Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κάμποτ κά-μποτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & κάμποτο: χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Βλ. λινάτσα, τσίτι. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. Cabot]
  • καμποτάζ κα-μπο-τάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. αποκλειστική εκμετάλλευση των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών από εγχώρια πλοία (δηλ. όχι από πλοία με ξένη σημαία): άρση/κατάργηση του ~ (: απελευθέρωση της ακτοπλοΐας). Βλ. προστατευτισμός. ΣΥΝ. ενδομεταφορές [< γαλλ. cabotage]

λινάτσα

λινάτσα λι-νά-τσα ουσ. (θηλ.) 1. χοντρό ανθεκτικό ύφασμα από λινάρι ή κάνναβη: σακιά από ~. Βλ. κάμποτ, καραβόπανο, κετσές, μουσαμάς.|| (στη ζωγραφική:) Λάδι σε ~. Βλ. καμβάς, καναβάτσο. 2. (υβριστ.) αχρείος, τιποτένιος άνθρωπος. [< ιταλ. linazza]

προστατευτισμός

προστατευτισμός προ-στα-τευ-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΝ. σύστημα που ορίζει τη λήψη κρατικών μέτρων για την προστασία των εγχώριων παραγωγικών κλάδων από τον εξωτερικό ανταγωνισμό: δασμολογικός ~. Άρση ~ού. Βλ. ελεύθερη αγορά, παρεμβατισμός, υπερ~, -ισμός. [< γαλλ. protectionnisme, 1845]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.