Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ισχυροποιώ [ἰσχυροποιῶ] ι-σχυ-ρο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {ισχυροποι-είς ..., -ώντας | ισχυροποί-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} (λόγ.): καθιστώ κάποιον ή κάτι ισχυρό: ~εί τη θέση/την παρουσία/τον ρόλο του. ~ήθηκε το νόμισμα της χώρας. Μετά τις εκλογές το κόμμα βγήκε ~ημένο. Βλ. -ποιώ. ΣΥΝ. εδραιώνω, ενδυναμώνω (1), ενισχύω (1) ΑΝΤ. εξασθενώ (1) [< μτγν. ἰσχυροποιῶ]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.