ισχύς [ἰσχύς] ι-σχύς ουσ. (θηλ.) {γεν. ισχύ-ος, αιτ. ισχ-ύ} (λόγ.) 1. δύναμη, ικανότητα άσκησης εξουσίας, ελέγχου, επιρροής: αμυντική/κοινωνική/οικονομική/πολιτική/στρατιωτική ~. Επιβολή κανόνων διά της ~ος. Έχει σημαντική ~ύ στην αγορά. Πβ. πυγμή, σθεναρότητα.|| Η αποδεικτική ~ των επιχειρημάτων κάποιου.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ κρούσεως.2. εγκυρότητα, κύρος: αναδρομική/καθολική/προσωρινή ~. ~ διαθήκης/συμβολαίου/υπουργικής απόφασης. Χρονική ~ διαβατηρίων/πιστοποιητικών. Αναστέλλω/παρατείνω την ~ύ (= διάρκεια) των μέτρων. Ανανέωση ~ος αδειών. Ο κανονισμός τίθεται εκτός ~ος. ΑΝΤ. ακυρότητα 3. ΦΥΣ. η ποσότητα ενέργειας που παράγεται ή καταναλώνεται στη μονάδα του χρόνου: ακτινοβολούμενη/ηλεκτρική/ηχητική/θερμαντική/ψυκτική ~. ~ εκπομπής/σήματος. Ονομαστική ~ γεννήτριας. Διαχείριση/μετάδοση/μονάδες (βλ. βατ, ίππος)/ποιότητα/πυκνωτές ~ος. Ηχεία/κινητήρες/συστήματα μεγάλης ~ος.|| Έκρηξη μεγάλης ~ος. ● ΣΥΜΠΛ.: θέση ισχύος: που προσδίδει πλεονέκτημα σε αυτόν που την κατέχει: Μιλάω από ~ ~. Βρίσκομαι σε ~ ~., τυπική ισχύς (νόμου) βλ. τυπικός ● ΦΡ.: (έχει) ισχύ νόμου: ισοδυναμεί με νόμο: Ειδική διάταξη που έχει ~ ~. Κανονιστικοί όροι με ~ ~. Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου κυρώνεται και αποκτά ~ ~., η ισχύς εν τη ενώσει (λόγ.): η δύναμη και η επιτυχία πηγάζουν από την ενότητα και τη συνεργασία., σε ισχύ & (λόγ.) εν ισχύι: για να δηλωθεί ότι κάτι ισχύει, είναι έγκυρο ή νόμιμο: Τα νέα μέτρα τέθηκαν ~ ~. Κοινοτική νομοθεσία ~ ~ από ..., επίδειξη δύναμης βλ. επίδειξη [< αρχ. ἰσχύς 3: αγγλ. power]
βατ
βατ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της ισχύος κυρ. του ηλεκτρικού ρεύματος (σύμβ. W) που ισοδυναμεί με μεταφορά ενέργειας ενός τζάουλ (1J) σε χρονικό διάστημα ενός δευτερολέπτου: λάμπες των εκατό ~. Βλ. αμπέρ, βολτ, κιλο-, μεγα-, μικρο-, μιλι-βάτ. [< γαλλ.-αγγλ. watt, αγγλ. ανθρ. J. Watt]
επίδειξη
επίδειξη [ἐπίδειξη] ε-πί-δει-ξη ουσ. (θηλ.) 1. προβολή με στόχο τον εντυπωσιασμό: προκλητική ~. ~ γνώσεων/πλούτου. Μας κάνει συνεχώς ~ (= επιδεικνύεται, κάνει μόστρα, φιγούρα). Πβ. αυτο-επίδειξη, -προβολή.2. (επίσ.) προσκόμιση και παρουσίαση εγγράφου ή πράγματος σε πρόσωπο που έχει έννομο δικαίωμα να το δει: ~ άδειας οδήγησης/διαβατηρίου/πειστηρίων/πιστοποιητικού/πτυχίου. ~ δελτίου ταυτότητας σε αρμόδια Αρχή (π.χ. Αστυνομία). Είσοδος κατόπιν ~είξεως του εισιτηρίου/της πρόσκλησης. Επικύρωση του φωτοαντίγραφου με ~ του πρωτοτύπου.3. παρουσίαση μπροστά σε κοινό ιδ. προϊόντος ή πρακτικής για διαφημιστικούς κυρ. λόγους: ~ γυμναστικών ασκήσεων/παραδοσιακών χορών. ~ των δυνατοτήτων (της τεχνολογίας)/λειτουργίας (συσκευής)/τεχνικής. ~ απεγκλωβισμού από διασώστες της ΕΜΑΚ. Διάσημοι σεφ έκαναν ~ της τέχνης τους.|| ~ (εσω)ρούχων/καλλυντικών (πβ. δειγματισμός). ~ μαγειρικής σε μεγάλο ξενοδοχείο.4. (λόγ.) εκδήλωση συγκεκριμένης συμπεριφοράς: ~ αδιαφορίας/αλαζονείας/θάρρους/σοβαρότητας/ψυχραιμίας. ● επιδείξεις (οι): οργανωμένη εκδήλωση, όπου παρουσιάζεται ομαδικό πρόγραμμα ασκήσεων, αθλοπαιδιών, χορών: αεροπορικές/αθλητικές/γυμναστικές/ιππικές/στρατιωτικές/χορευτικές ~. ● ΣΥΜΠΛ.: επίδειξη μόδας βλ. μόδα ● ΦΡ.: επίδειξη δύναμης & δυνάμεων/ισχύος/πυγμής: συμπεριφορά που αποσκοπεί στον εντυπωσιασμό για άσκηση πίεσης ή/και εκφοβισμό του αντιπάλου: Κάνουν ~ (ναυτικής/στρατιωτικής) ~. [< αρχ. ἐπίδειξις ‘εκδήλωση, παρουσίαση’, γαλλ. démonstration]
τυπικός
τυπικός, ή, ό τυ-πι-κός επίθ. 1. που συγκεντρώνει τα βασικά γνωρίσματα συνόλου· χαρακτηριστικός: ~ός: εκπρόσωπος. ~ή: δομή/περίπτωση/συμπεριφορά. ~ό: παράδειγμα. ~ές: χρήσεις. Τα ~ά συμπτώματα της νόσου είναι ... (ΑΝΤ. άτυπα). ΑΝΤ. ατυπικός.|| ~ός: προορισμός διακοπών. ~ή: οικογένεια. ~ό: λάθος. Μία ~ή μέρα. Με την ~ή έννοια της λέξης. ~ά πιάτα της ελληνικής κουζίνας. Πβ. αντιπροσωπευτ-, κλασ-ικός. Βλ. πρωτο~.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Περίοδος της αφαιρετικής σκέψης ή των ~ών συλλογισμών.|| (ΜΑΘ.-ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: παράμετρος/σημασιολογία (των γλωσσών προγραμματισμού). ~ές: μέθοδοι (π.χ. ανάλυσης συστημάτων).2. καθιερωμένος, συνήθης: ~ή: προσφώνηση/συνάντηση. Τελετουργικές πράξεις και ~ή λατρεία. ~οί κανόνες ευπρέπειας.3. που είναι κοινότοπος· τυποποιημένος: ~ή: ταξινόμηση. ~ές: εκφράσεις. ΑΝΤ. πρωτότυπος 4. που γίνεται χωρίς ουσία, επιφανειακά: ~ός: έλεγχος. ~ή: αναβάθμιση/διαδικασία. Από ~ή άποψη. Η ένσταση απορρίφθηκε για ~ούς λόγους. ΑΝΤ. ουσιαστικός (2) 5. που ακολουθεί τους καθιερωμένους τύπους και κανόνες· συνεπής: ~ός: υπάλληλος. Είναι πολύ ~ή στη δουλειά/στα ραντεβού/στις υποχρεώσεις της.6. (για πρόσ.) συντηρητικός: ~ός: άνθρωπος (: συγκρατημένος). ~ό: ντύσιμο. Πβ. αυστηρός.7. που τηρεί πιστά τους κανόνες καλής συμπεριφοράς, που γίνεται χωρίς φιλική διάθεση· συμβατικός: ~ός: χαιρετισμός. ~ή: επίσκεψη/ευγένεια/χειραψία. Ανταλλάσσουν μόνο μια ~ή καλημέρα. Οι σχέσεις του με τους γείτονες/συναδέλφους του είναι εντελώς ~ές. Πβ. ψυχρός.8. που έχει επίσημο ή θεσμοθετημένο χαρακτήρα: ~ή: έγκριση/επιβεβαίωση/νομιμότητα. ~ά: προσόντα. ~ή επικύρωση απόφασης/συμφωνίας. Οι προσφορές αποκλείστηκαν, διότι δεν πληρούσαν τους ~ούς όρους του διαγωνισμού.|| ~ές μορφές εκπαίδευσης. ΑΝΤ. άτυπος (1) ● επίρρ.: τυπικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: τυπική ισχύς (νόμου): ΝΟΜ. για να δηλωθεί ότι η εγκυρότητα νόμου αρχίζει από την ημέρα της δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: || (κατ' επέκτ.) Το Σύνταγμα έχει αυξημένη ~ ~ύ (= υπεροχή έναντι οποιουδήποτε νόμου)., τυπικό βάρος: ΧΗΜ. το άθροισμα των ατομικών βαρών που έχουν τα άτομα των στοιχείων χημικής ένωσης. Βλ. μοριακό βάρος., επίσημη/τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, μη επίσημη/μη τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, τυπική απόκλιση βλ. απόκλιση, τυπική γλώσσα βλ. γλώσσα, τυπική γραμματική βλ. γραμματική, τυπική λογική βλ. λογική, τυπικός νόμος βλ. νόμος [< μτγν. τυπικός, γαλλ. typique, formel, αγγλ. typic(al), formal]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.