Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ισοβαρής , ής, ές [ἰσοβαρής] ι-σο-βα-ρής επίθ. {ισοβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} & (σπάν.) ισόβαρος, η, ο 1. που έχει το ίδιο βάρος ή κυρ. την ίδια βαρύτητα με κάποιον ή κάτι άλλο: ~ή: δέματα.|| (μτφ.) ~ής: σχέση. ΑΝΤ. αν~. 2. ΜΕΤΕΩΡ. (για γραμμή σε μετεωρολογικό χάρτη) που ενώνει σημεία με την ίδια βαρομετρική πίεση σε δεδομένη χρονική στιγμή: ~είς: καμπύλες. Βλ. ισαλλοβαρής. 3. ΦΥΣ. ΠΥΡ. (για άτομο) που έχει τον ίδιο μαζικό αλλά διαφορετικό ατομικό αριθμό σε σχέση με άλλα άτομα: ~είς: πυρήνες. ~ή: στοιχεία.|| (κ. ως ουσ.) Τα ~ή. 4. ΦΥΣ. που πραγματοποιείται με σταθερή πίεση: ~ής: θέρμανση/μεταβολή/ψύξη. Βλ. ισό-θερμος, -χωρος. ● επίρρ.: ισοβαρώς [-ῶς] [< 1: αρχ. ἰσοβαρής 2,3,4: αγγλ. isobar, γαλλ. isobare]

ισαλλοβαρής

ισαλλοβαρής, ής, ές [ἰσαλλοβαρής] ι-σαλ-λο-βα-ρής επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ισαλλοβαρείς (γραμμές): ΜΕΤΕΩΡ. αυτές που ενώνουν σε χάρτη σημεία με τις ίδιες μεταβολές της βαρομετρικής τάσης σε δεδομένο χρόνο. Βλ. ισοβαρής. [< αγγλ. isallobars, 1911, γαλλ. isallobares, 1948]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.