Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ιχθύς [ἰχθύς] ι-χθύς ουσ. (αρσ.) {ιχθ-ύος, -ύ | -ύες (συχνότ. εσφαλμ. -είς), -ύων, -ύς (συχνότ. εσφαλμ. -είς)} 1. (λόγ.) ψάρι: εκτροφή/παραγωγή ~ύων. Βλ. οστεϊχθύες, χονδριχθύες. 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Ι) αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου· το δωδέκατο και τελευταίο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (20 Φεβρουαρίου-20 Μαρτίου) μετά τον Υδροχόο· συνεκδ. ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. ● ΦΡ.: ιχθύος αφωνότερος/άφωνος ιχθύς (μτφ.): υπερβολικά ολιγόλογος, σιωπηλός., τηρεί σιγή(ν) ιχθύος & (σπάν.) κρατά σιγή ιχθύος (μτφ.): σιωπά, δεν αποκαλύπτει, δεν κοινοποιεί κάτι. Πβ. κρατά το στόμα του κλειστό, κρατώ κάτι μυστικό/κρυφό. [< αρχ. ἰχθύς]
  • ΙΧΘΥΣ (ο): Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ.

οστεϊχθύες

οστεϊχθύες [ὀστεϊχθύες] ο-στε-ϊ-χθύ-ες ουσ. (αρσ.) (οι): ΙΧΘΥΟΛ. ομοταξία η οποία περιλαμβάνει ψάρια με οστέινο σκελετό. Πβ. τελεόστεοι. Βλ. χονδριχθύες. [< γαλλ. ostéichthyens, περ. 1954, αγγλ. osteichtyes, πβ. αγγλ. osteichthyan, 1967]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.