[ἱκανότητα] ι-κα-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {ικανοτήτ-ων} 1. (για πρόσ.) η δυνατότητα κάποιου να πραγματοποιεί ή να εκτελεί κάτι: έμφυτη/επίκτητη/προσαρμοστική/στοχαστική/συνθετική ~. ~ ανάγνωσης και γραφής/ανάλυσης και σύνθεσης/άσκησης/κατανόησης/κρίσης/μάθησης/προσανατολισμού. ~ για εργασία. Μειωμένη ~ όσφρησης. Καλλιεργώ μια ~. Έχει ανεπτυγμένη την ~ του λόγου/της ομιλίας. ~ διαχείρισης αλλαγών/κρίσεων. Εξαιρετική ~ στη χρήση ηλεκτρονικών µέσων. Αξιολογείται η τεχνική ~ του υποψηφίου. Αμφιβάλλω για/αμφισβητώ την ~ά του να ... (πβ. αξιοσύνη). Με ιδιαίτερη ~ (= επιδεξιότητα). Επιβεβαιώνει/μαρτυρεί την ~ά του να … Έχει τη μοναδική ~ να φτιάχνει ... (πβ. δεξιοτεχνία, μαεστρία, μαστοριά, τέχνη). Πιστοποιητικό επαγγελματικής ~ας. Άδεια ~ας οδηγού. Διανοητικές/πνευματικές ~ες (πβ. εξυπνάδα). Καλλιτεχνικές ~ες (πβ. ταλέντο). Διακρίνομαι για τις ~ές μου. Διαθέτει διαπραγματευτική ~/~ες επικοινωνίας. Είναι προικισμένη με ηγετικές/οργανωτικές/υποκριτικές ~ες (= προσόντα). Έχει πολλές ~ες, αλλά δεν τις αξιοποιεί. Ανάπτυξη/τεστ ~ων. Στερούμαι ~ων. Κάνει επίδειξη των ~ων της.|| Σεξουαλική ~.|| Σκύλος με κυνηγετικές ~ες. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ανικανότητα (1) 2. (επιστ.) ο βαθμός στον οποίο είναι δυνατόν να επιτευχθεί κάτι: αγοραστική/ασφαλιστική/εκτελεστική/επενδυτική/παραγωγική ~. ~ και ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών. ~ ανύψωσης φορτίου έως και ... τόνους. Οικονομική και χρηματοπιστωτική ~. Η εθνική άμυνα και η αποτρεπτική ~ μιας χώρας. Αυξημένη ~ µεταφοράς φορτίων. Αποτίμηση σεισμικής ~ας κτιρίων. Πβ. δύναμη, δυναμικότητα, ισχύς. ΑΝΤ. αδυναμία (1) 3. ΦΥΣ. ιδιότητα σώματος να προκαλεί συγκεκριμένο φαινόμενο: θερμική/πτητική/στροφική ~. ~ απορρόφησης ενέργειας. ● ΣΥΜΠΛ.: αερόβια ικανότητα: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που έχει ο οργανισμός, για να καταναλώνει τον ανώτατο δυνατό όγκο οξυγόνου στη μονάδα του χρόνου. Πβ. καρδιοαναπνευστική αντοχή., ικανότητα δικαίου: ΝΟΜ. δυνατότητα κάθε προσώπου να είναι φορέας δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και καταστάσεων., σωματική ικανότητα (συντομ. Ι): ΣΤΡΑΤ. η κατάσταση της σωματικής και πνευματικής υγείας στρατεύσιμου, ανάλογα με την οποία κατατάσσεται σε ορισμένη κατηγορία, ώστε να του ανατεθούν τα αντίστοιχα καθήκοντα: Η ~ ~ μπορεί να είναι Ι/1 (απόλυτα υγιής), Ι/2, Ι/3 (ένοπλος ή άοπλος), Ι/4 (πάντοτε άοπλος) και Ι/5 (εξαίρεση από τη στράτευση)., γλωσσική ικανότητα βλ. γλωσσικός, διακριτική ικανότητα βλ. διακριτικός, δικαιοπρακτική ικανότητα βλ. δικαιοπρακτικός, θερμαντική ικανότητα βλ. θερμαντικός1, πιστοληπτική ικανότητα βλ. πιστοληπτικός, φέρουσα ικανότητα βλ. φέρων ● ΦΡ.: άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες βλ. ειδικός [< αρχ. ἱκανότης, γαλλ. capacité]
γλωσσικός
, ή, ό γλωσ-σι-κός επίθ.: που αναφέρεται στη γλώσσα ως σύστημα επικοινωνίας ή (σπάν.) ως μέλος του σώματος: ~ός: έλεγχος/θησαυρός/κώδικας/όρος/πλουραλισμός/πλούτος/προγραμματισμός/σχεδιασμός/τύπος. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/άσκηση/διαίσθηση/διαταραχή (βλ. δυσλεξία, τραυλισμός)/διδασκαλία/δομή/εκμάθηση/εκπαίδευση/επικοινωνία/επιστήμη (πβ. γλωσσολογία)/έρευνα/ετερότητα/ευαισθησία/ιδεολογία/ιδιαιτερότητα/καλλιέργεια/κατάκτηση/κληρονομιά/κοινότητα/μειονότητα/μεταβολή (βλ. διαχρονία)/μετακίνηση (= ~ή μετατόπιση)/μεταρρύθμιση/παιδεία/παραδρομή (βλ. σαρδάμ)/ποικιλία (βλ. διάλεκτος)/πολιτική/πολυμορφία/συμπεριφορά. ~ό: ενδιαφέρον/ένστικτο/ερέθισμα/ιδίωμα/κριτήριο/λάθος (πβ. μαργαριτάρι)/μάθημα/μωσαϊκό/ολίσθημα/όργανο (: η γλώσσα)/πρόβλημα/πρότυπο/σύστημα/υλικό (βλ. κόρπους)/ύφος/φαινόμενο. ~οί: φραγμοί. ~ές: αδυναμίες/ατέλειες/δεξιότητες/διακρίσεις/στάσεις (: αντιλήψεις για τη γλώσσα). ~ά: δικαιώματα/εργαλεία (βλ. αυτόματος μεταφραστής)/παιχνίδια (: παιχνίδια με τη γλώσσα· βλ. γλωσσοδέτης)/στερεότυπα/στοιχεία/χαρακτηριστικά. Βλ. δι~, εθνο~, εξω~, μετα~, παρα~, πολυ~.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) ~oί: μύες. ~ά: άγκιστρα (πβ. σιδεράκια). ● ΣΥΜΠΛ.: γλωσσική επιτέλεση/πραγμάτωση: ΓΛΩΣΣ. (στη γενετική-μετασχηματιστική γραμματική) η χρήση της γλώσσας σε πραγματικές συνθήκες επικοινωνίας σε αντιδιαστολή προς τη γλωσσική ικανότητα· συνεκδ. τα συγκεκριμένα εκφωνήματα ενός ομιλητή. [< αγγλ. (linguistic) performance, 1963] , γλωσσική ικανότητα: ΓΛΩΣΣ. (στη γενετική-μετασχηματιστική γραμματική) η έμφυτη ικανότητα των ομιλητών μιας γλώσσας να παράγουν και να καταλαβαίνουν απεριόριστο αριθμό προτάσεων. [< αγγλ. (linguistic) competence, 1962] , γλωσσική πράξη & λεκτική πράξη: ΓΛΩΣΣ. η γλώσσα ως ενέργεια (απειλή, απολογία, δήλωση, διαταγή, κατηγορία, παράκληση, προειδοποίηση, υπόσχεση) σε δεδομένη περίσταση επικοινωνίας. Bλ. πραγματολογία, προθετικότητα. [< αγγλ. speech act, 1946] , γλωσσικό (ζήτημα): ΓΛΩΣΣ. (ιδ. για τη νεότερη Ελλάδα) το πρόβλημα της συνύπαρξης καθαρεύουσας και δημοτικής και η διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών τους. Βλ. διγλωσσία, διμορφία., γλωσσικό σημείο: ΓΛΩΣΣ. μοναδικός και συμβατικός συνδυασμός σημαίνοντος (μορφής) και σημαινομένου (περιεχομένου). Βλ. αυθαιρεσία, λέξη. [< γαλλ. signe linguistique] , γλωσσικός άτλαντας: ΓΛΩΣΣ. χάρτες όπου καταγράφονται ανά περιοχή γλώσσες, διάλεκτοι, ιδιώματα και γλωσσικές ποικιλίες. Βλ. γλωσσογεωγραφία, ισόγλωσσο. [< αγγλ. linguistic atlas, 1917] , (γλωσσικό) δάνειο βλ. δάνειο, (γλωσσικός) δανεισμός βλ. δανεισμός, γλωσσική αγωγή βλ. αγωγή, γλωσσική επίγνωση βλ. επίγνωση, γλωσσική τεχνολογία βλ. τεχνολογία, γλωσσικό αίσθημα βλ. αίσθημα, γλωσσικό περιβάλλον βλ. περιβάλλον, γλωσσικοί πόροι βλ. πόρος, γλωσσικός θάνατος βλ. θάνατος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια [< γαλλ. lingual, αγγλ. linguistic]
διακριτικός, ή, ό δι-α-κρι-τι-κός επίθ. 1. που δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει ή δεν προκαλεί: (για πρόσ.) Είναι άνθρωπος ~ και χαμηλών τόνων.|| (κατ' επέκτ.) ~ός: έλεγχος (: που δεν υποπίπτει στην αντίληψη κάποιου)/χειρισμός. ~ή: παρακολούθηση (π.χ. ενός προσώπου)/παρέμβαση/συμπεριφορά. ~ό: χιούμορ (βλ. ειρωνικός). ~οί: τρόποι. ~ές: κινήσεις. Η παρουσία της Αστυνομίας ήταν ~ή. ΑΝΤ. αδιάκριτος (1) 2. που διαφοροποιεί κάποιον ή κάτι από τα ομοειδή του ή χρησιμεύει για αυτό το σκοπό: ~ός: ρόλος/τίτλος (μιας εταιρείας)/χαρακτήρας. ~ή: θέση/(ΓΛΩΣΣ.) λειτουργία (π.χ. του δυναμικού τόνου της νέας Ελληνικής/των φωνημάτων). ~ό: γνώρισμα/λογότυπο/σημάδι/στοιχείο/χαρακτηριστικό. Ο ~ αριθμός ενός προϊόντος (βλ. ραβδοκώδικας). Πβ. διακριτός, διαφοροποιητικός. 3. (μτφ.) που δεν είναι πολύ έντονος, δεν ελκύει την προσοχή: ~ός: ήχος/φωτισμός/χρωματισμός (βλ. απαλός). ~ή: μυρωδιά. ~ό: άρωμα/βάψιμο/μακιγιάζ (= ανεπαίσθητο). Η ~ή πολυτέλεια (ενός ξενοδοχείου). 4. μεροληπτικός: ~ά: μέτρα (π.χ. σε βάρος κάποιου). Η αρχή της μη ~ής μεταχείρισης. ● Ουσ.: διακριτικό (το): καθετί (συνήθ. αριθμός, γράμμα ή σύμβολο) που χρησιμεύει για να διαφοροποιεί κάποιον ή κάτι από τα ομοειδή του, χαρακτηριστικό γνώρισμα: το ~ μιας αθλητικής ομάδας/ενός διαγωνιζόμενου/ενός συλλόγου.|| {συνήθ. στον πληθ.} ~ά βαθμού/των βαθμίδων (: τα σύμβολα διάκρισης των βαθμών στρατιωτικής ή άλλης ιεραρχίας. Πβ. γαλόνια, διάσημα). ~ά αξιωματικών/αστυνομικών/εκκλησιαστικών λειτουργών. ● επίρρ.: διακριτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: με διακριτικότητα, τακτ. ΑΝΤ. αδιάκριτα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: διακριτική ανάλυση: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος ανάλυσης δεδομένων που στοχεύει στην εύρεση των πιθανοτήτων αποτυχίας εξόφλησης ενός δανείου., διακριτική ικανότητα: ΟΠΤ. η ικανότητα οπτικού ή φωτογραφικού οργάνου να παρουσιάζει διακριτές εικόνες αντικειμένων που έχουν μεταξύ τους μικρή γωνιακή απόσταση: ενεργειακή/φασματική/χρονική/χωρική ~ ~. ~ ~ μικροσκοπίου/τηλεσκοπίου. Πβ. ανάλυση. ΣΥΝ. διακριτικότητα (2) [< αγγλ. resolving power] , διακριτικό κλήσης: συμβατική ονομασία που σχηματίζεται από γράμματα και αριθμούς και είναι συγκεκριμένη για κάθε τηλεγραφικό ή ραδιοφωνικό πομπό-δέκτη: διεθνές ~ ~. Βλ. κωδικός. [< αγγλ. call sign, 1919] , διακριτική ευχέρεια βλ. ευχέρεια [< 1: αρχ. διακριτικός, γαλλ. discret 2: γαλλ. distinctif 3: γαλλ. discret 4: γαλλ. discriminatoire]
δικαιοπρακτικός, ή, ό δι-και-ο-πρα-κτι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με τη δικαιοπραξία: ~ή: βούληση. ~ά: έγγραφα. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαιοπρακτική ανικανότητα: έλλειψη προϋποθέσεων κατάρτισης δικαιοπραξίας: μερική/ολική ~ ~., δικαιοπρακτική ικανότητα: δυνατότητα αυτοπρόσωπης παράστασης σε δικαιοπραξίες: περιορισµένη/πλήρης ~ ~. Εκχώρηση ~ής ~ας. [< αγγλ. legal capacity] [< μτγν. δικαιοπρακτικός 'που πράττει δίκαια']
ειδικός, ή, ό [εἰδικός] ει-δι-κός επίθ. ΑΝΤ. γενικός 1. που υπάρχει, γίνεται ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό, που διαφοροποιείται από το κανονικό, το σύνηθες: ~ός: εξοπλισμός/φόρος. ~ή: αίθουσα/(ΠΛΗΡΟΦ.) αναζήτηση/αποστολή/διαδρομή (ράλι)/Διδακτική (ενός μαθήματος)/έκδοση (για παιδιά)/θεραπεία/κάρτα (μέλους)/μελέτη/σχέση/υπηρεσία. ~ό: βραβείο/ένθετο/καθεστώς/μηχάνημα/πρόγραμμα. ~ές: απαιτήσεις/γλώσσες/διατάξεις/κατασκευές (επίπλων)/προσφορές (του μήνα)/ρυθμίσεις. ~ά: θέματα/λεξικά/μέτρα/προϊόντα/χαρακτηριστικά (βλ. καθολικός). ~οί όροι συμμετοχής. Σε ~ές συνθήκες θερμοκρασίας. Χρειάζεται ~ή άδεια. Συμπληρώστε το ~ό έντυπο.|| ~ό Σχολείο (: που απευθύνεται σε παιδιά με ~ές ανάγκες).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ή: πρόταση (: δευτερεύουσα ονοματική πρόταση που εισάγεται με τους συνδέσμους ότι, πως ή που). ~οί: σύνδεσμοι (: με τους οποίους εισάγονται οι ~ές προτάσεις). ~ό: απαρέμφατο (: είδος απαρεμφάτου της αρχαίας ελληνικής που αποδίδεται στα νέα με ~ή πρόταση). 2. (για φυσικό ή νομικό πρόσ.) που έχει ορισμένη αρμοδιότητα, αποστολή ή γνώσεις, πείρα, ικανότητες υψηλού επιπέδου σε ένα αντικείμενο, κλάδο: ~ός: απεσταλμένος/επιστήμονας/συνεργάτης. ~ή: επιτροπή. ~ό: κοινό (ΑΝΤ. ευρύ)/προσωπικό. ~ή εταιρεία συμβούλων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: αλλεργιολόγος/χειρουργός. Πβ. ειδικευμένος. ΑΝΤ. ανειδίκευτος ● Ουσ.: ειδικός (ο/η): πρόσωπο, συνήθ. επαγγελματίας, με ορισμένη ειδικότητα: ~ εφαρμογών πληροφορικής/φοροτεχνικού γραφείου. Οι ~οί προτείνουν/συμβουλεύουν ... Ρωτήστε τον ~ό. Πβ. αυθεντία, γκουρού, ειδήμων, ειδικευμένος, εξπέρ, επαΐων, μετρ, σπεσιαλίστας. ΑΝΤ. άσχετος, άσχετη [< γαλλ. spécialiste] ● επίρρ.: ειδικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ειδικό βάρος 1. ΦΥΣ. ο λόγος του βάρους ενός σώματος προς τον όγκο του (σύμβ. ε): μικρό/υψηλό ~ ~. Το ~ ~ του νερού. Βλ. μάζα, πυκνότητα. 2. (μτφ.) σπουδαιότητα, σημασία: το ~ ~ των αντιπάλων. [< γαλλ. poids spécifique] , Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (ακρ. ΕΛΚΕ): μη κερδοσκοπικός οργανισμός που λειτουργεί στα ΑΕΙ με σκοπό την προαγωγή της έρευνας., Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο βλ. δικαστήριο, Ειδικές Δυνάμεις βλ. δύναμη, ειδική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αγωγή, ειδική μνεία βλ. μνεία, ειδική πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, ειδική/ιδιαίτερη περίπτωση βλ. περίπτωση, Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο βλ. αντιγόνο, Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα βλ. τραβηκτικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, ειδικός αγορητής βλ. αγορητής, ειδικός γραμματέας βλ. γραμματέας, ειδικός διαπραγματευτής βλ. διαπραγματευτής, ειδικός εκλογικός αριθμός βλ. αριθμός, ειδικός φρουρός βλ. φρουρός ● ΦΡ.: άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες: που παρουσιάζουν σωματική ή πνευματική αναπηρία και χρειάζονται επιπλέον βοήθεια, για να ανταποκρίνονται στις καθημερινές τους ανάγκες: απασχόληση/εκπαίδευση (των) ατόμων ~ ~. Πβ. ανάπηρος, εμποδιζόμενα άτομα, παράλυτος. Βλ. ΑΜΕΑ1. [< μτγν. εἰδικός, γαλλ. spécial, spécifique]
θερμαντικός1, ή, ό θερ-μα-ντι-κός επίθ./ουσ.: που παράγει θερμότητα ή έχει την ιδιότητα να θερμαίνει: ~ός: εξοπλισμός. ~ή: αντίσταση/λάμπα/πλάκα/ύλη. ~ό: καλώδιο/μέσο/στοιχείο/σύστημα. Η ~ή επιφάνεια του λέβητα. Η ~ή (= θερμογόνος) δύναμη/ισχύς των καυσίμων.|| ~ή: αλοιφή/κρέμα. Λάδι με ~ή δράση.|| ~ό: ποτό/ρόφημα (πβ. ζεστό).|| (ως ουσ.) ~ά εξωτερικών χώρων (πβ. σόμπα). ● ΣΥΜΠΛ.: θερμαντική ικανότητα: θερμότητα που παράγεται από την τέλεια καύση της μονάδας μάζας καύσιμης ύλης. [< γαλλ. pouvoir calorifique] , θερμαντικό σώμα 1. & θερμαντική συσκευή: που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση χώρου: ~ά ~ατα ακτινοβολίας/μαρμάρου. Βλ. αερόθερμο, θερμοσυσσωρευτής, κλιματιστικό. 2. (ειδικότ.) καλοριφέρ: ~ά ~ατα πάνελ (: από χαλύβδινα ελάσματα συγκολλημένα, ώστε να σχηματίζουν υδροφόρα πλάκα). [< αρχ. θερμαντικός, γαλλ. chauffant]
-ότητα(λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
πιστοληπτικός, ή, ό πι-στο-λη-πτι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη λήψη πίστωσης: ~ή: αξιοπιστία. ~ό: προφίλ. ΑΝΤ. πιστοδοτικός ● επίρρ.: πιστοληπτικά ● ΣΥΜΠΛ.: πιστοληπτική ικανότητα: δυνατότητα λήψης πίστωσης βάσει της οικονομικής φερεγγυότητας του αιτούντος ότι μπορεί να εξοφλήσει το χρέος: ~ ~ τραπεζών/μιας χώρας. Οργανισμοί αξιολόγησης της ~ής ~ας. [< αγγλ. creditworthiness, 1963] , οίκος (πιστοληπτικής) αξιολόγησης βλ. οίκος, πιστοληπτική διαβάθμιση βλ. διαβάθμιση
φέρων, ουσα, ον φέ-ρων επίθ. {φέρ-οντος (θηλ. -ουσας, λογιότ. -ούσης) | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (επιστ.): που μεταφέρει, κουβαλά, έχει κάτι (πάνω του)· (κυρ. ειδικότ., για δομικό στοιχείο) που βαστά, στηρίζει φορτίο, βάρος: (ΦΥΣ.-ΤΗΛΕΠ.) ~ουσα: συχνότητα (πομπού). ~ον: κύμα.|| (ΑΡΧΙΤ.) ~ουσα: πλάκα. ~ων οργανισμός κτιρίου (= σκελετός) από οπλισμένο σκυρόδεμα. Κατασκευές από ~ουσα τοιχοποιία. ● ΣΥΜΠΛ.: φέρουσα ικανότητα 1. το μέγιστο βάρος που μπορεί να αντέξει ένα σύστημα, χωρίς να φθαρεί ή να παραμορφωθεί: ~ ~ οδοστρώματος. Επίδραση του υπόγειου νερού στη ~ ~ του εδάφους. 2. οι φυσικοί πόροι που διαθέτει ένας τόπος και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την τουριστική του ανάπτυξη: η ~ ~ των νησιών. 3. ΟΙΚΟΛ. ο αριθμός των ειδών που μπορεί να συντηρεί ένα οικοσύστημα, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ισορροπία του: ~ ~ παράκτιων ζωνών. Αειφορική διαχείριση και ~ ~. [< αγγλ. carrying capacity] , φέρουσα κατασκευή: ΑΡΧΙΤ. το τμήμα του κτιρίου που μεταφέρει στο έδαφος τα φορτία του συγκεκριμένου οικοδομήματος καθώς και τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτό: μεταλλική/ξύλινη ~ ~. [< γαλλ. construction portante] , παρένθετη/φέρουσα/υποκατάστατη μητέρα βλ. μητέρα [< μτχ. εν. του ρ. φέρω, αγγλ. carrier]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ