ισχυροποίηση [ἰσχυροποίηση] ι-σχυ-ρο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ισχυροποιώ: ιδεολογική/οικονομική/πολιτική ~. ~ της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό/της παρουσίας της εταιρείας στην αγορά. ~ του ρόλου της ομογένειας. Βλ. -ποίηση. ΣΥΝ. δυνάμωμα, εδραίωση, ενδυνάμωση (1), ενίσχυση (1) ΑΝΤ. εξασθένηση (1) [< μτγν. ἰσχυροποίησις]
-ποίηση
-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.