλοι δίνουμε ~άσεις και κρινόμαστε καθημερινά. 2. μελέτη, έρευνα: αναλυτική/διεξοδική/εξονυχιστική/επισταμένη ~. ~ αιτήματος/αίτησης/αιτίων/δεδομένων/ζητήματος/περίπτωσης/πρότασης/σχεδίου/φαινομένου. ~ των επιπτώσεων ενός έργου στο περιβάλλον. ~ του ενδεχομένου/της πιθανότητας να ... Υπό ~. Ο αρθρογράφος καταγίνεται με την ~ (σε βάθος) του θεσμού του … (πβ. πραγμάτευση). Ο εισαγγελέας θα προβεί σε ~ της καταγγελίας. Πβ. ανάλυση. Βλ. συν~. 3. ιατρικός και γενικότ. επιστημονικός έλεγχος της κατάστασης της υγείας ενός οργανισμού: ανώδυνη/γυναικολογική/επώδυνη/καρδιολογική/μικροσκοπική/τοξικολογική/ψυχιατρική ~. ~ ασθενούς. ~ DNA/σπέρματος. Γενική ~ ούρων. Κλινική ~ με ψηλάφηση. Γενετικές/διαγνωστικές/εργαστηριακές/παρακλινικές/προληπτικές ~άσεις. Τα αποτελέσματα των ~άσεων. Πέρασε από/υποβάλλεται σε ~άσεις. Έκανε ~άσεις για προληπτικούς λόγους. Πβ. τσεκάπ. 4. προσεκτικός έλεγχος, παρατήρηση: βιαστική/λεπτομερής/σύντομη ~ αντικειμένου/της ποιότητας (του νερού)/προϊόντος. Βλητική/επιτόπια ~ του χώρου. Πβ. επιθεώρηση. Βλ. αυτο~. 5. (επίσ.) υποβολή ερωτήσεων από αρμόδιο όργανο για την εύρεση της αλήθειας, ανάκριση: ένορκη/κατ΄αντιπαράσταση ~. ~ διαδίκου/κατηγορουμένου/μάρτυρα. ● ΣΥΜΠΛ.: Ιερά Εξέταση 1. ΙΣΤ. δικαστήριο και γενικότ. θεσμός της Ρωμαιοκαθολικής Eκκλησίας για τον δογματικό έλεγχο των αιρέσεων και τη δίωξη των αιρετικών, μέσα από τη διαδικασία της ανάκρισης, των βασανιστηρίων και των ποινών. 2. (μτφ.) πολύ αυστηρή δοκιμασία (ιδ. εξεταζομένου), ανάκριση. [< λατ. Inquisitio] , βαλλιστική εξέταση βλ. βαλλιστικός, Ένορκη Διοικητική Εξέταση βλ. ένορκος, εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος βλ. αίμα, κατατακτήριες εξετάσεις βλ. κατατακτήριος, πανελλαδικές/πανελλήνιες (εξετάσεις) βλ. πανελλαδικός, προκαταρκτική εξέταση βλ. προκαταρκτικός, φυσική εξέταση βλ. φυσικός [< 1,2: αρχ. ἐξέτασις 3,4,5: γαλλ. examen]

ιερό

ιερό [ἱερό] ι-ε-ρό ουσ. (ουδ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. χώρος του χριστιανικού ναού όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα και ο οποίος χωρίζεται από τον κυρίως ναό με τέμπλο. Πβ. άβατο, τα Άγια των Αγίων, άδυτο, Ιερό/Άγιο Βήμα. Βλ. αψίδα, εικονοστάσι, κόγχη. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. ναός ή τόπος αφιερωμένος σε θεό ή θεότητες: το ~ της Αθηνάς/του Απόλλωνα. Το ~ της Ολυμπίας. Βωμός ~ού. Πβ. τέμενος. ● βλ. ιερός [< 1: μτγν. ἱερόν 2: αρχ. ~]

κανόνας

κανόνας κα-νό-νας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) κανών {καν-όνος} 1. γενική αρχή που καθορίζει τον τρόπο που πρέπει να γίνεται κάτι ή ρυθμίζει μια συμπεριφορά: απαράβατος/αυστηρός/εμπειρικός/πρακτικός ~. Άγραφος/γραπτός ~. ~ ζωής.|| Νομικοί ~ες. ~ες δεοντολογίας/δικαίου. ~ες λειτουργίας/υγιεινής. Οι ~ες του διαγωνισμού.|| Εθιμικός (βλ. εθιμικό δίκαιο)/ηθικός (βλ. ηθική) ~. ~ες ευγενείας/(καλής) συμπεριφοράς.|| Γλωσσικός ~ (πβ. νόρμα). Γραμματικοί/συντακτικοί ~ες. ~ες ορθογραφίας/συλλαβισμού.|| Λογοτεχνικός ~ (: συγγραφείς και έργα που αποτελούν μοντέλο, υπόδειγμα).|| Οι ~ες των Μαθηματικών/της Φυσικής (= νόμοι· βλ. αξίωμα). Οι ~ες της Τέχνης (βλ. αισθητική).|| Η ισχύς ενός ~α. Εξαίρεση στον/του ~α. Απουσία ~ων (βλ. αναρχία, αταξία). Επιβολή/θέσπιση ~ων. Αποδοχή/παράβαση/παραβίαση των ~ων. Σύμφωνα με τους ~ες (: με το τυπικό). Τέθηκαν ~ες. Δεν ακολουθήθηκαν/εφαρμόστηκαν/τηρήθηκαν οι ~ες. Συμμορφώθηκαν/υπάκουσαν στους ~ες. Πβ. κανονισμός.|| Ξεφεύγει/παρεκκλίνει από τον ~α (: τα καθιερωμένα, συνηθισμένα). Ενάντια στους ~ες (: στο ρεύμα· βλ. αντισυμβατικότητα).|| (προφ.) Δεν τρώμε με βρόμικα χέρια, είναι ~! Η αδιαφορία έχει γίνει ~ (: καθεστώς). Το έχω (ως) ~α να ... 2. ΜΑΘ. χάρακας: Βλ. υποδεκάμετρο.|| (παλαιότ.) Λογαριθμικός ~ (: υπολογιστικό όργανο).|| Οδοντωτός ~ (= κρεμαγιέρα). 3. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. Κ) υμνογραφικό είδος που αποτελείται από εννέα ωδές, καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει τρία έως εννέα τροπάρια: Αναστάσιμος ~. Πβ. ψαλμός. 4. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. Κ) το σύνολο των ιερών κειμένων που περιέχουν την αυθεντική, κατά την Εκκλησία, παράδοση και θεωρούνται θεόπνευστα, τα κανονικά βιβλία: ο ~ της Αγίας Γραφής ή Βιβλικός ~. Βλ. απόκρυφα Ευαγγέλια, νομοκάνονας. 5. ΜΟΥΣ. αντιστικτική τεχνική η οποία βασίζεται στην επανάληψη της αρχικής μελωδίας σε μία ή περισσότερες άλλες φωνές. Πβ. μίμηση, φούγκα. 6. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. {συνήθ. στον πληθ.} (στον δωρικό ναό) καθένας από τους κοντούς πήχεις στο πάνω μέρος των οριζόντιων δοκών του επιστυλίου: Οι ~ες βρίσκονται πάνω από το μετακιόνιο. Από τους ~ες κρέμονται οι σταγόνες. ● ΣΥΜΠΛ.: ιεροί/θείοι κανόνες & κανόνες (κ. με κεφαλ. Ι, Θ, Κ): ΕΚΚΛΗΣ. το σύνολο των αρχών που διέπουν την οργάνωση, τη λειτουργία και τη ζωή της Εκκλησίας και έχουν καθιερωθεί από την αποστολική παράδοση: οι Ιεροί ~ των Οικουμενικών Συνόδων. Οι Αποστολικοί ~., χρυσός κανόνας & (λόγ.-συχνά ειρων.) χρυσούς κανών 1. βασικός, θεμελιώδης κανόνας που εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση: Ο σεβασμός του αντιπάλου είναι ~ ~ στον αθλητισμό. 2. ΟΙΚΟΝ. & κανόνας χρυσού & χρυσή βάση: νομισματικό σύστημα στο οποίο η αξία της νομισματικής μονάδας προσδιορίζεται βάσει των αποθεμάτων χρυσού. [< 1: αγγλ. the golden rule 2: gold standard] , κανόνας της οκτάδας βλ. οκτάδα, κανόνες αναγκαστικού Δικαίου βλ. αναγκαστικός, κοινωνικοί κανόνες βλ. κοινωνικός, Παρακλητικός Κανόνας βλ. παρακλητικός ● ΦΡ.: κατά (γενικό) κανόνα: σύμφωνα με αυτό που συμβαίνει συνήθως, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων: ~ ~, πραγματοποιείται έλεγχος δύο φορές τον χρόνο. Πβ. εν γένει, κανονικά, κατά το ειωθός/τα ειωθότα, κατά το σύνηθες, συνήθως, ως/όπως είθισται. [< γαλλ. en regle (générale), γερμ. in der Regel] , οι κανόνες του παιχνιδιού: οι συμβάσεις που το κατευθύνουν και με τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται αυτός που συμμετέχει: ~ ~ είναι πολύ απλοί, ο καθένας μπορεί να λάβει μέρος.|| (μτφ.) Όποιος δεν γνωρίζει τους ~ ~, δεν επιβιώνει στον επαγγελματικό χώρο., η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα βλ. εξαίρεση, με κανόνα και διαβήτη/με τον διαβήτη βλ. διαβήτης1 [< 1: μτγν. κανών, γαλλ. règle, αγγλ. rule 2: αρχ. κανών 3-5: μεσν. κανών 6: γερμ. Leiste]

κόκκυγας

κόκκυγας κόκ-κυ-γας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -ος} : ΑΝΑΤ. τριγωνικό οστό της κατώτερης ράχης. Πβ. ουρά. Βλ. ιερό οστό. ● ΣΥΜΠΛ.: κύστη κόκκυγος & κύστη κόκκυγα: φλεγμονή στην περιοχή του κόκκυγα που προκαλείται συνήθ. εξαιτίας της διείσδυσης τριχών μέσα στο δέρμα: οξεία (: με απόστημα)/χρόνια (: με συρίγγιο) ~ ~. [< μτγν. κόκκυξ, αγγλ.-γαλλ. coccyx]

νόμος

νόμος νό-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΝΟΜ. (κ. με κεφαλ. Ν ή συντομ. ν. ή Ν.) θεσμοθετημένος κανόνας δικαίου, ο οποίος στηρίζεται στο Σύνταγμα μιας χώρας (ή ένωσης κρατών), ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με το κράτος (ή την ένωση), με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του (της), και ψηφίζεται από το κοινοβούλιο (στο δημοκρατικό πολίτευμα): αντισυνταγματικός/αυστηρός/ελαστικός/σκληρός ~. Ειδικός/ιδρυτικός/κυρωτικός/τροποποιητικός/φορολογικός ~. Ο ~ περί πνευματικής ιδιοκτησίας. (προφ.) Δήλωση του Νόμου 105 (= υπεύθυνη δήλωση). Άρθρο/ασάφειες/ερμηνεία/κενά/παράγραφος του ~ου. Αναθεώρηση/αναστολή/κατάργηση ενός ~ου. Εκτός/εντός των πλαισίων του ~ου. Αντίθετα/σύμφωνα με τον ~ο. Διεθνείς/εθνικοί/κοινοτικοί ~οι. Συλλογή ~ων (= κώδικας). Ο (ισχύων/παρών) ~ απαγορεύει/επιτρέπει ... Κάτι απορρέει από τον ~ο/υπόκειται στις διατάξεις του ~ου. Όπως ορίζεται/προβλέπεται από τον ~ο, ... Γνωρίζω/εφαρμόζω/καταπατώ/καταστρατηγώ/παραβιάζω/τηρώ κατά γράμμα τον ~ο. Η Βουλή ψήφισε/ο υπουργός υπέγραψε/η κυβέρνηση πέρασε τον ~ο. Εγκρίθηκε/ενεργοποιήθηκε/θεσπίστηκε/τέθηκε σε ισχύ ο ~. Γίνεται ~ του κράτους (: δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως). 2. (συνήθ. με κεφαλ. Ν) νομοθεσία, Δίκαιο· κατ' επέκτ. οι εκπρόσωποί της, οι Αρχές: αστικός/ποινικός ~. Το κύρος του ~ου. Ενάντια στον ~ο. Κανείς δεν είναι υπεράνω του ~ου. Επέβαλαν την τάξη και τον ~ο. Επικαλούμαι τον ~ο. Έχει τον ~ο με το μέρος του. Αψηφώ/περιφρονώ/προσβάλλω τους ~ους. Υπακούω στους ~ους. (Κάτι) υπάγεται στους ~ους του κράτους/της χώρας. (μτφ.) Θα πέσει πάνω τους βαρύς ο πέλεκυς του ~ου (= της Δικαιοσύνης· για επιβολή μεγάλης ποινής).|| Οι άνθρωποι του ~ου (: δικαστικοί, αστυνομικοί). Έπεσε στην παγίδα του ~ου (= τον συνέλαβαν). 3. κανόνας, αρχή: ο ~ της φιλοξενίας. Οι ανθρώπινοι ~οι (βλ. θείος ~). Οι (αδιασάλευτοι/απαράβατοι) ~οι μιας κοινωνίας. Οι ~οι της αγοράς/μόδας.|| (μτφ.) Επιβάλλω/κατανοώ/ξέρω/σέβομαι τους ~ους του παιχνιδιού.|| Ο ~ (της τιμής και) του αίματος (= βεντέτα)/του ανταγωνισμού/της μαφίας (= ομερτά· βλ. ~ της σιωπής)/του Μέρφι (: αν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει)/(των ανθρώπων) της νύχτας. 4. (επιστ.) γενική διατύπωση για τη σχέση μεταξύ των φαινομένων, όπως προκύπτει από την παρατήρηση και επαληθεύεται από την εμπειρία· κατ' επέκτ. βασική και σταθερή αρχή: ο ~ της αδράνειας/της αιτιότητας/του Μέντελ. Οικονομικοί ~οι. Διερεύνηση/μελέτη/πειραματική επαλήθευση των φυσικών ~ων. Οι ~οι της Φυσικής. Βλ. αξίωμα.|| Κατασκευή που αψηφά τον ~ο της βαρύτητας. Το Σύμπαν υπάγεται στους ~ους του χώρου και του χρόνου. Γενικοί ~οι διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.|| Κάτι ακολουθεί/αντιβαίνει/παραβιάζει τον ~ο/τους ~ους της ύπαρξης/φύσης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτελεστικός νόμος: που αναφέρεται στην εφαρμογή συνταγματικών διατάξεων., θείος/ιερός νόμος: οι εντολές του Θεού, στις οποίες καλούνται να υπακούουν οι πιστοί μιας θρησκείας., θεμελιώδης νόμος/θεμελιώδεις νόμοι: το Σύνταγμα., νόμος της προσφοράς και της ζήτησης: ΟΙΚΟΝ. ο οποίος, στην ελεύθερη οικονομία, καθορίζει τις τιμές και τους μισθούς, σύμφωνα με το επίπεδο της ζήτησης και τη διαθεσιμότητα., νόμος-πλαίσιο: του οποίου οι γενικές διατάξεις λειτουργούν ως πλαίσιο για επιμέρους εφαρμογές: ~ ~ για τη δομή και λειτουργία των ΑΕΙ. [< γαλλ. loi-cadre, περ. 1950] , οργανικός/θεσμικός νόμος: που προσδιορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας οργάνων και θεσμών που προβλέπει το Σύνταγμα (π.χ. εκλογικός νόμος)., ουσιαστικός νόμος: ΝΟΜ. πράξη της Πολιτείας που περιέχει κανόνα ή κανόνες δικαίου (π.χ. νομοθετικό διάταγμα), ανεξάρτητα από το όργανο που τους θεσπίζει: ~ ~ ενίσχυσης των αγροτών., πρόταση νόμου: ΠΟΛΙΤ. νομοσχέδιο που κατατίθεται προς ψήφιση από βουλευτές και όχι από την κυβέρνηση., σχέδιο νόμου: νομοσχέδιο., τυπικός νόμος: κάθε πράξη της Πολιτείας που θεσπίζεται από τη Βουλή και υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (π.χ. προϋπολογισμός): Αν ο ~ ~ περιέχει κανόνα δικαίου, είναι και ουσιαστικός νόμος., άγραφος νόμος βλ. άγραφος, αναγκαστικός νόμος βλ. αναγκαστικός, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, εκλογικός νόμος βλ. εκλογικός, ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη βλ. ευεργετικός, ηθικός κώδικας/νόμος βλ. ηθικός, Μωσαϊκός Νόμος βλ. μωσαϊκός2, νόμος των πιθανοτήτων βλ. πιθανότητα, ο νόμος της σιωπής βλ. σιωπή, ο νόμος της τρισυλλαβίας βλ. τρισυλλαβία, στρατιωτικός νόμος βλ. στρατιωτικός, σχέδιο "Καλλικράτης" βλ. Καλλικράτης, σχέδιο "Καποδίστριας" βλ. Καποδίστριας, το γράμμα του νόμου βλ. γράμμα, το πνεύμα του νόμου βλ. πνεύμα, τυπική ισχύς (νόμου) βλ. τυπικός ● ΦΡ.: άγνοια νόμου: γενική αρχή του δικαίου που αναφέρεται στο Σύνταγμα: ~ ~ δεν δικαιολογείται/δεν επιτρέπεται/δεν συγχωρείται., διά νόμου (λόγ.): με ειδικό νόμο: (Κάτι) απαγορεύεται/επιβάλλεται/καταργείται/κατοχυρώνεται/ρυθμίζεται ~ ~., εκ του νόμου (λόγ.): σύμφωνα με τον νόμο, από τον νόμο: Η διαδικασία είναι αυστηρώς απόρρητη ~ ~., εν ονόματι του νόμου (λόγ.) & στο όνομα του νόμου: επίκληση του νόμου για επικύρωση ενέργειας: άσκηση βίας/κλήση μάρτυρα ~ ~. Δρα/μιλά ~ ~. Εν ονόματι του νόμου, ανοίξτε/συλλαμβάνεστε (: λέγεται από αστυνομικό όργανο)!, κανονικά και με τον νόμο (εμφατ.-συνήθ. ειρων.): για τυπικά αποδεκτή ή νομότυπη ενέργεια, αλλά συχνά, στην ουσία, δυσάρεστη ή ανήθικη: Διορίστηκε/τον εκμεταλλεύονται ~ ~., κατά νόμο/κατά παράβαση του νόμου: ΝΟΜ. σύμφωνα με ή παραβαίνοντας τον νόμο: κατά νόμο ενέργειες/κατάθεση. Κατά νόμο αρμόδιες Αρχές/υπεύθυνος/υπόχρεος. Υποβολή των κατά νόμο αποδεικτικών/δικαιολογητικών/στοιχείων.|| Κυκλοφορία φαρμακευτικού προϊόντος κατά παράβαση του νόμου., νόμω (λόγ.): σύμφωνα με το γραπτό Δίκαιο: ~ κατοχύρωση. Η παρούσα αίτηση είναι ~ και ουσία αβάσιμη/βάσιμη. Βλ. φύσει., ο νόμος/οι νόμοι και οι προφήτες: οι γραπτοί κανόνες και οι αυθεντίες: Πέρα από τους νόμους και τους ~, υπάρχει και η δύναμη του λαού., παίρνω τον νόμο στα χέρια μου: αυτοδικώ., παρά τον νόμο: αντίθετα με τον νόμο: καταχρηστική και ~ ~ χρήση των υπηρεσιών. Χορηγήθηκαν άδειες ~ ~ (= παράνομα)., (έχει) ισχύ νόμου βλ. ισχύς, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, εκτός νόμου βλ. εκτός, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος βλ. συμβόλαιο, ο νόμος της ζούγκλας βλ. ζούγκλα, ο νόμος των μεγάλων αριθμών βλ. αριθμός, το δίκαιο του ισχυρότερου/του ισχυροτέρου βλ. δίκαιο [< αρχ. νόμος, γερμ. Gesetz, γαλλ. loi, αγγλ. law]

πανίερος

πανίερος, η, ο πα-νί-ε-ρος επίθ. (επιτατ.): ΕΚΚΛΗΣ. ιερός στον υπέρτατο βαθμό: ~ος: ναός. [< μτγν. πανίερος]

παράδοση

παράδοση πα-ρά-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των στοιχείων του πολιτισμού (γνώση, έργα, ήθη, έθιμα, αξίες, πρότυπα, ιδιαίτερος τρόπος ζωής) που μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη: η προφορική και γραπτή ~ ενός τόπου (= τοπική ~). Η αρχαία/βυζαντινή/δυτική/εθνική/ελληνική/ευρωπαϊκή/(ελλην)ορθόδοξη ~. Η γλωσσική/δημοτική/θεατρική/θρησκευτική/ιστορική/καλλιτεχνική/λαογραφική/μαγειρική/μουσική/ναυτική/πολιτιστική/χορευτική μας ~. Τέχνη και ~. Λάτρης/συνεχιστές της ~ης. Προστασία της ~ης. Χώρα με ένδοξη/λαμπρή/μακραίωνη/πλούσια ~. Είναι/μένει πιστός στην ~. Πβ. κληρονομιά, παρακαταθήκη. Η ~ είναι/παραμένει ζωντανή. || Συνεχίζει την οικογενειακή ~. 2. (κατ' επέκτ.) κάτι που έχει επαναληφθεί πολλές φορές και έχει πλέον παγιωθεί: Είναι ~ το σχολείο μας να έχει υψηλά ποσοστά επιτυχίας στις πανελλαδικές. Φεστιβάλ που έχει ~ ... ετών. Ελπίζουν ότι θα σπάσουν την ~. Το έχουν ~ (= συνήθεια) τα Χριστούγεννα να ... 3. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραδίδω· μεταβίβαση: αυθημερόν/γρήγορη/δωρεάν/ηλεκτρονική/προσωπική ~. ~ αλληλογραφίας/δώρου/εγγράφου (πβ. επίδοση)/εμπορεύματος/εξοπλισμού/εργασίας/έργου/νέας πτέρυγας νοσοκομείου (στο κοινό)/παραγγελίας/πινακίδων (κυκλοφορίας). ~ στο σπίτι (= ~ κατ’ οίκον). ~ και πληρωμή. Απόδειξη/προθεσμία ~ης. Συμβόλαιο ~ης αργού πετρελαίου. Βλ. αυτο~.|| (σε κινητό:) Αναφορά ~ης (μηνύματος).|| ~ της σημαίας (π.χ. του σχολείου στον σημαιοφόρο)/της ολυμπιακής φλόγας. ~ καθηκόντων διοικητή. ΑΝΤ. παραλαβή 4. διδασκαλία: ~ βιολογίας/φιλολογικών μαθημάτων/φυσικής/χημείας. 5. υποταγή: εξευτελιστική/ολοκληρωτική ~ άνευ όρων. Πρωτόκολλο/σύμφωνο ~ης μιας περιοχής. 6. προσαγωγή σε δικαστική ή άλλη Αρχή: ~ καταζητούμενου για εγκλήματα πολέμου.παραδόσεις (οι) 1. λαϊκές αφηγήσεις, ιστορίες που παραδίδονται προφορικά από γενιά σε γενιά: θρύλοι/μύθοι και ~. 2. ήθη και έθιμα: Ακολουθώ/(δια)τηρώ/διαφυλάσσω/κρατώ/σέβομαι τις ~. Πβ. θέσμια. 3. (σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα) μαθήματα (με τη σημασία της διδασκαλίας τους): εργαστηριακές/πανεπιστημιακές/τρίωρες/υποχρεωτικές ~. Έναρξη/παρακολούθηση των ~όσεων. Πρόγραμμα/σημειώσεις ~όσεων. Δεν έρχεται στις ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση παράδοση: ΦΙΛΟΛ. το σύνολο των διασωθέντων χειρογράφων ενός έργου., έμμεση παράδοση: ΦΙΛΟΛ. τα διασωθέντα παραθέματα ενός έργου ή/και οι μεταφράσεις του σε άλλες γλώσσες., Ιερά/Ιερή Παράδοση: ΕΚΚΛΗΣ. ευρύς όρος που περιλαμβάνει τη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, τα διατάγματα των Οικουμενικών Συνόδων, τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, τους Ιερούς Κανόνες και τα λειτουργικά κείμενα: Αγία Γραφή και ~ ~., λαϊκή παράδοση: της οποίας δημιουργός και φορέας μετάδοσης είναι ο λαός: ελληνική ~ ~. Η ~ ~ της περιοχής είναι πλούσια.|| Τα πρώτα κάλαντα ήταν, σύμφωνα με τη ~ ~, μελωδίες και ύμνοι των αγγέλων. Αναζητά τα θέματά του στις/εμπνεύστηκε από τις ~ές ~όσεις., λόγια παράδοση: της οποίας δημιουργοί και φορείς μετάδοσης είναι οι λόγιοι: Λέξη που προέρχεται από τη ~ ~., τελετή παράδοσης-παραλαβής & (προφ.) παράδοση-παραλαβή: επίσημη εκδήλωση κατά την οποία πραγματοποιείται αλλαγή ηγεσίας σε κάποιον φορέα: ~ ~ της διοίκησης του Νοσοκομείου/του Υπουργείου στον ..., παράδοση όπλων βλ. όπλο, πνευματική κληρονομιά βλ. πνευματικός ● ΦΡ.: από παράδοση & (λόγ.) εκ παραδόσεως: από πολύ παλιά, παραδοσιακά: Λαοί που έχουν ~ ~ φιλικές σχέσεις. Είναι εκ παραδόσεως φιλόξενοι. Πβ. από γενιά σε γενιά, (από) πάππου προς πάππου., έχω παράδοση σε κάτι: έχω φήμη σε κάτι εξαιτίας της μακρόχρονης και επιτυχημένης ενασχόλησής μου με αυτό: Χώρα που ~ει ~ στην ενόργανη γυμναστική., κατά παράδοση: σύμφωνα με ό,τι συνηθίζεται από (πολύ) παλιά: περιοχή ~ ~ αγροτική. Την ημέρα αυτή, ~ ~, μαγειρεύουν/φτιάχνουν ..., οίνοι/κρασιά με ονομασία κατά παράδοση: κατηγορία στην οποία υπάγονται επιτραπέζιοι οίνοι (π.χ. η ρετσίνα) των οποίων η παραγωγή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και η κατανάλωση υπακούουν σε παραδοσιακές μεθόδους συγκεκριμένης περιοχής ή χώρας. [< 1,3,5,6: αρχ. παράδοσις 1,2: γαλλ. tradition 4: μτγν. ~]

πόλη

πόλη πό-λη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} & (λόγ.) πόλις 1. οικιστική μονάδα με μεγάλο πληθυσμό (δηλ. πάνω από δέκα χιλιάδες κατοίκους στην Ελλάδα), η οποία περιλαμβάνει αστικό χώρο, κτίρια, δρόμους, δίκτυα επικοινωνίας και μεταφορών και στην οποία παρατηρείται συγκέντρωση δραστηριοτήτων: ανθρώπινη/αρχαία/βιομηχανική/βιώσιμη/γραφική/εμπορική/επαρχιακή/έρημη/ζωντανή/ιστορική/καθαρή/κοσμοπολίτικη/μεσαιωνική/παραθαλάσσια/πολυπολιτισμική (βλ. χοάνη)/πράσινη/πυκνοκατοικημένη (βλ. αστικοποίηση, αστυφιλία)/υδροκέφαλη (βλ. αποκέντρωση)/υπόγεια/φιλόξενη ~. Η ~ των Αθηνών/της Θεσσαλονίκης. ~ του μέλλοντος. ~-κόσμημα. Ολυμπιακή ~ (: που φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Το αεροδρόμιο/τα αξιοθέατα/ο δήμαρχος/οι επισκέπτες/ο πολιούχος/τα μνημεία/τα μουσεία/οι πλατείες/τα προάστια/οι συνοικίες μιας ~ης. Χάρτης της ~ης. Στην άκρη/στην καρδιά/στις παρυφές/στα περίχωρα της ~ης. Ίδρυση/καταστροφή μιας ~ης. Η μετακίνηση στην ~ (βλ. κυκλοφοριακό, συγκοινωνίες). Αδελφοποιημένες ~εις. ~εις και χωριά (βλ. επαρχία, περιφέρεια). Βλ. δήμος, κωμόπολη, μεγαλούπολη, μητρόπολη, πολίχνη, πρωτεύουσα.|| (περιοχή μέσα σε ~:) Άνω/Παλαιά/Πάνω Πόλη. ΣΥΝ. άστυ 2. (συνεκδ.) οι κάτοικοί της, το κέντρο της ή η ζωή σε αυτή: Η ~ γιορτάζει/ήταν ανάστατη/κοιμάται. Ξεσηκώθηκε όλη η ~.|| Κατεβαίνω στην ~ για δουλειές.|| Το άγχος/οι ανέσεις/ο θόρυβος/η κίνηση της ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: η αγία πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ιερουσαλήμ., η αιώνια πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ρώμη. [< γαλλ. la Ville éternelle ] , η πόλη του φωτός (κ. με κεφαλ. Π, Φ): το Παρίσι. [< γαλλ. la Ville lumière] , ιερή πόλη: που αποτελεί σημαντικό τόπο προσκυνήματος. || Η ~ ~ του Μεσολογγίου., παγκόσμια πόλη: αυτή που θεωρείται σημαντικός κόμβος στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. [< αγγλ. global city, 1991] , πόλη-κράτος & (λόγ.) πόλις-κράτος: ΑΡΧ. μορφή πολιτικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα· ειδικότ. κρατική οντότητα αποτελούμενη από το αστικό κέντρο (άστυ) και την αγροτική περιοχή (χώρα) που βρισκόταν γύρω από αυτό., ψηφιακή πόλη & ηλεκτρονική πόλη: στην οποία κυριαρχεί η ψηφιακή τεχνολογία στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Βλ. τηλεματική., ανοχύρωτη πόλη βλ. ανοχύρωτος, η βασιλίδα των πόλεων βλ. βασιλίδα, κράτος/πόλη δορυφόρος βλ. δορυφόρος, σχέδιο πόλεως/πολεοδομικό σχέδιο βλ. σχέδιο ● ΦΡ.: κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, το χρυσό κλειδί της πόλης βλ. κλειδί [< αρχ. πόλις, γερμ. Polis, αγγλ. polis]

σινδόνη

σινδόνη σιν-δό-νη ουσ. (θηλ.) (αρχαιοπρ.): στο ● ΣΥΜΠΛ.: ιερά σινδόνη: ΕΚΚΛΗΣ. το σάβανο στο οποίο θεωρείται ότι τοποθετήθηκε το σώμα του Χριστού μετά την Αποκαθήλωση. [< αρχ. σινδών· πβ. μτγν. σινδόνη ‘βαμβακερό ένδυμα’]

σκεύος

σκεύος [σκεῦος] σκεύ-ος ουσ. (ουδ.) {σκεύ-ους | -η, -ών} 1. δοχείο ή αντικείμενο με πρακτική, οικιακή συνήθ. χρήση: ανοξείδωτο/αντικολλητικό/βαθύ/γυάλινο/διακοσμητικό/επιτραπέζιο/κεραμικό/μεταλλικό/πυρίμαχο/ρηχό ~. Τα τοιχώματα/χείλη του ~ους. Ηλεκτρικά/κουζινικά/μαγειρικά (βλ. κατσαρόλα, ταψί) ~η. ~η σερβιρίσματος (βλ. σερβίτσιο)/φαγητού/φούρνου. ~η αλουμινίου/πορσελάνης. ~ με καπάκι. Κατεβάζουμε το ~ από την εστία. Πλαστικά ~η μιας χρήσης. ~η για καφέ/τσάι (βλ. καφετ-, τσαγ-ιέρα).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αρχαία/βυζαντινά/χρυσά ~η (βλ. αγγείο, λήκυθος).|| (κατ' επέκτ.) Εργαστηριακά ~η. 2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε ιεροτελεστίες: εκκλησιαστικά/ενεπίγραφα/ιερατικά/λατρευτικά/λειτουργικά/τελετουργικά ~η. ~η λατρείας. ● ΣΥΜΠΛ.: ιερά σκεύη & (σπάν.) άγια: ΕΚΚΛΗΣ. αυτά που χρησιμοποιούνται στη Θεία Ευχαριστία και γενικότ. στη Θεία Λατρεία. Βλ. αρτοφόριο, αστερίσκος, δισκάριο, ζέον, λαβίδα, λόγχη, ποτήριο, σπόγγος., σκεύος εκλογής (ΚΔ) & (σπάν.) εκλεκτό σκεύος: ΕΚΚΛΗΣ. άτομο που πιστεύεται ότι έχει επιλεγεί για την εκπλήρωση σχεδίου της Θείας Πρόνοιας: ~ ~ του Θεού/Κυρίου. , σκεύος ηδονής (λόγ.-μειωτ.): (συνήθ. για γυναίκα) που αντιμετωπίζεται μόνο ως μέσο για την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής. Πβ. σεξουαλικό αντικείμενο. [< αρχ. σκεῦος]

σταυροφορία

σταυροφορία σταυ-ρο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΣΤ. (με κεφαλ. Σ) κάθε στρατιωτική εκστρατεία των Ευρωπαίων Χριστιανών κατά τον 11ο, 12ο και 13ο αι. που είχε ως στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τις δυνάμεις του Ισλάμ: οι οκτώ ~ες. Βλ. ιερός/θρησκευτικός πόλεμος, τζιχάντ. 2. (μτφ.) συντονισμένη συλλογική δράση για την επίτευξη κοινωνικού συνήθ. στόχου: ~ κατά των ναρκωτικών/της τρομοκρατίας. Πβ. εκστρατεία, καμπάνια. Βλ. -φορία. [< μεσν. σταυροφορία 'το να φορά κάποιος σταυρό', γαλλ. croisade]

συνοδός

συνοδός συ-νο-δός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που συνοδεύει κάποιον κυρ. για συντροφιά, βοήθεια ή προστασία: αστυνομικός ~. ~ αθλητών/καλλιτέχνη/κρατουμένων/υψηλών προσώπων. ~ παιδιών/σε σχολικό λεωφορείο. ~ ασθενή/τραυματία (σε νοσοκομείο). Σκύλος ~ (: για τυφλούς, ηλικιωμένους, άτομα με ειδικές ανάγκες· πβ. οδηγός). 2. πρόσωπο που συνοδεύει άλλο πρόσωπο σε κοινωνική εκδήλωση, δημόσιο χώρο και ειδικότ. ερωτικός σύντροφος: ~ δεσποινίδας/κυρίας. Μόνιμος/περιστασιακός ~. ~ σε έξοδο/χορό. Πβ. καβαλιέρος, ντάμα.|| (επί πληρωμή) Γραφείο/πρακτορείο ~ών (πολυτελείας). 3. ΜΟΥΣ. μουσικός που συνοδεύει οργανικά έναν σολίστ (εκτελεστή ή τραγουδιστή): ~ πιανίστας. Πβ. ακομπανιατέρ. ● ΣΥΜΠΛ.: συνοδός εδάφους (ο/η): υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας, αρμόδιος για την εξυπηρέτηση των επιβατών στον χώρο του αεροδρομίου: ~ ~ που ελέγχει τα εισιτήρια. Βλ. αεροσυνοδός., συνοδός/πόρνη πολυτελείας: γυναίκα η οποία εκπορνεύεται έναντι υψηλής συνήθ. αμοιβής. Βλ. κολ γκερλ. [< αγγλ. escort girl, γαλλ. ~, 1983] , ιπτάμενη συνοδός βλ. ιπτάμενος, ιπτάμενος φροντιστής/συνοδός βλ. ιπτάμενος [<πβ. μτγν. σύνοδος 'συνοδοιπόρος', γαλλ. accompagnateur – αγγλ. escort agency, 1974]

σύνοψη

σύνοψη σύ-νο-ψη ουσ. (θηλ.): σύντομη παρουσίαση των βασικότερων σημείων ενός θέματος: ~ της βιβλιογραφίας/του έργου/των θέσεων/της ιστορίας/της κατάστασης/της νομοθεσίας/των πεπραγμένων/των προτάσεων. ~ των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης/των πρακτικών του συνεδρίου. ~όψεις κεφαλαίων.|| (σπανιότ., για σύγγραμμα, βιβλίο) ~ (= επιτομή) εγχειριδίου. ΣΥΝ. περίληψη, συγκεφαλαίωση (1), συνόψιση ● ΣΥΜΠΛ.: (Ιερά) Σύνοψη: ΕΚΚΛΗΣ. συλλογή αποσπασμάτων από τα επίσημα βιβλία της Εκκλησίας για τους πιστούς. [< μεσν. σύνοψις] [< μτγν. σύνοψις, γαλλ.-αγγλ. synopsis]

τέρας

τέρας τέ-ρας ουσ. (ουδ.) {τέρ-ατος | -ατα, -άτων} 1. φανταστικό, αποτρόπαιο ον· γενικότ. άγριο ή/και τεράστιο ζώο, θηρίο: ανθρωποφάγο/δικέφαλο/εξωγήινο/θαλάσσιο/θρυλικό/μυθικό/φοβερό/φρικτό ~. Γιγάντια/προϊστορικά/τρομακτικά ~ατα. ~ατα της μυθολογίας (βλ. δράκος, λάμια, μέδουσα, χίμαιρα). Βλ. στοιχειό.|| (ΘΕΟΛ.) Το ~ της Αποκάλυψης. 2. ζωντανός οργανισμός με ανώμαλη διάπλαση· κατ' επέκτ. πολύ άσχημος, δύσμορφος άνθρωπος ή ακαλαίσθητο, χονδροειδές κατασκεύασμα: γέννηση ~άτων λόγω πυρηνικού ατυχήματος (βλ. τερατογένεση).|| (μτφ.) Έχει γίνει ~ από τις πλαστικές. Πβ. κουασιμόδος.|| Πόλη-~. Χάλασαν το πάρκο για να χτίσουν ένα τσιμεντένιο ~. Πβ. έκτρωμα, εξάμβλωμα, τερατούργημα. 3. (μτφ.-εμφατ.) μεγαλόσωμος άνθρωπος: Κάνει βάρη, έχει γίνει σωστό ~. Πβ. γομάρι. 4. (μτφ.-εμφατ.) αυτός που κατέχει μια ιδιότητα σε ασυνήθιστα μεγάλο βαθμό: ~ αντοχής/γνώσεων/εξυπνάδας (πβ. σαΐνι)/ευφυΐας/μνήμης/μορφώσεως/υπομονής/ψυχραιμίας. 5. (μτφ.-εμφατ.) κακό ή διεστραμμένο άτομο· άτακτο παιδί: Είναι ένα ~! Πβ. κτηνάνθρωπος, κτήνος.|| (προφ.) Τι γελάς, βρε ~;|| Ο μικρός είναι ~, σκέτο διαβολάκι. 6. (μτφ.-εμφατ.) οτιδήποτε θεωρείται απειλητικό, ανεξέλεγκτο λόγω του μεγέθους του ή μη πραγματικό, φανταστικό: το ~ της ανεργίας/της παραοικονομίας. Το αδηφάγο ~ της γραφειοκρατίας.|| Το ~ της ζήλιας.|| Βλέπει παντού/φαντάζεται ~ατα. ● Υποκ.: τερατάκι (το): κυρ. στις σημ. 1,5. ● ΣΥΜΠΛ.: ιερά τέρατα (μτφ.): διάσημες προσωπικότητες με ταλέντο και ακτινοβολία: τα ~ ~ του θεάτρου/του κινηματογράφου/της λογοτεχνίας/της τέχνης. Κατατάσσεται ανάμεσα στα ~ ~ της εποχής του. Πβ. γίγαντας. [< γαλλ. monstres sacrés, 1940] , τέρας ασχήμιας (μτφ.-εμφατ.): πολύ άσχημος άνθρωπος., ανθρωπόμορφο τέρας/κτήνος βλ. ανθρωπόμορφος, λάθος/τέρας/έκτρωμα της φύσης βλ. φύση, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: αποφώλιον τέρας βλ. αποφώλιον, σημεία και τέρατα βλ. σημείο [< αρχ. τέρας, γαλλ. monstre]

τοτέμ

τοτέμ το-τέμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} ΑΝΘΡΩΠ. 1. ζώο, φυτό ή σπανιότ. υλικό αντικείμενο, που θεωρείται από τα μέλη πρωτόγονης κοινότητας ότι είναι πρόγονος και κατ' επέκτ. προστάτης της με ιερές ιδιότητες: ινδιάνικο/ξύλινο ~. Βλ. ταμπού. 2. (συνεκδ.) η αντίστοιχη εικονική παράσταση. ● ΣΥΜΠΛ.: ιερό τοτέμ (μτφ.): καθετί που θεωρείται πως έχει υπερφυσικές ιδιότητες και συχνά αποτελεί αντικείμενο υπερβολικού θαυμασμού και λατρείας: η κατανάλωση, το σύγχρονο ~ ~. Το ~ ~ της ομάδας (: αθλητής-είδωλο). [< γαλλ. totem]

χώρος

χώρος [χῶρος] χώ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. υπαίθρια έκταση που προορίζεται για συγκεκριμένο σκοπό· κατ' επέκτ. κάθε τρισδιάστατη έκταση στην οποία εντοπίζονται οντότητες και εκδηλώνεται ακολουθία γεγονότων: αύλειος ~. Ελεύθερος/κοινόχρηστος ~ πρασίνου. Ανοιχτοί/εξωτερικοί ~οι (ΑΝΤ. κλειστοί/εσωτερικοί). ~ αναψυχής/ελλιμενισμού (σκαφών)/υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (: ΧΥΤΑ). Ο γύρω ~. Ο ~ της ανασκαφής. ~ συνολικής επιφάνειας ... τ.μ. Ανάπλαση/απαλλοτρίωση/περίφραξη/φύλαξη/χαρτογράφηση ενός ~ου. Άποψη/διαμόρφωση του περιβάλλοντος ~ου. ~οι αθλοπαιδιών. Πβ. περιοχή.|| (ΦΥΣ.) Ο κοσμικός/συμπαντικός ~. Τετραδιάστατος ~ (: χωρόχρονος). ~ και χρόνος.|| Ηπειρωτικός/θαλάσσιος/νησιωτικός/ορεινός ~. Ο ελληνικός/ευρωπαϊκός ~. Παρεμβάσεις στον αστικό και αγροτικό ~ο. Ζώα που ζουν ελεύθερα στον φυσικό τους ~ο. Πβ. περιβάλλον, τόπος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ηλεκτρονικός ~. Εικονικός ~ επικοινωνίας/συζήτησης/συνάντησης (: φόρουμ). Ενιαίος ~ πληρωμών σε ευρώ. Βλ. κυβερνο~. 2. έκταση με εγκαταστάσεις· κτίριο, διαμέρισμα, αίθουσα, θάλαμος ή δωμάτιο, που έχει ορισμένη λειτουργία: εκθεσιακός/εργοστασιακός/θεατρικός/κατασκηνωτικός/πολιτιστικός/ σκηνικός/συναυλιακός ~. Αθλητικοί/βιομηχανικοί ~οι. Ο ~ του αεροδρομίου/λιμανιού/πανεπιστημίου/σχολείου. Κάμερα παρακολούθησης του ~ου.|| Αποθηκευτικός/γραφειακός/ιδιωτικός ~. Ανακαινισμένοι/εργαστηριακοί/κύριοι και βοηθητικοί/μαζικοί ~οι. ~ αποσκευών/διαμονής/(μη) καπνιστών/ξεκούρασης/υποδοχής. Ο ~ της εκδήλωσης/του πιλοτηρίου (= κόκπιτ)/του συνεδρίου. Κάτοψη του ~ου. ~οι διασκέδασης/διδασκαλίας/εστιάσεων/υγιεινής. Ο ωφέλιμος ~ του ισογείου/υπογείου. Ειδικά διαμορφωμένος ~ με υπολογιστές. Ειδικός ~ αναμονής. Ο ~ κλιματίζεται. Παρενόχληση στον ~ο εργασίας. ~οι σύγχρονων προδιαγραφών. Αναζητώ/ψάχνω τον ιδανικό/κατάλληλο ~ο κατοικίας. Επισκέπτομαι τον ~ο κάποιου. Μέσα σε περιορισμένο ~ο. Αγοράζω/εκμισθώνω επαγγελματικούς ~ους. Ξενάγηση/περιήγηση στους ~ους του μουσείου.|| Ο προσωπικός μου ~. Σπίτι με ανεξάρτητους/άνετους/ζεστούς/καθαρούς/καλαίσθητους/λειτουργικούς ~ους. Βλ. πολυ~. 3. κενό τμήμα τρισδιάστατου συνόλου: λόγω έλλειψης/(λόγ.) ελλείψει ~ου, ... Άνεση ~ου. Δεν έχει μείνει καθόλου ~ για ... Υπάρχει ~ για να αφήσετε τα πράγματά σας/παρκάρετε το αυτοκίνητο/για να γράψετε σχόλια. Δεν υπάρχει άλλος/αρκετός/πολύς ~ στην αποθήκη (: είναι γεμάτη). Εξοικονομώ ~ο. Πβ. θέση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Διαθέσιμος ~ στον σκληρό δίσκο (βλ. χωρητικότητα). 4. (μτφ.) γνωστικός ή επαγγελματικός τομέας· γενικότ. πεδίο δράσης: ακαδημαϊκός/ειδησεογραφικός/επιστημονικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός ~. Ειδήσεις από τον ~ο του αθλητισμού/των θετικών επιστημών. Εμβόλιο που έφερε επανάσταση στον ~ο της ιατρικής/υγείας. Δραστηριοποιείται στον ~ο του εμπορίου/των επενδύσεων. Πβ. κλάδος, περιοχή.|| Ανήκει στον αριστερό/δεξιό/κεντρώο ~ο. Εξελίξεις στον οικονομικό/πολιτικό ~ο. Ανακατατάξεις/μεταρρυθμίσεις στον ~ο της εκπαίδευσης. ~ ανταλλαγής απόψεων/έκφρασης. ~ για διάλογο. Ο ~ της οικογένειας (= περιβάλλον). 5. το εσωτερικό μέρος συσκευής, οχήματος, σκάφους· (στον πληθ.) τα μικρότερα τμήματα στα οποία αυτό χωρίζεται: ο ~ του ψυγείου. Οι ~οι του αυτοκινήτου/πλοίου. 6. ΜΑΘ. σύνολο σημείων με γεωμετρικές ιδιότητες: ορθογώνιος/τοπολογικός ~. Γεωμετρία/τοπολογία του ~ου. Οι διαστάσεις/συντεταγμένες του ~ου. Ορίζω ευθεία στον ~ο. 7. ΙΑΤΡ. μέρος του ανθρώπινου κυρ. οργανισμού: κοιλιακός ~. Ο ~ του εγκεφάλου. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωνιστικός χώρος: η συγκεκριμένη έκταση εντός των ορίων της οποίας διεξάγεται αθλητικός αγώνας· ο ίδιος ο αγώνας: (στο ποδόσφαιρο) άσχημος/κακός/λασπωμένος/χωμάτινος ~ ~. Ο χλοοτάπητας του ~ού ~ου. Πβ. γήπεδο.|| Επιστροφή στους ~ούς ~ους. Ποινή αποκλεισμού από τους ~ούς ~ους., αίσθηση του χώρου: αντίληψη, συναίσθηση του χώρου, ως τρισδιάστατου διαστήματος: καλή ~ ~. Δεν έχει την ~ ~ (: δεν μπορεί να προσανατολιστεί). Βλ. αίσθηση του χρόνου., αρχαιολογικός χώρος: που έχει αρχαιολογικά μνημεία: ο ~ ~ της Ακρόπολης/της Βεργίνας/των Δελφών/της Κνωσού., δημόσιος χώρος 1. κοινόχρηστη υπαίθρια έκταση ή κτίριο υπηρεσίας: ο ~ ~ της (σύγχρονης) πόλης/της πλατείας. Απαγόρευση του καπνίσματος στους ~ους ~ους. 2. (μτφ.) πεδίο ανοιχτό σε όλα τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: ~ ~ επαφής/προβολής αιτημάτων., ιερός χώρος: μέρος, έκταση ή κτίσμα με θρησκευτική και γενικότ. ηθική σημασία: βεβήλωση/παραβίαση/προστασία ενός ~ού ~ου., όνομα χώρου/τομέα & δικτυακό όνομα χώρου: ΔΙΑΔΙΚΤ. μοναδικό όνομα κόμβου που αποτελείται από μια συμβολοσειρά δηλωτική του ονόματος του οργανισμού ή της επιχείρησης στην οποία ανήκει, μια τελεία και το όνομα του τομέα ανώτατου επιπέδου: εκχώρηση/κατοχύρωση ~ατος ~. [< αμερικ. domain name, 1982] , χώρος στάθμευσης: όπου σταθμεύουν οχήματα: επίγειος/κλειστός/υπαίθριος/υπόγειος ~ ~ αυτοκινήτων (πβ. γκαράζ, πάρκινγκ). ~ ~ αεροσκαφών/αναπηρικών οχημάτων/ποδηλάτων., (εθνικός) εναέριος χώρος βλ. εναέριος, ακάλυπτος (χώρος) βλ. ακάλυπτος, βάση διανυσματικού χώρου βλ. βάση, δειγματικός χώρος βλ. δειγματικός, διάσταση διανυσματικού χώρου βλ. διάσταση, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός, έντυπος χώρος βλ. έντυπος, ζωτικός χώρος βλ. ζωτικός, ημιυπαίθριος (χώρος) βλ. ημιυπαίθριος, προαύλιος χώρος βλ. προαύλιος ● ΦΡ.: αφήνω χώρο 1. αφήνω ένα μέρος κενό, ελεύθερο, ώστε να μπορεί κάποιος να το αξιοποιήσει ή να το εκμεταλλευτεί: Άσε μου λίγο ~! Δεν μας έχουν αφήσει ~ για παρκάρισμα. 2. (μτφ.) επιτρέπω: Διδακτικές μέθοδοι που ~ουν ~ για διάλογο/συνεργασία., ο χώρος μου/ο δικός μου χώρος: το σπίτι, η κατοικία μου ή το ιδιόκτητο επαγγελματικό μου περιβάλλον: Υποδέχτηκε τους φίλους του στον ~ο του. Απέκτησε/ψάχνει τον δικό του ~ο., πιάνει χώρο: καταλαμβάνει μεγάλη επιφάνεια εξαιτίας των διαστάσεων, του μεγέθους του: Ρούχα που ~ουν ~ στη ντουλάπα. Αρχεία που διαγράφηκαν, γιατί έπιαναν ~ στον σκληρό δίσκο (του Η/Υ). Συσκευή που δεν ~ (πολύ) ~., κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω [< αρχ. χῶρος, γαλλ. espace, place, domaine, αγγλ. space, room, area, γερμ. Raum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.