Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ιστάμενος , η, ο [ἱστάμενος] ι-στά-με-νος επίθ. (επίσ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: υψηλά ιστάμενος {συνήθ. στον πληθ.}: που κατέχει ανώτερη θέση σε κλίμακα ιεραρχίας: ~ ~ αξιωματούχος. ~ ~η πηγή (της κυβέρνησης). ~ ~οι παράγοντες (του υπουργείου). ~ ~α πρόσωπα/στελέχη. Πβ. ιθύνοντες, οι τα πρώτα φέροντες, τα ψηλά καπέλα. [< μτχ. παθητ. ενεστ. του ρ. ἵστημι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.