κάθισμα κά-θι-σμα ουσ. (ουδ.) {καθίσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. θέση ή κατασκευή κατάλληλη για να κάθεται κάποιος· κατ' επέκτ. η αντίστοιχη ενέργεια: αγωνιστικό/αναδιπλούμενο/αναπαυτικό/αναπηρικό (= αμαξίδιο, αναπηρική καρέκλα, καρότσι)/ανατομικό/δερμάτινο/εργονομικό/θερμαινόμενο/μαλακό/μεταλλικό/μπροστινό/ξύλινο/περιστρεφόμενο/πίσω/πλαστικό/ρυθμιζόμενο/σκληρό/συρόμενο/υπερυψωμένο ~. Το ~ του (συν)οδηγού. Η βάση/τα μπράτσα/η πλάτη/η ράχη του ~ατος. Κάλυμμα/μαξιλάρι/ρύθμιση ~ατος. ~ατα αεροπορικού τύπου/ασφαλείας/γραφείου/εργασίας/τουαλέτας. ~ατα επιβατών/επισκεπτών/θεάτρου/λεωφορείου/τρένου. ~ατα λαξευμένα στον βράχο. Ξήλωμα/σειρές (βλ. κερκίδα) ~άτων. Κάθισα στο πρώτο άδειο/κενό ~ που βρήκα. Πετάχτηκα απ' το ~ά μου. Βλ. έδρανο, εδώλιο, καναπές, καρέκλα, πάγκος, πολυθρόνα, σκαμνί, τηλεκαθίσματα.|| Πολύωρο ~. Σωστή θέση ~ατος.2. ΕΚΚΛΗΣ. τροπάριο κατά το οποίο οι πιστοί επιτρέπεται να κάθονται: ~ Όρθρου.3. (προφ.) καθίζηση. 4. (προφ.) προσάραξη. 5. ΕΚΚΛΗΣ. ερημητήριο. Πβ. ασκη-, ησυχασ-τήριο. ● Υποκ.: καθισματάκι (το): (σε όχημα) πρόσθετο μικρό παιδικό κάθισμα με ζώνη ασφαλείας. Βλ. ριλάξ. [< αγγλ. car seat, 1968] ● ΣΥΜΠΛ.: βαθύ κάθισμα: ΓΥΜΝ. χαμηλή στήριξη του σώματος στα δάχτυλα των ποδιών με τα γόνατα τελείως λυγισμένα: Κάντε ~ ~! Βλ. ανακούρκουδα., εκτινασσόμενο κάθισμα βλ. εκτινάσσω, μπάκετ κάθισμα βλ. μπάκετ [< 1,3,4: μτγν. κάθισμα 2,5: μεσν. ~]
ανακούρκουδα
ανακούρκουδα[ἀνακούρκουδα] α-να-κούρ-κου-δα επίρρ. & ανακούκουρδα (λαϊκό): με λυγισμένα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα των ποδιών: Κάθεται ~. Βλ. βαθύ κάθισμα, οκλαδόν. [< μεσν. ανακούρκουδα]
έδρανο
έδρανο[ἕδρανο] έ-δρα-νο ουσ. (ουδ.) {εδράν-ου} 1. κάθισμα στο οποίο έχει προσαρτηθεί μικρός πάγκος (συνήθ. στη Βουλή και στο Πανεπιστήμιο): άδεια ~α. Τα ~α της αντιπολίτευσης/Πολιτικής Αγωγής. Τα ~α του αμφιθεάτρου. Πβ. εδώλιο, θρανίο.2. ΜΗΧΑΝΟΛ. εξάρτημα μηχανής, κυρ. γεννήτριας, το οποίο στηρίζει και καθοδηγεί ή ωθεί περιστρεφόμενο άξονα: ένσφαιρο (πβ. ρουλεμάν)/ωστικό ~. ~ ζεύξης/κύλισης/ολίσθησης. Πβ. εφέδρανο, κουζινέτο. Βλ. βάση, έρεισμα, στήριγμα. [< αρχ. ἕδρανον 'κάθισμα', μτγν. ~ ‘υποστήριγμα’]
εκτινάσσω
εκτινάσσω[ἐκτινάσσω] ε-κτι-νάσ-σω ρ. (μτβ.) {εκτίνα-ξε, εκτινά-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, εκτινάσσ-οντας, -όμενος} 1. πετώ απότομα και με δύναμη προς τα πάνω ή προς τα μπρος: Η έκρηξη ~ξε τόνους στάχτης στην ατμόσφαιρα. ~χτηκε από τη θέση του. Πβ. εκσφενδονίζω, εκτοξεύω.|| Ο τερματοφύλακας ~χθηκε και μπλόκαρε την μπάλα.2. (μτφ.) αυξάνω κάτι πάρα πολύ: Η κερδοσκοπία ~ει τις τιμές των εμπορευμάτων. ΣΥΝ. απογειώνω (2) ● ΣΥΜΠΛ.: εκτινασσόμενο κάθισμα: ΤΕΧΝΟΛ. που εκτινάσσει τον πιλότο μαχητικού αεροσκάφους, διευκολύνοντας την ασφαλή διαφυγή του με αλεξίπτωτο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. [< αγγλ. ejection seat, 1945] ● ΦΡ.: εκτινάσσεται/εκτοξεύεται στα ύψη {σπάν. στην ενεργ. φωνή}: αυξάνεται απότομα και εντυπωσιακά: Τα κέρδη/οι πωλήσεις εκτινάχθηκαν ~ ~. Η δημοτικότητά του/εγκληματικότητα/τηλεθέαση έχει εκτοξευτεί ~ ~. Βλ. ανεβάζω κάποιον/κάτι στα ύψη. [< αρχ ἐκτινάσσω ‘τινάζω, αποτινάζω’]
μπάκετ
μπάκετμπά-κετ ουσ. (ουδ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μπάκετ κάθισμα: χαμηλό ατομικό κάθισμα με στρογγυλεμένη πλάτη σε όχημα ή αεροσκάφος: ανακλινόμενο/δερμάτινο ~. ~ (συν)οδηγού. [< αγγλ. bucket seat, 1908]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.