Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κάθετος , η/ος, ο κά-θε-τος επίθ. 1. που σχηματίζει ορθή γωνία με ευθεία ή επίπεδο: ~η: διάταξη/μετατόπιση. ~ες: στήλες. Οδός ~η στη λεωφόρο ... Σε ~η (= όρθια) θέση. Πβ. κατακόρυφος.|| (ΓΕΩΜ.) ~ος: άξονας. ~η: γωνία/πλευρά/τομή. ~α: διανύσματα/επίπεδα.|| (ΦΥΣ.) ~η: δύναμη/ροή.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η: παράθεση (παραθύρων). (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~η: σάρωση.|| (ΑΘΛ.) ~ο: δοκάρι (του τέρματος). Πήρε ~η μπαλιά/πάσα από τον ... και σούταρε. ΑΝΤ. οριζόντιος (1) 2. (μτφ.) για κάτι που εκδηλώνεται απότομα και σε μεγάλο βαθμό: ~η: άνοδος/αύξηση (της θερμοκρασίας)/πτώση (της παραγωγής). Πβ. δραματ-, δραστ-ικός. ΣΥΝ. κατακόρυφος (2) 3. (μτφ.) απόλυτος, πλήρης: Εξέφρασε την ~η αντίθεσή του.|| ~ες: λύσεις/παρεμβάσεις (= ριζικές).|| (για πρόσ.) ~ στις απόψεις του (πβ. κατηγορηματικός). 4. ιεραρχικός: ~ος: διαχωρισμός. ~η: διάκριση (των εργαζομένων)/οργάνωση.|| ~ες: οδηγίες. ΑΝΤ. οριζόντιος (2) ● Ουσ.: κάθετος {καθέτ-ου} & κάθετη (η): ενν. γραμμή: (ΓΕΩΜ.) ~ σε ευθεία. Βλ. μεσο~, υποτείνουσα.|| Διπλή (πβ. μπάρα)/νοητή ~. Πβ. κατακόρυφος. [< αρχ. κάθετος, γερμ. Kathete, αγγλ. cathetus] ● επίρρ.: κάθετα & (λόγ.) καθέτως: βιβλίο τοποθετημένο ~. Διασχίζω ~ τον δρόμο. Οι διαγώνιες τέμνονται ~.|| (στο σταυρόλεξο:) Το επτά ~/~ως.|| (μτφ.) Διαφωνώ ~. Είμαι ~ αντίθετος στην πρότασή του. Πβ. ολοκληρωτικά, πέρα για/ως πέρα. ● ΣΥΜΠΛ.: κάθετες συμφωνίες βλ. συμφωνία, κάθετη εφόρμηση βλ. εφόρμηση, κάθετη ιδιοκτησία βλ. ιδιοκτησία, κάθετη μονάδα βλ. μονάδα, κάθετη ολοκλήρωση βλ. ολοκλήρωση, κάθετη παραγωγή βλ. παραγωγή ● ΦΡ.: οριζοντίως και καθέτως βλ. οριζόντιος [< αρχ. κάθετος, γαλλ.-αγγλ. vertical]

εφόρμηση

εφόρμηση[ἐφόρμηση] ε-φόρ-μη-ση ουσ. (θηλ.) 1. σφοδρή, βίαιη επίθεση: ~ εναντίον του εχθρού. Πβ. εξόρμηση, επέλαση, επιδρομή, έφοδος. 2. (μτφ.) αιφνιδιαστική και μαζική είσοδος, άφιξη, εμφάνιση: ~ συνεργείων της Εφορίας στην αγορά. ● ΣΥΜΠΛ.: κάθετη εφόρμηση (για αεροσκάφος κ. σπανιότ. για αρπακτικό πουλί): ορμητική επίθεση με κάθετη κίνηση προς τα κάτω: βομβαρδιστικά ~ης ~ης/(λόγ.) ~έτου ~ήσεως (= στούκας). [< γερμ. Sturzflug] [< 1: μτγν. ἐφόρμησις]

ιδιοκτησία

ιδιοκτησία[ἰδιοκτησία] ι-δι-ο-κτη-σί-α ουσ. (θηλ.) {ιδιοκτησι-ών} 1. ΝΟΜ. το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα κάποιου για κατοχή, χρήση και διάθεση της περιουσίας του, σύμφωνα με τους περιορισμούς που θέτουν οι νόμοι: ατομική/δημόσια/έγγειος/εμπορική/ιδιωτική/κρατική/συλλογική ~. Μεταβίβαση/τίτλοι ~ας. Το οίκημα πέρασε/περιήλθε στην ~ των κληρονόμων. Πβ. κατοχή, κυριότητα. 2. (συνεκδ.) κινητή ή/και ακίνητη περιουσία, της οποίας κάποιος είναι νόμιμος δικαιούχος: απαλλοτρίωση/κατάσχεση/τα όρια/πώληση της ~ας. Αγροτικές ~ες. Το σπίτι είναι ~ του (= του ανήκει). Πβ. κτήμα. Βλ. μικροϊδιοκτησία. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική ιδιοκτησία: ΝΟΜ. το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης εμπορικής επωνυμίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, σήματος, ονομασίας προέλευσης, σχήματος, εμβλήματος ενός προϊόντος και συνεκδ. το ίδιο το προϊόν: Οργανισμός ~ής ~ας (ΟΒΙ). [< αγγλ. industrial property] , κάθετη ιδιοκτησία: ΝΟΜ. χωριστή και αποκλειστική κυριότητα σε οικοδομή που είναι χτισμένη μαζί με άλλη ή άλλες σε ενιαίο οικόπεδο καθώς και η συγκυριότητα στο οικόπεδο αυτό και στους κοινόχρηστους χώρους. Πβ. συνιδιοκτησία., οριζόντια ιδιοκτησία: ΝΟΜ. χωριστή, αποκλειστική και αυθύπαρκτη κυριότητα επί ορόφου οικοδομής ή επί διαμερίσματος oρόφoυ καθώς και η συγκυριότητα στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας., πνευματική ιδιοκτησία & (σπάν.) διανοητική ιδιοκτησία: πνευματικά δικαιώματα: Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων ~ής ~ας. Πβ. κοπιράιτ. [< γαλλ. propriété intellectuelle] , φθορά ξένης περιουσίας/ιδιοκτησίας βλ. φθορά [< γερμ. Eigenbesitz]

μονάδα

μονάδαμο-νά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} 1. ενιαία και αυτοτελής οντότητα (οικονομική, επιχειρηματική, οργανική) με καθορισμένες λειτουργίες, τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου: βιομηχανική/βιοτεχνική/εκπαιδευτική/εμπορική/ερευνητική/θερμοηλεκτρική/κοινωνική/κτηνοτροφική/ξενοδοχειακή/οικιστική/οργανωμένη/πανεπιστημιακή/πιλοτική/συμβουλευτική/τουριστική/υγειονομική/υδροηλεκτρική ~. ~ ανάπτυξης/αξιολόγησης/εμπορίας (αγαθών)/εξυπηρέτησης (πελατών)/παραγωγής/παρακολούθησης (διαγωνισμών και συμβάσεων)/πληροφόρησης/προγραμματισμού/τεκμηρίωσης/υγείας/υποστήριξης. Δημιουργία/διευθυντής/επέκταση/ίδρυση/λειτουργία ~ας. Το κύτταρο ως θεμελιώδης βιολογική ~. Κόστος εργασίας ανά ~ προϊόντος.|| (ΙΑΤΡ.) Καρδιοχειρουργική/ογκολογική/οφθαλμολογική ~. ~ νοσοκομείου/τεχνητού νεφρού. Κινητή ~ υγείας.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξική ~.|| (για πρόσ.) Υπολογίσιμη ~ στην ομάδα. Οι εργάτες αποτελούν βασικές ~ες στην επιχείρηση. Βλ. μικρο~. 2. ΜΕΤΡΟΛ. προκαθορισμένο και κοινά αποδεκτό μέγεθος ή ποσότητα για τη μέτρηση ομοειδών μεγεθών ή ποσοτήτων: βασική/εκατοστιαία/παράγωγη ~. ~ αξίας/βάρους/δύναμης/ενέργειας/έργου/θερμοκρασίας/ισχύος/μάζας/μέτρησης/μήκους (βλ. μέτρο, μίλι)/όγκου/πίεσης/πληροφορίας (βλ. μπιτ)/χρόνου (βλ. λεπτό)/χωρητικότητας. Τιμή ~ας. Σύστημα ~ων.|| (προφ.) Γράφουν/πέφτουν οι ~ες (: ένδειξη καταβαλλόμενου ποσού σε μετρητή τηλεφωνικής επικοινωνίας ή σε ταξί). Έχω/(μου) τελείωσαν οι ~ες στο κινητό. Ο Γενικός Δείκτης Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών ξεπέρασε τις ... ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. μέρος ηλεκτρονικής συσκευής και κυρ. ηλεκτρονικού υπολογιστή που εκτελεί συγκεκριμένη εργασία: ψηφιακή ~. ~ αναπαραγωγής/απεικόνισης/αποθήκευσης/διαχείρισης/(σκληρού) δίσκου/εγγραφής/εισόδου/ελέγχου/τροφοδοσίας. 4. ΜΑΘ. ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός με την επανάληψη του οποίου προκύπτουν οι άλλοι ακέραιοι αριθμοί· κάθε ακέραιος από το 0 ως το 9: αρνητική/θετική/κλασματική ~. Λύση με αναγωγή στη ~. Σύμβολο της ~ας είναι το 1.|| (ειδικότ.) Ο αριθμός 587 έχει πέντε εκατοντάδες, οκτώ δεκάδες και επτά ~ες. Βλ. -άδα.|| Βαθμολογούμαι με ~ (: με τον μικρότερο βαθμό). Όσοι γράψουν μόνο το όνομά τους στο διαγώνισμα, θα πάρουν ~! 5. ΣΤΡΑΤ. (στον Στρατό και τα Σώματα Ασφαλείας) το κατώτερο συνήθ. τμήμα όπλου ή σώματος με διοικητική αυτονομία και συνεκδ. ο χώρος όπου είναι εγκατεστημένο: αεροπορική/ειδική/επίλεκτη/ναυτική ~. Mεγάλη ~ (βλ. μεραρχία, στρατιά). Μικρή ~ (βλ. λόχος, σύνταγμα, τάγμα). ~ πεζικού/πυροβολικού/τεθωρακισμένων. Μάχιμες ~ες. Απόσπαση/επιθεώρηση/μετάθεση/παρουσίαση/υπηρεσία σε ~.|| ~ες Αποκατάστασης (της) Τάξης (ακρ. ΜΑΤ). Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική ~ (ακρ. ΕΚΑΜ). ● ΣΥΜΠΛ.: κάθετη μονάδα: ΟΙΚΟΝ. βιομηχανία, επιχείρηση που αναλαμβάνει και ελέγχει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων, από την παραγωγή και την επεξεργασία, μέχρι την πώληση των προϊόντων ή/και των υπηρεσιών. Βλ. κάθετη παραγωγή. [< αγγλ. vertical union, 1933] , κεντρική μονάδα επεξεργασίας & κεντρική επεξεργαστική μονάδα: ΠΛΗΡΟΦ. κεντρικό εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή που είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο όλων των επιμέρους τμημάτων του και την εκτέλεση εντολών. Πβ. μικροεπεξεργαστής. Βλ. μητρική (κάρτα/πλακέτα), περιφερειακή συσκευή/μονάδα. [< αγγλ. Central Processing Unit (CPU), 1956] , Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ακρ. ΜΕΘ.) & Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης/Νοσηλείας & (προφ.) Μονάδα: ΙΑΤΡ. ειδικά εξοπλισμένος χώρος σε νοσοκομείο στον οποίον παρέχεται συνεχής ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση. Βλ. ΜΑΦ. ΣΥΝ. εντατική [< αγγλ. intensive care unit, 1955] , ακέραιη/ακεραία μονάδα βλ. ακέραιος, αστρονομική μονάδα βλ. αστρονομικός, διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες βλ. διδακτικός, Διεθνές Σύστημα Μονάδων βλ. διεθνής, κινητή μονάδα βλ. κινητός, λογιστική μονάδα βλ. λογιστικός, μονάδα εργασίας βλ. εργασία, νομισματική μονάδα βλ. νομισματικός, οικονομική μονάδα βλ. οικονομικός, περιφερειακή συσκευή/μονάδα βλ. περιφερειακός, πιστωτικές μονάδες βλ. πιστωτικός, σχολική μονάδα βλ. σχολικός [< μτγν. μονάς, αγγλ. unit, γαλλ. unité]

ολοκλήρωση

ολοκλήρωση[ὁλοκλήρωση] ο-λο-κλή-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. το να φτάνει κάτι στο τέλος του, τελειοποίηση, τελείωση: ~ διαπραγματεύσεων/δοκιμών/ελέγχου/εξαγοράς/εργασιών (: αποπεράτωση, διεκπεραίωση)/μαθημάτων/μελέτης/προγράμματος/πώλησης/σπουδών/συγχώνευσης/συναλλαγής. Διαδικασία/πορεία/προθεσμία ~ης. ~ κατασκευής έργου. Προς ~ η συμφωνία ... Πβ. λήξη, ξεπέταγμα, συμπλήρωση, τελείωμα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ συστήματος (: συνδυασμός διαφορετικών λογισμικών και εφαρμογών).|| (ΤΗΛΕΠ., υπηρεσία τηλεφώνου:) ~ κλήσης.|| Ευρωπαϊκή (: ένταξη των ευρωπαϊκών κρατών σε ενιαίο οικονομικό και πολιτικό σύνολο)/περιφερειακή (: στενότεροι οικονομικοί δεσμοί χωρών που βρίσκονται κοντά γεωγραφικά) ~.|| Πνευματική/σεξουαλική/ψυχοσωματική ~ (πβ. ενηλικίωση, ωρίμανση). Η ~ της προσωπικότητας του ατόμου. Πβ. αυτο-εκπλήρωση, -πραγμάτωση. 2. ΜΑΘ. σύνολο μαθηματικών πράξεων που εκτελούνται για την εύρεση του ολοκληρώματος: αριθμητική/διπλή/παραγοντική/πολλαπλή ~. ~ συναρτήσεων. ~ με αντικατάσταση. Θεωρία μέτρου και ~ης. Βλ. παραγώγιση. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητηριακή ολοκλήρωση: (στην εργοθεραπεία) η ικανότητα του εγκεφάλου να δέχεται, να ερμηνεύει και να οργανώνει τις πληροφορίες που λαμβάνει από τις αισθήσεις. [< αγγλ. sensory integration] , εθνική ολοκλήρωση: η σύμπτωση των ορίων έθνους και κράτους με την ενσωμάτωση όλων των ομοεθνών πληθυσμών στα σύνορα του κράτους., κάθετη ολοκλήρωση & κάθετη συγκέντρωση: ΟΙΚΟΝ. συγχώνευση εταιρειών διαφορετικού επιπέδου παραγωγής, με σκοπό τον συνδυασμό των δραστηριοτήτων τους και την εκμετάλλευση των κερδών από το στάδιο της παραγωγής μέχρι εκείνο της κατανάλωσης αγαθών, προϊόντων ή υπηρεσιών. Πβ. καθετοποίηση. [< αγγλ. vertical integration] , οριζόντια ολοκλήρωση & οριζόντια συγκέντρωση: ΟΙΚΟΝ. συγχώνευση εταιρειών ιδίων δραστηριοτήτων από μία άλλη εταιρεία, έτσι ώστε να μοιράζονται από κοινού τα οικονομικά οφέλη ή επέκταση του πεδίου δραστηριότητας επιχείρησης σε ένα στάδιο παραγωγής. [< αγγλ. horizontal integration] [< 1: μτγν. ὁλοκλήρωσις 2: γαλλ. intégrale]

οριζόντιος

οριζόντιος, α, ο [ὁριζόντιος] ο-ρι-ζό-ντι-ος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίου} 1. που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα και την επιφάνεια του εδάφους: ~ος: καταψύκτης/σωλήνας. ~α: απόσταση/γραμμή/διάταξη/ευθεία/θέση/θήκη/καλωδίωση/κίνηση/πτήση/σήμανση (οδών)/τομή/τοποθέτηση. ~ο: δίκτυο/δοκάρι (τέρματος). ~οι: αρμοί/δοκοί. ~ες: αυλακώσεις/ζώνες/περσίδες/ρίγες/σανίδες.|| (ΦΥΣ.) ~α: βολή/δύναμη/μετατόπιση/πόλωση/ταχύτητα. ~ο: επίπεδο. ~α μετακίνηση αέριων μαζών.|| (ΓΕΩΛ.) ~ος: διαμελισμός. ~α: μετατόπιση. ~ο: ρήγμα.|| (ΒΙΟΛ.) ~α: μεταφορά γονιδίων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ο: μενού (πλοήγησης). ΑΝΤ. κάθετος (1), κατακόρυφος (1) 2. που σχετίζεται με οντότητες που ανήκουν στο ίδιο επίπεδο διαφορετικών συστημάτων ή δομών ιεραρχίας· γενικότ. που βασίζεται στην ομοιογένεια: ~ος: (επαγγελματικός) διαχωρισμός/κανονισμός. ~α: διασύνδεση (μαθημάτων)/ενημέρωση/οργάνωση/πολιτική. ~οι: κανόνες/στόχοι (κοινοτικού ενδιαφέροντος). ~ες: δράσεις/δραστηριότητες/προτεραιότητες/σχέσεις. ~α: ζητήματα/θέματα/προγράμματα (της Ευρωπαϊκής Ένωσης).|| (ΟΙΚΟΝ., κυρ. για επιχειρήσεις:) ~α: επέκταση. ~ες: συμπράξεις. Συμφωνίες ~ας συνεργασίας. ΑΝΤ. κάθετος (4) 3. ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με τον ορίζοντα: ~α: παράλλαξη (: η μέγιστη παράλλαξη που παρατηρείται, όταν το ουράνιο σώμα είναι στον ορίζοντα). Σύστημα ~ων συντεταγμένων (: αζιμούθιο και ύψος). ● επίρρ.: οριζόντια & (λόγ.) οριζοντίως ● ΣΥΜΠΛ.: οριζόντια ιδιοκτησία βλ. ιδιοκτησία, οριζόντια ολοκλήρωση βλ. ολοκλήρωση ● ΦΡ.: οριζοντίως και καθέτως (προφ.-επιτατ.): εντελώς: Διαφωνώ ~ ~! [< γαλλ.-αγγλ. horizontal]

παραγωγή

παραγωγήπα-ρα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. δημιουργία υλικών αγαθών (προϊόντων και υπηρεσιών) με σκοπό την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών· συνεκδ. το σύνολο των παραγόμενων αγαθών ή ο συγκεκριμένος τομέας επιχείρησης ή εργοστασίου: πρωτογενής/δευτερογενής/τριτογενής ~. Αγροτική/βιολογική/βιομηχανική/γεωργική/εμπορευματική/ζωική/φυτική ~. Εξατομικευμένη/μαζική/οικιακή ~. Εγχώρια/εθνική (βλ. ΑΕΠ)/κοινοτική/παγκόσμια ~. ~ αυτοκινήτων/ειδών αρτοποιίας/ελαιολάδου/ενδυμάτων/ηλεκτρικής ενέργειας/κρασιού. ~ και εμπορία (λιπασμάτων)/κατανάλωση (τροφίμων)/τυποποίηση (μελιού). Δείκτης/έλεγχος/έξοδα (ή δαπάνες)/κόστος/κύκλος/μέθοδοι/(εργοστασιακή) μονάδα/συνάρτηση/τεχνολογία ~ής. Ο κλάδος ~ής πλαστικών. Βλ. κατα-, παρα-σκευή.|| Καταστράφηκε η ~ ελιάς λόγω της χαλαζόπτωσης.|| Οι εργαζόμενοι στην ~. 2. (γενικότ.) εκδήλωση, εμφάνιση, δημιουργία· συνεκδ. το σύνολο των δημιουργημάτων: ~ ήχου/θερμότητας/υδρογόνου. ~ ιδρώτα (= έκκριση)/πτυέλων (βλ. απόχρεμψη). ~ κειμένου/προφορικού και γραπτού λόγου. ~ γνώσης/διδακτικού υλικού.|| Η (εγχώρια) καλλιτεχνική/λογοτεχνική/μουσική/πνευματική/ποιητική ~. 3. οργάνωση, επίβλεψη και συνήθ. χρηματοδότηση για τη μαγνητοσκόπηση εκπομπής, την κινηματογράφηση ταινίας ή την παρουσίαση θεατρικής παράστασης· συνεκδ. η ίδια η εκπομπή, ταινία ή παράσταση· οι παραγωγοί και συντελεστές της: ακριβή (πβ. υπερ~)/ανεξάρτητη/διαφημιστική/ελληνική/εξωτερική/κινηματογραφική/ξένη/ραδιοφωνική ~. Υπεύθυνος ~ής. Οπτικοακουστικές ~ές. Εταιρεία τηλεοπτικών ~ών. Βλ. συμ~.|| Δεν επιτράπηκε στην ~ να πραγματοποιήσει γυρίσματα εντός του μουσείου. 4. ΓΛΩΣΣ. σχηματισμός νέων λέξεων με τη χρήση προσφυμάτων: ~ επιθέτων από ουσιαστικά/ρήματα. ~ και σύνθεση. Βλ. μορφολογία. 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) συλλογιστική πορεία από το γενικό στο ειδικό. Πβ. απαγωγή. ΑΝΤ. επαγωγή (1) ● ΣΥΜΠΛ.: διοίκηση παραγωγής (κ. με κεφαλ. Δ, Π): επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τον σχεδιασμό και τη λειτουργία συστημάτων παραγωγής. Βλ. Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων., κάθετη παραγωγή: ΟΙΚΟΝ. που περιλαμβάνει όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Πβ. καθετοποίηση. Βλ. κάθετη μονάδα, κάθετη ολοκλήρωση., μέσα παραγωγής & συντελεστές παραγωγής: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των στοιχείων (δηλ. ανθρώπινη εργασία, έδαφος, πρώτες ύλες, μηχανήματα, εργαλεία, κτίρια) που απαιτούνται κατά την παραγωγική διαδικασία. [< αγγλ. means of production] , ακαθάριστη αξία παραγωγής βλ. ακαθάριστος, αλυσίδα παραγωγής βλ. αλυσίδα, γραμμή παραγωγής βλ. γραμμή, συγκέντρωση παραγωγής βλ. συγκέντρωση ● ΦΡ.: από την παραγωγή στην κατανάλωση 1. για να τονιστεί ότι ένα προϊόν είναι αγνό, φρέσκο ή σπανιότ. πολύ φθηνό. 2. (σπάν.) για εμπορικές σχέσεις που διεξάγονται χωρίς μεσάζοντες. [< 1,2: μτγν. παραγωγή, γαλλ. production 3: αγγλ. production 4: μτγν. ~, γαλλ. dérivation 5: γαλλ. déduction]

συμφωνία

συμφωνίασυμ-φω-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. δέσμευση δύο ή περισσότερων μερών ή επίσημη σύμβαση μεταξύ κρατών, οργανισμών για ρύθμιση ζητήματος: άτυπη/γραπτή/διακρατική/διεθνής/εμπορική/επίσημη/ιδιωτική/ιστορική/καταρχήν/λευκή/μυστική/παρασκηνιακή/προγραμματική/προφορική/ρητή/στρατηγική ~. ~-πακέτο (: που δεν επιδέχεται τροποποίηση)/-πλαίσιο. ~ ειρήνης (= ειρηνευτική ~)/(ελεύθερου) εμπορίου/κατάπαυσης του πυρός (: ανακωχή)/στρατηγικής σημασίας. Κατόπιν ~ας. Το κείμενο/οι όροι της ~ας (πβ. σύμφωνο, συνθήκη). Στο πλαίσιο της ~ας. ~ εργοδοτών και εργαζομένων. ~ μεταξύ κυβέρνησης και συνδικάτων. Αθέτηση/ακύρωση/ανακοίνωση/κατάργηση/σύναψη/συνομολόγηση/τήρηση/υλοποίηση ~ας. Αναθεωρώ/ανανεώνω/επικυρώνω/επιτυγχάνω/εφαρμόζω/κλείνω/παραβιάζω/σπάω/χαλάω μια ~. Ήρθαμε/καταλήξαμε/προχωρήσαμε/φθάσαμε σε ~ (πβ. συνεννόηση). Επήλθε ~. Κάναμε ~ να .../μια ~. Βρίσκονται πολύ κοντά σε ~. Οδεύουμε προς ~ για ... Η ~ ισχύει. Αυτό δεν είναι στη ~ μας.|| Υπογραφή ~ας. Βλ. συμφωνητικό. 2. συναίνεση, συγκατάθεση: αμοιβαία/κοινή ~ (: κοινή συναινέσει). Με (τη) ~ όλης της οικογένειας (πβ. αποδοχή, σύμφωνη γνώμη). Εξασφαλίσαμε τη ~ όλων των μελών του συμβουλίου. Πβ. έγκριση, συγκατάνευση. 3. (για απόψεις, στοιχεία, ενέργειες) ομοιότητα, ταύτιση ή αντιστοιχία: απόλυτη/ολοκληρωτική/πλήρης ~ (πβ. ομοφωνία). ~ αντιλήψεων/χαρακτήρων. ΑΝΤ. αντι-, διχο-γνωμία, διαφωνία.|| ~ μεταξύ θεωρίας και πράξης/λόγων και έργων (πβ. συνέπεια). (ΛΟΓΙΣΤ.) ~ ταμείου.|| Σε ~ με το περιβάλλον. ~ χρωμάτων (πβ. αρμονία) Βλ. -φωνία. ΑΝΤ. ασυμφωνία 4. ΜΟΥΣ. ορχηστρική σύνθεση που δομείται πάνω στη φόρμα της σονάτας, εκτελείται από μεγάλο αριθμό μουσικών και συνήθ. αποτελείται από τέσσερα μέρη: ημιτελής/κλασική ~. ~ για έγχορδα/πνευστά. ~ σε ρε ελάσσονα/μείζονα. ~ δωματίου. Έγραψε/συνέθεσε πέντε ~ες. 5. ΜΟΥΣ. το εύηχο ακουστικό αποτέλεσμα της συνήχησης των φθόγγων μιας τρίφωνης συγχορδίας. Πβ. αρμονία. Βλ. διαφωνία. 6. ΓΛΩΣΣ. σχέση των όρων της πρότασης, όπου ένας καθορίζει κάποιον άλλον ως προς τον γραμματικό τύπο: ~ ρήματος - υποκειμένου (: σε πρόσωπο και αριθμό). ~ επιθέτου - ουσιαστικού (: σε γένος, αριθμό και πτώση).|| ~ χρόνων (: κύριας και δευτερεύουσας πρότασης). Πβ. ακολουθία των χρόνων. ● ΣΥΜΠΛ.: κάθετες συμφωνίες: ΟΙΚΟΝ. συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων παραγωγής και διανομής σχετικά με τις προϋποθέσεις προμήθειας, πώλησης ή μεταπώλησης αγαθών ή υπηρεσιών. [< αγγλ. vertical agreements] , συμφωνία σύνδεσης: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτου κράτους ή διεθνούς οργανισμού, με την οποία υιοθετούνται οι αρχές και οι στόχοι της πρώτης., συμφωνία συνεργασίας: ΝΟΜ. μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτου κράτους ή διεθνούς οργανισμού για εμπορική και οικονομική σύμπραξη., μνημόνιο συνεργασίας/συμφωνίας/κατανόησης βλ. μνημόνιο, συμφωνία κυρίων βλ. κύριος ● ΦΡ.: με τη συμφωνία ότι/να: υπό τον όρο, με την προϋπόθεση: Θα συνεργαστούμε ~ ~ ότι θα μοιραζόμαστε τα κέρδη. [< αρχ. συμφωνία 4: γαλλ. symphonie, symphony]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.