Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ισχύς [ἰσχύς] ι-σχύς ουσ. (θηλ.) {γεν. ισχύ-ος, αιτ. ισχ-ύ} (λόγ.) 1. δύναμη, ικανότητα άσκησης εξουσίας, ελέγχου, επιρροής: αμυντική/κοινωνική/οικονομική/πολιτική/στρατιωτική ~. Επιβολή κανόνων διά της ~ος. Έχει σημαντική ~ύ στην αγορά. Πβ. πυγμή, σθεναρότητα.|| Η αποδεικτική ~ των επιχειρημάτων κάποιου.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ κρούσεως. 2. εγκυρότητα, κύρος: αναδρομική/καθολική/προσωρινή ~. ~ διαθήκης/συμβολαίου/υπουργικής απόφασης. Χρονική ~ διαβατηρίων/πιστοποιητικών. Αναστέλλω/παρατείνω την ~ύ (= διάρκεια) των μέτρων. Ανανέωση ~ος αδειών. Ο κανονισμός τίθεται εκτός ~ος. ΑΝΤ. ακυρότητα 3. ΦΥΣ. η ποσότητα ενέργειας που παράγεται ή καταναλώνεται στη μονάδα του χρόνου: ακτινοβολούμενη/ηλεκτρική/ηχητική/θερμαντική/ψυκτική ~. ~ εκπομπής/σήματος. Ονομαστική ~ γεννήτριας. Διαχείριση/μετάδοση/μονάδες (βλ. βατ, ίππος)/ποιότητα/πυκνωτές ~ος. Ηχεία/κινητήρες/συστήματα μεγάλης ~ος.|| Έκρηξη μεγάλης ~ος. ● ΣΥΜΠΛ.: θέση ισχύος: που προσδίδει πλεονέκτημα σε αυτόν που την κατέχει: Μιλάω από ~ ~. Βρίσκομαι σε ~ ~., τυπική ισχύς (νόμου) βλ. τυπικός ● ΦΡ.: (έχει) ισχύ νόμου: ισοδυναμεί με νόμο: Ειδική διάταξη που έχει ~ ~. Κανονιστικοί όροι με ~ ~. Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου κυρώνεται και αποκτά ~ ~., η ισχύς εν τη ενώσει (λόγ.): η δύναμη και η επιτυχία πηγάζουν από την ενότητα και τη συνεργασία., σε ισχύ & (λόγ.) εν ισχύι: για να δηλωθεί ότι κάτι ισχύει, είναι έγκυρο ή νόμιμο: Τα νέα μέτρα τέθηκαν ~ ~. Κοινοτική νομοθεσία ~ ~ από ..., επίδειξη δύναμης βλ. επίδειξη [< αρχ. ἰσχύς 3: αγγλ. power]

βατ

βατ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της ισχύος κυρ. του ηλεκτρικού ρεύματος (σύμβ. W) που ισοδυναμεί με μεταφορά ενέργειας ενός τζάουλ (1J) σε χρονικό διάστημα ενός δευτερολέπτου: λάμπες των εκατό ~. Βλ. αμπέρ, βολτ, κιλο-, μεγα-, μικρο-, μιλι-βάτ. [< γαλλ.-αγγλ. watt, αγγλ. ανθρ. J. Watt]

επίδειξη

επίδειξη [ἐπίδειξη] ε-πί-δει-ξη ουσ. (θηλ.) 1. προβολή με στόχο τον εντυπωσιασμό: προκλητική ~. ~ γνώσεων/πλούτου. Μας κάνει συνεχώς ~ (= επιδεικνύεται, κάνει μόστρα, φιγούρα). Πβ. αυτο-επίδειξη, -προβολή. 2. (επίσ.) προσκόμιση και παρουσίαση εγγράφου ή πράγματος σε πρόσωπο που έχει έννομο δικαίωμα να το δει: ~ άδειας οδήγησης/διαβατηρίου/πειστηρίων/πιστοποιητικού/πτυχίου. ~ δελτίου ταυτότητας σε αρμόδια Αρχή (π.χ. Αστυνομία). Είσοδος κατόπιν ~είξεως του εισιτηρίου/της πρόσκλησης. Επικύρωση του φωτοαντίγραφου με ~ του πρωτοτύπου. 3. παρουσίαση μπροστά σε κοινό ιδ. προϊόντος ή πρακτικής για διαφημιστικούς κυρ. λόγους: ~ γυμναστικών ασκήσεων/παραδοσιακών χορών. ~ των δυνατοτήτων (της τεχνολογίας)/λειτουργίας (συσκευής)/τεχνικής. ~ απεγκλωβισμού από διασώστες της ΕΜΑΚ. Διάσημοι σεφ έκαναν ~ της τέχνης τους.|| ~ (εσω)ρούχων/καλλυντικών (πβ. δειγματισμός). ~ μαγειρικής σε μεγάλο ξενοδοχείο. 4. (λόγ.) εκδήλωση συγκεκριμένης συμπεριφοράς: ~ αδιαφορίας/αλαζονείας/θάρρους/σοβαρότητας/ψυχραιμίας.επιδείξεις (οι): οργανωμένη εκδήλωση, όπου παρουσιάζεται ομαδικό πρόγραμμα ασκήσεων, αθλοπαιδιών, χορών: αεροπορικές/αθλητικές/γυμναστικές/ιππικές/στρατιωτικές/χορευτικές ~. ● ΣΥΜΠΛ.: επίδειξη μόδας βλ. μόδα ● ΦΡ.: επίδειξη δύναμης & δυνάμεων/ισχύος/πυγμής: συμπεριφορά που αποσκοπεί στον εντυπωσιασμό για άσκηση πίεσης ή/και εκφοβισμό του αντιπάλου: Κάνουν ~ (ναυτικής/στρατιωτικής) ~. [< αρχ. ἐπίδειξις ‘εκδήλωση, παρουσίαση’, γαλλ. démonstration]

τυπικός

τυπικός, ή, ό τυ-πι-κός επίθ. 1. που συγκεντρώνει τα βασικά γνωρίσματα συνόλου· χαρακτηριστικός: ~ός: εκπρόσωπος. ~ή: δομή/περίπτωση/συμπεριφορά. ~ό: παράδειγμα. ~ές: χρήσεις. Τα ~ά συμπτώματα της νόσου είναι ... (ΑΝΤ. άτυπα). ΑΝΤ. ατυπικός.|| ~ός: προορισμός διακοπών. ~ή: οικογένεια. ~ό: λάθος. Μία ~ή μέρα. Με την ~ή έννοια της λέξης. ~ά πιάτα της ελληνικής κουζίνας. Πβ. αντιπροσωπευτ-, κλασ-ικός. Βλ. πρωτο~.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Περίοδος της αφαιρετικής σκέψης ή των ~ών συλλογισμών.|| (ΜΑΘ.-ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: παράμετρος/σημασιολογία (των γλωσσών προγραμματισμού). ~ές: μέθοδοι (π.χ. ανάλυσης συστημάτων). 2. καθιερωμένος, συνήθης: ~ή: προσφώνηση/συνάντηση. Τελετουργικές πράξεις και ~ή λατρεία. ~οί κανόνες ευπρέπειας. 3. που είναι κοινότοπος· τυποποιημένος: ~ή: ταξινόμηση. ~ές: εκφράσεις. ΑΝΤ. πρωτότυπος 4. που γίνεται χωρίς ουσία, επιφανειακά: ~ός: έλεγχος. ~ή: αναβάθμιση/διαδικασία. Από ~ή άποψη. Η ένσταση απορρίφθηκε για ~ούς λόγους. ΑΝΤ. ουσιαστικός (2) 5. που ακολουθεί τους καθιερωμένους τύπους και κανόνες· συνεπής: ~ός: υπάλληλος. Είναι πολύ ~ή στη δουλειά/στα ραντεβού/στις υποχρεώσεις της. 6. (για πρόσ.) συντηρητικός: ~ός: άνθρωπος (: συγκρατημένος). ~ό: ντύσιμο. Πβ. αυστηρός. 7. που τηρεί πιστά τους κανόνες καλής συμπεριφοράς, που γίνεται χωρίς φιλική διάθεση· συμβατικός: ~ός: χαιρετισμός. ~ή: επίσκεψη/ευγένεια/χειραψία. Ανταλλάσσουν μόνο μια ~ή καλημέρα. Οι σχέσεις του με τους γείτονες/συναδέλφους του είναι εντελώς ~ές. Πβ. ψυχρός. 8. που έχει επίσημο ή θεσμοθετημένο χαρακτήρα: ~ή: έγκριση/επιβεβαίωση/νομιμότητα. ~ά: προσόντα. ~ή επικύρωση απόφασης/συμφωνίας. Οι προσφορές αποκλείστηκαν, διότι δεν πληρούσαν τους ~ούς όρους του διαγωνισμού.|| ~ές μορφές εκπαίδευσης. ΑΝΤ. άτυπος (1) ● επίρρ.: τυπικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: τυπική ισχύς (νόμου): ΝΟΜ. για να δηλωθεί ότι η εγκυρότητα νόμου αρχίζει από την ημέρα της δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: || (κατ' επέκτ.) Το Σύνταγμα έχει αυξημένη ~ ~ύ (= υπεροχή έναντι οποιουδήποτε νόμου)., τυπικό βάρος: ΧΗΜ. το άθροισμα των ατομικών βαρών που έχουν τα άτομα των στοιχείων χημικής ένωσης. Βλ. μοριακό βάρος., επίσημη/τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, μη επίσημη/μη τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, τυπική απόκλιση βλ. απόκλιση, τυπική γλώσσα βλ. γλώσσα, τυπική γραμματική βλ. γραμματική, τυπική λογική βλ. λογική, τυπικός νόμος βλ. νόμος [< μτγν. τυπικός, γαλλ. typique, formel, αγγλ. typic(al), formal]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.