Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ιστορία [ἱστορία] ι-στο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. {σπάν. στον πληθ.} το σύνολο των γεγονότων, ιδ. αυτών που θεωρούνται αξιομνημόνευτα και συνθέτουν την εξελικτική πορεία λαού, πολιτισμού, ευρύτερης περιοχής· η γνώση και η διήγησή τους: γενική/παγκόσμια/τοπική ~. Προφορική ~ (: δίνει βάρος στην ανασυγκρότηση της μνήμης, δημόσιας και ιδιωτικής). Αρχαία/μεσαιωνική/νεότερη/σύγχρονη ~. Κοινωνική/οικονομική/πνευματική/πολιτική/πολιτιστική ~. Η ελληνική ~. Η ~ της ανθρωπότητας. Τα διδάγματα/τα πρόσωπα/ο ρους της ~ας. Η ~ διδάσκει. Βλ. ιστοριογραφία, μικροϊστορία.|| (ΘΡΗΣΚ.) Η Ιερά ~.|| Στα κείμενά του περιπλέκεται η ~ με τον μύθο. || Χώρα με μακρά, πλούσια ιστορία. Πβ. προϊστορία. 2. ΙΣΤ. {κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι} η επιστήμη που μελετά το παρελθόν με βάση έγκυρες μαρτυρίες· το σχετικό βιβλίο και μάθημα: μέθοδοι/πηγές της ~ας. Καθηγητής της βυζαντινής ~ας (πβ. ιστορικός). Βλ. αρχαιολογία.|| Αγόρασα την ~ της ...|| Τι βαθμό πήρες στην ~; 3. {σπάν. στον πληθ.} επιστημονική παρουσίαση ιστορικών συμβάντων ή εξελίξεων σε έναν τομέα με χρονολογική σειρά: ~ της ελληνικής γλώσσας. Η γεωλογική ~ του νησιού.|| (με κεφαλ. το αρχικό Ι) ~ των Επιστημών/της Λογοτεχνίας/της Τέχνης. 4. προφορική ή γραπτή αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών συμβάντων: αστεία/αστυνομική/ερωτική/πλαστή/ρομαντική ~. ~ αγάπης/τρόμου. Η πλοκή της ~ας. Γράφω/διηγούμαι μια αληθινή ~. Πού να σου λέω τώρα, είναι ολόκληρη ~. Η ~ εκτυλίσσεται στο ... Ατέλειωτες ~ες καθημερινής τρέλας. ~ες για γέλια και για κλάματα. Έχω ακούσει ένα σωρό ~ες για το ... Πβ. θρύλος, παραμύθι. Βλ. χρονικό.|| Η ~ μιας ταινίας (= υπόθεση, πβ. στόρι, βλ. σενάριο). 5. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) δυσάρεστη περιπέτεια, πρόβλημα: Είχε ~ες με την αστυνομία/τον γείτονα/την εφορία/μια κοπελίτσα (πβ. έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα). Τελευταία μου κάνει ~ες (: μου δημιουργεί δυσκολίες). Όλη αυτή η ~ μου κόστισε ακριβά. Είναι ολόκληρη ~ να φτιάξεις το αυτοκίνητο (πβ. ταλαιπωρία). Τόσα χρόνια η γνωστή/ίδια ~. 6. ιστορικοί χρόνοι. Βλ. προϊστορία. ● Υποκ.: ιστοριούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορία επιτυχίας: για πρόσωπο ή εταιρεία με λαμπρά επιτεύγματα που αποφέρουν κέρδη και φήμη. [< αγγλ. success story], παλιά ιστορία: γεγονός παλιό ή/και ξεχασμένο., το τέλος της ιστορίας: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. θεωρία που υποστηρίζει ότι με την επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του παγκόσμιου καπιταλισμού η διαλεκτική που έθρεψε τους πολέμους και τις επαναστάσεις σταματά ελλείψει αντιπάλων. [< αγγλ. The End of History, 1989] , διηγήματα/ιστορία/ταινία μυστηρίου βλ. μυστήριο, πονεμένη ιστορία βλ. πονεμένος, το χρονοντούλαπο της Ιστορίας βλ. χρονοντούλαπο, φυσική ιστορία βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ανήκει στην ιστορία/αποτελεί ιστορία 1. (μτφ., για πρόσ., γεγονός, κατάσταση) είναι ξεχασμένος, ξεπερασμένος, δεν προκαλεί πια το ενδιαφέρον: Το παιχνίδι/τουρνουά ~ ~. Ό,τι έγινε ~ ~. 2. (για πρόσ., μνημείο, γεγονός) είναι μέρος του ιστορικού παρελθόντος: Κτίριο που ανήκει στην ~ της πόλης. Ανήκουν στην ~ του τόπου., ανοίγω ιστορίες (προφ.): δημιουργώ προβλήματα, εμπλέκομαι σε μια υπόθεση, αρχίζω δοσοληψίες με κάποιον: Μην ~εις ~, άσε να ξεχαστεί το πράγμα! Δεν θέλω να ~ξω ~ μαζί του., αυτό είναι μια άλλη ιστορία (προφ.): λέγεται όταν κάποιος δεν θέλει να μιλήσει για ένα θέμα, το οποίο αναφέρει παρεμπιπτόντως: Μετά, βέβαια, θα μετανιώσει, αλλά ~ ~ (= δεν θα το συζητήσουμε τώρα). [< αγγλ. that ΄s another story] , γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία & (σπάν.) εποποιία/έπος (μτφ.): για διάκριση σε κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο: Έγραψε ~ στην οικονομική πολιτική/στον παγκόσμιο αθλητισμό. Προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας που με το έργο της γράφει ~. Έγραψε τη δική του εποποιία ως προπονητής. Πβ. μεγαλουργώ.|| Η παράσταση θα γράψει ~. ΣΥΝ. άφησε/θα αφήσει εποχή, έτσι για την ιστορία (προφ.): απλώς και μόνο για να ειπωθεί κάτι: ~ ~, να αναφέρω/θυμίσω ότι ..., η ιστορία επαναλαμβάνεται: για γεγονότα ή πράξεις που εμφανίζονται ξανά, συνήθ. με μικρές παραλλαγές ή αποκλίσεις: Δυστυχώς/να λοιπόν που ~ ~ (ως τραγωδία/φάρσα). Πβ. (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί., η ιστορία θα κρίνει: θα αποδειχθεί στο μέλλον: ~ ~, αν έκανε σωστά ή λάθος. Πβ. θα δείξει., η ιστορία της ζωής μου: τα περιστατικά του βίου μου: Γράφω/διηγούμαι/λέω την ~ ~ (πβ. αυτοβιογραφούμαι).|| (μτφ.-ειρων.) Ο κάθε παλαβός έρχεται και λέει την ~ ~ του (: φλυαρεί για άσχετα πράγματα)., περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία {συνήθ. στον αόρ.} (μτφ.) 1. καθιερώνεται στην ιστορία, συνήθ. με συγκεκριμένη ιδιότητα: Πέρασε ~ ως η πρώτη Ελληνίδα που ... Οι περισσότερες ταινίες του έμειναν ~ του κινηματογράφου. Το έργο του έχει μείνει αθάνατο και το όνομά του μπήκε ~. Πβ. άφησε εποχή. 2. για κάτι που ανήκει στο παρελθόν ή σπανιότ. για σημαντικό πρόσωπο που πέθανε: Η δραχμή πέρασε ~., τα υπόλοιπα είναι ιστορία (προφ.): τα γεγονότα που ακολουθούν είναι γνωστά ή προβλέψιμα, συνεπώς δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο: Τους είπα την ιδέα μου, τους άρεσε και ~ ~., το παίζει ιστορία (αργκό): έχει υπεροπτική ή επιδεικτικά αδιάφορη συμπεριφορά προς τους άλλους: ~ ~ με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Έχει καβαλήσει το καλάμι και μας ~ ~. ΣΥΝ. κάνει/παριστάνει τον καμπόσο, ιστορίες για αγρίους βλ. άγριος, στις δέλτους της ιστορίας βλ. δέλτος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση [< αρχ. ἱστορία 4,5: γαλλ. histoire, γερμ. Historie, αγγλ. history]

άγριος

άγριος, α, ο [ἄγριος] ά-γρι-ος επίθ. {άγρι-ου κ. -ίου, (θηλ.) -ας κ. -ίας} 1. που βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, (για ζώο) που δεν έχει εξημερωθεί ή (για φυτό) που δεν καλλιεργείται και κατ' επέκτ. που σχετίζεται με ή προέρχεται από άγριο είδος: ~ος: χοίρος (= αγριόχοιρος). ~α: γάτα. ~ο: άλογο/θήραμα (π.χ. μπεκάτσα)/θηρίο (λ.χ. λιοντάρι). ~οι: πληθυσμοί (όπως: ταράνδων). ~α: είδη/ζώα. ΣΥΝ. αδάμαστος, ανήμερος, ατίθασος. ΑΝΤ. εξημερωμένος, ήμερος.|| ~α: τριανταφυλλιά/φράουλα. ~α: βότανα/λουλούδια/ραδίκια/χόρτα. Πβ. αυτοφυής. Βλ. φυτευτός.|| ~α: βλάστηση/πανίδα/φύση. ~ο: παρθένο δάσος (πβ. άβατο, απάτητο).|| (μειωτ.) ~α φυλή (πβ. απολίτιστη, βάρβαρη, πρωτόγονη). Βλ. ημι~. 2. επιθετικός, ατίθασος, σκληρός, αγενής: ~ος: λαός (πβ. πολεμικός, πολεμοχαρής)/σκύλος. ~α: νεολαία (πβ. χούλιγκαν)/όψη. ~ο: βλέμμα (= αγριωπό, βλοσυρό)/ύφος. ~ες: διαθέσεις. ~α: ένστικτα/ήθη. Μας κοίταζε με ~ο μάτι.|| (ως ουσ.) Φυλή ~ίων. Βλ. πρωτόγονος. 3. (μτφ.) έντονος, οξύς, ορμητικός, σφοδρός: ~ος: αγώνας (πβ. σκληρός)/άνεμος/ανταγωνισμός (πβ. αμείλικτος)/θάνατος (πβ. μαρτυρικός, τραγικός, φριχτός)/καιρός/καβγάς (πβ. χοντρός)/ξυλοδαρμός (πβ. βάναυσος, βίαιος)/πόλεμος. ~α: δολοφονία (πβ. αποτρόπαια, ειδεχθής, στυγνή)/θάλασσα (πβ. τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένη)/νύχτα/χαρά (πβ. μεγάλη). ~ο: γλέντι (πβ. ξέφρενο)/θέαμα (πβ. απάνθρωπο)/κυνηγητό/μεθύσι (πβ. άσχημο, τρελό). ~α: βασανιστήρια/κύματα (= μανιασμένα)/νερά (ποταμού, πβ. ορμητικά). Έρχονται/ξημερώνουν ~ες μέρες (πβ. δύσκολες). 4. (μτφ.) απόκρημνος, άγονος, αφιλόξενος, δύσβατος: ~α: ακρογιαλιά (πβ. βραχώδης). ~ο: βουνό/τοπίο. ~α: βράχια (πβ. απότομα). 5. σκληρός, τραχύς: ~α: επιδερμίδα/επιφάνεια (ΑΝΤ. λεία)/υφή/φωνή. ~ο: δέρμα (ΑΝΤ. απαλό)/μουστάκι (=αρειμάνιο). ~α: γένια (πβ. αξύριστα)/μαλλιά (πβ. ξηρά)/χέρια (ΑΝΤ. μαλακά). ● Υποκ.: αγριούτσικος , η, ο ● επίρρ.: άγρια & (λόγ.) αγρίως 1. (κυριολ.) με αγριότητα ή και βαρβαρότητα, βαναυσότητα, ωμότητα: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~. Με κοιτάζει/τσακώθηκαν άγρια. 2. (μτφ.) με μεγάλη ένταση ή σε μεγάλο βαθμό (συχνά για κάτι που γίνεται συστηματικά, προκλητικά ή απροκάλυπτα): Αποδοκιμάστηκε/φορολογούνται ~. Μας δουλεύουν αγρίως/την πάτησα ~.|| (αργκό) Σπάστηκα ~. Τα έχω πάρει ~. Του τα έχωσα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγρια ζωή: το σύνολο των ζώων κυρ. και των φυτών που αναπτύσσονται σε φυσικές συνθήκες: καταφύγια/παράνομο εμπόριο/πάρκα/προστασία της ~ας ~ής. Κλιματικές αλλαγές και ~ ~. Δάσος/υγρότοπος με πλούσια ~ ~. Βλ. οικοσύστημα. [< αγγλ. wildlife] , Άγρια Δύση βλ. δύση, άγρια ομορφιά βλ. ομορφιά, άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα βλ. χάραμα, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα ● ΦΡ.: ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα (παροιμ.): για κάποιον που επιδιώκει να οικειοποιηθεί τα δικαιώματα άλλου ή να επιβάλει τις απόψεις του: Ε, δεν θα μας πουν και οι νέοι υπάλληλοι πώς θα κάνουμε τη δουλειά μας! ~ ~!, ιστορίες για αγρίους (μειωτ.): για βάρβαρες, αλλόκοτες, απίστευτες ή φανταστικές καταστάσεις., κάνει τον άγριο: παριστάνει τον σκληρό, τον ευέξαπτο., έγινε άγρια θάλασσα βλ. θάλασσα, με το κακό/με το άγριο βλ. κακό [< αρχ. ἄγριος, γαλλ. sauvage]

αρχαιολογία

αρχαιολογία [ἀρχαιολογία] αρ-χαι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και κατανόηση του ανθρώπινου παρελθόντος (πολιτισμικού, κοινωνικού, θρησκευτικού), μέσα από την ανάλυση και διερεύνηση υλικών πολιτιστικών υπολειμμάτων, οικοδομημάτων, λειψάνων και άλλων ευρημάτων: προϊστορική/κλασική/ρωμαϊκή/(μετα)βυζαντινή/μεσαιωνική ~. Ιστορία-~. Βλ. ανασκαφή.|| (προφ., η Αρχαιολογική Υπηρεσία:) Έχω προβλήματα με την ~. Βλ. -λογία. 2. {σπανιότ. στον πληθ.} (μειωτ.) χαρακτηρισμός προσώπου μεγάλης ηλικίας ή συνήθ. πολύ παλιού, ξεπερασμένου, φθαρμένου πράγματος. Πβ. αντίκα, κουρελαρία, παλιατζούρα. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική αρχαιολογία: κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τη διάσωση και καταγραφή βιομηχανικών μνημείων. [< αγγλ. industrial archaeology, 1951] , πειραματική αρχαιολογία: που στοχεύει στην ερμηνεία και επιβεβαίωση αρχαιολογικών μαρτυριών, μέσω της διεξαγωγής ελεγχόμενων πειραμάτων. [< αγγλ. experimental archaeology] , περιβαλλοντική αρχαιολογία: που έχει ως αντικείμενο την ανασύνθεση των περιβαλλοντικών συνθηκών παλαιότερων εποχών και την κατανόηση της επίδρασης του ανθρώπου σε αυτές. [< αγγλ. environmental archaeology] , ψηφιακή αρχαιολογία: διαδικασία ανάκτησης πληροφοριών από απαρχαιωμένες και κατεστραμμένες πηγές δεδομένων. [< αγγλ. digital archaeology] , ενάλια αρχαιολογία βλ. ενάλιος [< 1: αρχ. ἀρχαιολογία, γαλλ. archéologie, γερμ. Archäologie, αγγλ. archaeology 2: γαλλ. antique, antiquité]

δέλτος

δέλτος δέλ-τος ουσ. (θηλ.): ΑΡΧΑΙΟΛ. πίνακας γραψίματος, τριγωνικού συνήθ. σχήματος, με κέρινη επίστρωση, τον οποίο χάρασσαν με γραφίδα: ιερές/πήλινες ~οι. ~οι σε γραμμική γραφή Α και Β. Πβ. πινακίδα. Βλ. κώδικας, πάπυρος, περγαμηνή. ● ΦΡ.: στις δέλτους της ιστορίας (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.): διατήρηση γεγονότος ή προσώπου στην ιστορική μνήμη: Το όνομά του γράφτηκε/έμεινε στις (χρυσές) ~ ~. [< αρχ. δέλτος]

ιστοριογραφία

ιστοριογραφία [ἱστοριογραφία] ι-στο-ρι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΣΤ. -ΦΙΛΟΛ. συγγραφή ιστορικών γεγονότων και συνεκδ. το σύνολο των έργων που καταγράφουν την ιστορία μιας εποχής, ενός τόπου: βυζαντινή/λατινική/σύγχρονη ~. Εθνικές ~ες. Βλ. -γραφία. [< μτγν. ἱστοριογραφία, γαλλ. historiographie , αγγλ. historiography]

μυστήριο

μυστήριο μυ-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {μυστηρί-ου} 1. οτιδήποτε είναι άγνωστο, κρυφό, δυσερμήνευτο ή ακατανόητο: ανεξήγητο/αξεδιάλυτο/σκοτεινό ~. Το ~ της ανθρώπινης ύπαρξης/της δημιουργίας του Σύμπαντος/ενός εγκλήματος/της εξαφάνισης (μιας γυναίκας)/του έρωτα/της ζωής/του θανάτου. Το ~ της χαμένης Ατλαντίδας. Βλέμμα όλο ~. Τα ~α της επιστήμης/της φύσης. Αποκάλυψη/εξήγηση/λύση του ~ου. Διαλευκαίνω/ξεδιαλύνω το ~. Έριξε φως στο ~. ~ που παραμένει άλυτο/ανεξιχνίαστο. ~ καλύπτει/περιβάλλει το δυστύχημα/την υπόθεση. ~ πλανάται γύρω από ... Καλλιεργεί ένα ~ γύρω από το πρόσωπό του. Πυκνώνει το ~ για τη μοιραία πτήση/γύρω από τον θάνατο…/με την υγεία … Η αιτία του θανάτου της παραμένει ~. Είναι ~ πώς άντεξε τέτοια ταλαιπωρία. Πβ. αίνιγμα, γρίφος, μυστικό.|| (για πρόσ.) Δεν μπορώ να τον καταλάβω, αυτός ο άνθρωπος είναι ~ (= μυστήριος). (ως παραθετικό σύνθ.) Άνδρας/γυναίκα/έγκλημα/υπόθεση - ~. 2. ΕΚΚΛΗΣ. τελετή της χριστιανικής Εκκλησίας με ορισμένο τυπικό, κατά την οποία οι πιστοί λαμβάνουν τη Θεία Χάρη: Το ~ της βάπτισης/του γάμου/του ευχελαίου/της Θείας Ευχαριστίας/της ιεροσύνης/της μετάνοιας (ή εξομολόγησης)/του χρίσματος. Τέλεση ~ου. (Μη) επαναλαμβανόμενα/προαιρετικά/υποχρεωτικά ~α. Βλ. ιεροτελεστία, ιερουργία. 3. ΘΕΟΛ. θρησκευτικό δόγμα που δεν εξηγείται με τη λογική: το ~ της Αγίας Τριάδας. Το άφατο ~ της ενανθρώπησης του Θεού.μυστήρια (τα) 1. ΑΡΧ. τελετουργίες συνδεδεμένες με τη λατρεία θεότητας, στις οποίες η είσοδος επιτρεπόταν μόνο στους μυημένους: απόκρυφα/διονυσιακά/ορφικά ~. Μύηση σε ~. 2. ΘΕΑΤΡ. μεσαιωνικά δραματικά έργα σε διαλογική μορφή με θέματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη ή τους βίους των Αγίων. [< 1: αρχ. μυστήριον 2: γαλλ. mystères] ● ΣΥΜΠΛ.: διηγήματα/ιστορία/ταινία μυστηρίου: στα οποία κυριαρχεί το στοιχείο του αγνώστου και της αγωνίας, συνήθ. σχετικά με την εξιχνίαση ενός εγκλήματος: ιστορίες ~ και τρόμου/φαντασίας. Ταινία αστυνομικού ~ου (βλ. θρίλερ)., πέπλο μυστηρίου (εμφατ.): για υπόθεση που είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξιχνιαστεί: ~ ~ καλύπτει το στυγερό έγκλημα. Τον θάνατό της τυλίγει ένα ~ ~., το κλειδί του μυστηρίου: στοιχείο που οδηγεί στη λύση, στην εξήγηση μιας υπόθεσης: Το ~ ~ βρίσκεται/κρύβεται σε ... [< γαλλ. la clé du mystère] , Ελευσίνια Μυστήρια βλ. ελευσίνιος, τα άχραντα μυστήρια βλ. άχραντος [< αρχ. μυστήριον ‘μυστική τελετή’, μτγν. ~ ‘θρησκευτική αλήθεια, θείο μυστήριο’, γαλλ. mystère, αγγλ. mystery]

πονεμένος

πονεμένος, η, ο πο-νε-μέ-νος επίθ. 1. (μτφ.) που υποφέρει, κυρ. συναισθηματικά και ψυχικά: ~ος: λαός. ~η: μάνα.|| ~ος: τόπος. ~η: καρδιά/ψυχή. Πβ. βασανισμένος. 2. (μτφ.) που εκφράζει συναισθηματικό πόνο, πίκρα: ~η: έκφραση. ~ο: γράμμα/τραγούδι. ~α: λόγια. Πβ. λυπημένος, παρα~. 3. (για μέρος του σώματος) που πονά: ~η: πλάτη. ~ο: πόδι. ● επίρρ.: πονεμένα ● ΣΥΜΠΛ.: πονεμένη ιστορία (προφ.): δυσάρεστη υπόθεση: Αυτό είναι μια ~ ~. ● βλ. πονώ [< μεσν. πονεμένος]

προϊστορία

προϊστορία προ-ϊ-στο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. η χρονική περίοδος πριν από τους ιστορικούς χρόνους και ο αντίστοιχος επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη αυτής της περιόδου. Βλ. παλαιο-, μεσο-, νεο-λιθικός. 2. (μτφ.) γεγονότα που έχουν προηγηθεί και αφορούν μια τρέχουσα κατάσταση: η ~ του προβλήματος/της υπόθεσης (πβ. ιστορία, ιστορικό). Η μεταξύ τους σχέση έχει μεγάλη ~.|| Η ~ των αγώνων μεταξύ δύο ομάδων. [< πβ. μεσν. προϊστορίη, γαλλ. préhistoire]

υπόθεση

υπόθεση [ὑπόθεση] υ-πό-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. αντικείμενο φροντίδας ή ενασχόλησης· ειδικότ. σοβαρό κυρ. ζήτημα το οποίο απασχολεί τον άνθρωπο ή την κοινωνία: ανδρική/ατομική/γυναικεία/ιδιωτική/κοινωνική/προσωπική ~. Πρέπει να τακτοποιήσω κάποιες οικογενειακές ~έσεις. Το να συνεννοηθείς μαζί του δεν είναι απλή/εύκολη/μικρή ~. (προφ.) Αυτό είναι δική μου ~. Να μην ανακατεύεσαι σε ξένες ~έσεις/στις ~έσεις των άλλων. Κάνεις θέμα για ~ μισής ώρας; Πάντα εγώ γίνομαι/είμαι ο κακός της ~ης.|| Βάσιμη/δημόσια/εθνική/επίμαχη/σκοτεινή ~. Διαλεύκανση/διερεύνηση/έκβαση/εξιχνίαση/επανεξέταση/ιστορικό/ουσία/πτυχή της ~ης. ~ τιμής. Εξελίξεις στην ~ δολοφονίας/της εξαφάνισης (ανηλίκου)/του σκανδάλου/της τρομοκρατίας. Η προστασία του περιβάλλοντος είναι ~ όλων μας (: μας αφορά όλους). Η ανακαίνιση του κτιρίου είναι δαπανηρή ~. Yπηρεσία Εσωτερικών/Εξωτερικών ~έσεων. Πβ. γεγονός, θέμα, πρόβλημα, συμβάν. 2. οτιδήποτε θεωρείται ως αποδεκτό, δεδομένο ή πραγματικό, προκειμένου να αποτελέσει στη συνέχεια βάση συζήτησης, να οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα ή να επαληθευτεί η ορθότητά του: εσφαλμένη/σωστή ~. Έχει διατυπωθεί η ~ ότι … Κάνουμε μόνο ~έσεις (: δεν είμαστε βέβαιοι). Στηρίζομαι σε/συζητώ με ~έσεις. Πβ. εικασία.|| Επιστημονική ~ (= θεωρία). Οι ερευνητές διατύπωσαν την ~ ότι ...|| (ΜΑΘ.) Επαγωγική ~. Βλ. έστω.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Μηδενική ~. 3. πλοκή λογοτεχνικού, κινηματογραφικού ή θεατρικού έργου: ταινία με πρωτότυπη ~. Λίγα λόγια για την ~ (του βιβλίου/της παράστασης). Στη μέση της ~ης (= in medias res· βλ. εγκιβωτισμός). Πβ. ιστορία, στόρι. 4. δίκη ή το αντικείμενό της: αστικές/νομικές/ποινικές ~έσεις. Άλυτες ~έσεις. ~ απάτης/αρχαιοκαπηλίας/εκβίασης/κληρονομιάς/υιοθεσίας. Αναβολή/δικογραφία/εκδίκαση/κλείσιμο/ολοκλήρωση/στοιχεία της ~ης. Κέρδισε/έχασε την ~. Εκκρεμεί η ~ ... Ανοίγει ξανά ο φάκελος της ~ης. Ποιος (δικηγόρος) ανέλαβε την ~; Ήρθαν στο φως νέα στοιχεία για την πολύκροτη ~. 5. ΓΡΑΜΜ. το πρώτο μέρος υποθετικού λόγου, με τη μορφή δευτερεύουσας υποθετικής πρότασης: π.χ. Αν κάνει καλό καιρό αύριο, ... ● ΣΥΜΠΛ.: υπόθεση εργασίας: προτεινόμενη εξήγηση μιας σειράς φαινομένων η οποία γίνεται προσωρινά αποδεκτή ως βάση για περαιτέρω διερεύνηση: κεντρική ~ ~. [< αγγλ. working hypothesis] , αναθεώρηση/αναψηλάφηση της δίκης/της υπόθεσης βλ. αναθεώρηση, χαμένη υπόθεση βλ. χαμένος ● ΦΡ.: το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας & το ... στην υπόθεση είναι ότι ...: για χαρακτηρισμό μιας κατάστασης: Το δύσκολο/κακό/καλό/κουφό/παράδοξο/περίεργο ~ ~ είναι ότι ..., το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, υπόθεση δευτερολέπτων βλ. δευτερόλεπτο [< αρχ. ὑπόθεσις, γαλλ. affaire 2: αγγλ. hypothesis, γαλλ. hypothèse, γερμ. Hypothese]

φυσικός

φυσικός, ή, ό φυ-σι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη φύση, προέρχεται από αυτή, υπάρχει ή συμβαίνει σε αυτή· που δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας ή παρέμβασης: ~ός: κόσμος/πλούτος. ~οί: κίνδυνοι/νόμοι. ~ές: διεργασίες/πηγές. ~ά: μνημεία/τοπία/χαρακτηριστικά (εδαφών). Προστασία της ~ής κληρονομιάς. Οι ~οί εχθροί των ζώων/φυτών.|| ~ός: αερισμός/(ΑΣΤΡΟΝ.) δορυφόρος (βλ. φεγγάρι)/χλοοτάπητας (ΑΝΤ. πλαστικός). ~ό: λιμάνι/λίπασμα/μετάξι/οχυρό. ~ά: καλλυντικά/προϊόντα (πβ. βιολογικός, οικολογικός, οργανικός). ΑΝΤ. τεχνητός.|| (ΦΥΣ.) ~ή: μετεωρολογία/σταθερά. ~ό: εκκρεμές. ~ές: ιδιότητες. ~ά: φαινόμενα (βλ. μετα~, παρα~, υπερ~, ψυχο~). Βλ. ακτινο~, αστρο~, βιο~, γεω~. 2. που σχετίζεται με το σώμα· σωματικός: ~ός: πόνος. ~ή: αναπηρία/βία/δύναμη/προσπάθεια. ~ές: ανάγκες/δραστηριότητες (: περπάτημα, τρέξιμο)/ικανότητες. ~ή: άμυνα/αντίσταση του οργανισμού στις ασθένειες. Δεν έχει τα ~ά προσόντα για να γίνει μοντέλο (: την κατάλληλη σωματική διάπλαση). Βλ. πνευματ-, ψυχ-ικός.|| Πέθανε από ~ά αίτια. 3. που δεν είναι επίκτητος ή αποτέλεσμα επέμβασης· εκ γενετής: ~ή: ομορφιά. ~ό: χρώμα μαλλιών. Είναι ~ή κοκκινομάλλα.|| ~ό: μακιγιάζ (: που δεν γίνεται αντιληπτό). Μέικ απ για ~ό αποτέλεσμα. ΑΝΤ. ψεύτικος. 4. αναμενόμενος, κανονικός, ομαλός, φυσιολογικός: ~ή: ανάπτυξη/αντίδραση/συνέπεια. ~ό: επακόλουθο. ~ή εξέλιξη/πορεία των πραγμάτων. Μου είπε ότι χωρίζουμε σαν κάτι εντελώς ~ό. Βλ. λογικός.|| ~ός: τοκετός (βλ. καισαρική). ΑΝΤ. αφύσικος (2) 5. (μτφ.) ανεπιτήδευτος, αυθόρμητος, ειλικρινής: ~ή: ερμηνεία/ευγένεια. Με ~ό ύφος (= με φυσικότητα). ΑΝΤ. προσποιητός, υποκριτικός (1), ψεύτικος (1) 6. (για γονείς ή παιδιά) βιολογικός. ΑΝΤ. θετός (1) ● Ουσ.: Φυσικό (το) (προφ.): το τμήμα Φυσικής (του πανεπιστημίου). ● επίρρ.: φυσικώς [-ῶς] (λόγ.): από τη φύση: θέση/χερσόνησος ~ οχυρωμένη. Πβ. φυσικά. ● ΣΥΜΠΛ.: φυσικές επιστήμες: που ασχολούνται με τη μελέτη της φύσης και των νόμων που τη διέπουν (αστρονομία, βιολογία, γεωλογία, ζωολογία, μετεωρολογία, φυσική, χημεία). Πβ. θετικές επιστήμες. Βλ. ανθρωπιστικές επιστήμες. [< γαλλ. sciences naturelles] , φυσική γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. που έχει αναπτυχθεί με φυσικό τρόπο και συνδέεται με την ιστορία και την κοινωνία της κοινότητας που τη χρησιμοποιεί. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Επεξεργασία ~ής ~ας (βλ. αυτόματη μετάφραση). ΑΝΤ. τεχνητή γλώσσα [< αγγλ. natural language] , φυσική ελευθερία: το δικαίωμα κάποιου να ενεργεί κατά βούληση, με μόνο περιορισμό τις σωματικές του ικανότητες., φυσική εξέταση: ΙΑΤΡ. επισκόπηση, ψηλάφηση, επίκρουση και ακρόαση ασθενή., φυσική θρησκεία: ΘΡΗΣΚ. που βασίζεται στη λογική, την ηθική και τη μελέτη της φύσης. Βλ. φυσιοκρατία. [< αγγλ. natural religion] , φυσική ιστορία 1. ΒΙΟΛ.-ΠΑΛΑΙΟΝΤ. (με κεφαλ. Φ,Ι) μελέτη της φύσης, κυρ. των ζώων, των φυτών και των απολιθωμάτων τους: Μουσείο ~ής ~ας. Βλ. βοτανική, ζωο-, φυτο-λογία. 2. εξελικτική πορεία: η ~ ~ μιας νόσου.|| Η ~ ~ του Σύμπαντος. [< αγγλ. natural history] , φυσική κατάσταση 1. η σωματική υγεία ενός ανθρώπου: Βρίσκεται σε άριστη/καλή ~ ~ (πβ. ευεξία, ευρωστία). Βελτίωση/διατήρηση της ~ής ~ης. Ασκήσεις/προπόνηση για ~ ~ και αντοχή. Πβ. φίτνες, φόρμα. 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. καθεμία από τις τρεις μορφές (αέρια, υγρή, στερεή) στις οποίες μπορεί να βρεθεί η ύλη. [< 1: γαλλ. état physique 2: αγγλ. state of matter] , φυσική πρόσβαση : ΠΛΗΡΟΦ. τρόπος προστασίας υπολογιστών, δικτύων ή προγραμμάτων, κατά τον οποίο η πρόσβαση ενός ατόμου σε αυτά δεν γίνεται από απόσταση, αλλά μόνο με επαφή. [< αγγλ. physical access] , φυσικό μονοπώλιο: ΟΙΚΟΝ. τομέας της αγοράς τον οποίο μπορεί να εξυπηρετεί καλύτερα μία επιχείρηση απ' ό,τι περισσότερες. , φυσικό πρόσωπο: ΝΟΜ. κάθε άνθρωπος ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Βλ. νομικό πρόσωπο. [< γερμ. natürliche Person] , φυσικός αριθμός: ΜΑΘ. οι αριθμοί 0,1,2,3, ... 105, 106, 107, ... οι οποίοι χρησιμοποιούνται για να δηλωθεί σειρά ή πλήθος., φυσικός/μητρικός ομιλητής: ΓΛΩΣΣ. που μιλά τη μητρική του γλώσσα. [< αγγλ. native speaker] , (φυσικό) μεταλλικό νερό βλ. νερό, τεχνητά δάκρυα βλ. δάκρυ, υγροποιημένο φυσικό αέριο βλ. αέριο, φυσικές καλλονές βλ. καλλονή, φυσική ανθρωπολογία βλ. ανθρωπολογία, φυσική ασφάλεια βλ. ασφάλεια, φυσική γέφυρα βλ. γέφυρα, φυσική γεωγραφία βλ. γεωγραφία, φυσική επιλογή βλ. επιλογή, φυσική ιατρική βλ. ιατρική, φυσική καλλιέργεια βλ. καλλιέργεια, φυσική καταλληλότητα βλ. καταλληλότητα, φυσική καταστροφή βλ. καταστροφή, φυσική μητέρα βλ. μητέρα, φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή βλ. αγωγή, φυσικό αέριο βλ. αέριο, φυσικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, φυσικό δίκαιο βλ. δίκαιο, φυσικό μέγεθος βλ. μέγεθος, φυσικό περιβάλλον βλ. περιβάλλον, φυσικοί πόροι βλ. πόρος, φυσικός αυτουργός βλ. αυτουργός, φυσικός δικαστής βλ. δικαστής, φυσικός χυμός βλ. χυμός, φυσικός/φυσιολογικός θάνατος βλ. θάνατος ● ΦΡ.: από φυσικού του/της (προφ.): από τη φύση του/της: ~ ~ είχε κλίση προς τη μουσική. Είναι ξανθιά ~ ~ της. Πβ. εκ γενετής, εκ φύσεως., είναι φυσικό: είναι λογικό, αυτονόητο, αποδεκτό: ~ ~ να ανησυχούν για σένα οι γονείς σου., εκ του φυσικού: με βάση το φυσικό πρότυπο: ζωγραφική/σχέδια ~ ~., φυσικώ τω λόγω βλ. λόγος [< αρχ. φυσικός, γαλλ. naturel, physique, αγγλ. natural, physical]

χρονικό

χρονικό χρο-νι-κό ουσ. (ουδ.) 1. εξιστόρηση γεγονότος κατά τη χρονική σειρά εξέλιξής του: αυτοβιογραφικό/σύντομο/φωτογραφικό ~. (στον δημοσιογραφικό λόγο, συνήθ. για δημιουργία εντύπωσης:) Το ~ της καταστροφής/πορείας των διαπραγματεύσεων.|| (κυρ. παλαιότ.) Διηγούμαι το ~ της εισβολής/της επανάστασης. Πβ. ιστορικό. 2. ΦΙΛΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Χ) χρονολογική αφήγηση ιστορικών συμβάντων ή της ιστορίας ενός τόπου: βυζαντινό/μεσαιωνικό ~. Συγγραφή ~ών. Πβ. χρονογραφία.|| Το Α'/Β' ~ών (: ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης). 3. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. (συνήθ. με κεφαλ. Χ) περιοδική στήλη ή εκπομπή με πληροφορίες για την επικαιρότητα. Βλ. χρονογράφημα. 4. {στον πληθ.} (συνήθ. με κεφαλ. Χ) περιοδικό που εκδίδεται από επιστημονική ένωση και αποσκοπεί στην ενημέρωση για τις εξελίξεις στο γνωστικό της πεδίο: άρθρο δημοσιευμένο στα Ιατρικά/Φιλολογικά ~ά. Βλ. δελτίο, επετηρίδα.|| (για την ιστορία, τη γλώσσα, τις παραδόσεις ενός συγκεκριμένου τόπου:) Κρητικά/Μικρασιατικά ~ά. ● ΦΡ.: στα/για τα χρονικά: στο σύνολο των επίσημα καταγεγραμμένων παρατηρήσεων που αφορούν κάποιον τομέα· συνήθ. για πρωτόγνωρο γεγονός: υπόθεση πρωτοφανής για τα ελληνικά/ιατρικά ~. Περίπτωση σπάνια στα κλινικά ~. Είναι η πρώτη φορά στα αθλητικά ~ που ... Ποτέ στα διεθνή/ιστορικά/παγκόσμια ~ δεν έχει αναφερθεί/ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. [< 1,2: μτγν. τά χρονικά 3,4: γαλλ. chronique, αγγλ. chronicle]

χρονοντούλαπο

χρονοντούλαπο χρο-νο-ντού-λα-πο ουσ. (ουδ.) (προφ.): συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: το χρονοντούλαπο της Ιστορίας: για κάτι που έχει ξεχαστεί και αποτελεί μόνο ιστορική αναφορά: Ονόματα που έχουν κλειστεί/μπει στο ~ ~. Πβ. λήθη, παρελθόν.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.