ιλαρά [ἱλαρά] ι-λα-ρά ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. οξύ, μεταδοτικό ιογενές νόσημα, το οποίο προσβάλλει συνήθ. παιδιά, κυρ. το αναπνευστικό τους σύστημα, και χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό και εξάνθημα με κόκκινες κηλίδες που εξαπλώνεται σε όλο το σώμα: εμβόλιο/κρούσματα ~άς. Πέρασα την/προσβλήθηκα από ~. Βλ. ανεμοβλογιά. ● ΦΡ.: βγάζω την ιλαρά/τη(ν) μπέμπελη (μτφ.-προφ.): ζεσταίνομαι υπερβολικά: Θα βγάλεις ~ έτσι βαριά που ντύθηκες! [< μεσν. ίλαρη]
ανεμοβλογιά
ανεμοβλογιά [ἀνεμοβλογιά] α-νε-μο-βλο-γιά ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μεταδοτική εξανθηματική και συνήθ. επιδημική νόσος που εμφανίζεται κυρ. σε παιδιά και οφείλεται σε ιό: ουλές/σημάδια από ~. Βλ. έρπης ζωστήρ, ερυθρά, ευλογιά, ιλαρά, κοκίτης, μαγουλάδες, οστρακιά. [< γαλλ. varicelle]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.