Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ινστιτούτο [ἰνστιτοῦτο] ιν-στι-τού-το ουσ. (ουδ.) (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Ι) 1. ίδρυμα το οποίο αναπτύσσει σημαντική δραστηριότητα σε κάποιον τομέα, επιστημονικό, τεχνολογικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό· συνεκδ. το αντίστοιχο κτίριο: Γαλλικό/Ιταλικό Μορφωτικό/Παιδαγωγικό ~. ~ Αστρονομίας και Αστροφυσικής/Βιολογίας/Δασικών Ερευνών/Επεξεργασίας του Λόγου/Θετικών Επιστημών και Εφαρμογών/Καταναλωτών/Nεοελληνικών Σπουδών. 2. ονομασία κρατικού ή ιδιωτικού εκπαιδευτικού οργανισμού: ~ Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ)/Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. ~ επιμόρφωσης. Βλ. εκπαιδευ-, φροντισ-τήριο. 3. τίτλος που δίνεται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις για εμπορικούς λόγους: ~ αδυνατίσματος/αισθητικής. Πβ. κέντρο. ● ΣΥΜΠΛ.: Γεωδυναμικό Ινστιτούτο βλ. γεωδυναμικός, ινστιτούτο ομορφιάς βλ. ομορφιά [< μεσν. ινστιτούτα 'διατάξεις, νομοθετήματα', γαλλ. institut, αγγλ. institute]

γεωδυναμικός

γεωδυναμικός, ή, ό γε-ω-δυ-να-μι-κός επίθ.: ΓΕΩΛ. που σχετίζεται με τη γεωδυναμική: ~ά: φαινόμενα. ● ΣΥΜΠΛ.: Γεωδυναμικό Ινστιτούτο (ακρ. ΓΙ): με βασικό στόχο την παρακολούθηση και καταγραφή της σεισμικής δραστηριότητας στον ελληνικό χώρο και τις γύρω περιοχές: ~ ~ του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. [< γαλλ. géodynamique , αγγλ. geodynamic(al)]

ομορφιά

ομορφιά [ὀμορφιά] ο-μορ-φιά ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό-λογοτ.) εμορφιά, ομορφάδα: η ιδιότητα του όμορφου: αγγελική/ανεξάντλητη/αξεπέραστη/απίστευτη/απόλυτη/ασύγκριτη/διακριτική/θεϊκή/θεσπέσια/εκθαμβωτική/εκρηκτική/εντυπωσιακή/εξαιρετική/εξωτική/κλασική/λιτή/μαγευτική/μαγική/μοναδική/μυστηριακή/μυστηριώδης/ξεχωριστή/παρθενική/τεχνητή/υπνωτιστική ~. Ανδρική/γυναικεία/εξωτερική/εσωτερική/πνευματική/σωματική/ψυχική ~. Ασύλληπτης ~ιάς. Υγεία και ~. Η απαράμιλλη ~ και συμμετρία της φύσης. Η ~ του ποδοσφαίρου. Διαγωνισμός (= καλλιστεία)/είδη/κούρα/μάσκα/μυστικά/προϊόντα/πρότυπα/συμβουλές ~ιάς. Βιομηχανία της ~ιάς. || (στον πληθ., κυρ. για τόπο:) Νησί γεμάτο φυσικές ~ιές. Οι κρυφές ~ιές του ωκεανού.|| (προφ.-για πρόσ.) Τι ~ιές είναι αυτές; ΣΥΝ. καλλονή (2), κάλλος, ωραιότητα ΑΝΤ. ασχήμια (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγρια ομορφιά: που δεν έχει αλλοιωθεί από ανθρώπινες παρεμβάσεις: Η ~ ~ του ορεινού τοπίου., ινστιτούτο ομορφιάς & (σπάν.-παλαιότ.) καλλονής: κέντρο περιποίησης και φροντίδας προσώπου και σώματος, συνήθ. για γυναίκες: ~α ~ και αισθητικής. Πβ. σαλόνι ομορφιάς. ● ΦΡ.: κάποιος είναι στις ομορφιές του: είναι ιδιαίτερα όμορφος ή ευπαρουσίαστος, συνήθ. μια συγκεκριμένη ημέρα: (επιτατ.) Στις ~ σου είσαι σήμερα. [< μεσν. ομορφιά < αρχ. εὐμορφία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.