καμποτάζ κα-μπο-τάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. αποκλειστική εκμετάλλευση των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών από εγχώρια πλοία (δηλ. όχι από πλοία με ξένη σημαία): άρση/κατάργηση του ~ (: απελευθέρωση της ακτοπλοΐας). Βλ. προστατευτισμός. ΣΥΝ. ενδομεταφορές [< γαλλ. cabotage]
λινάτσα
λινάτσα λι-νά-τσα ουσ. (θηλ.) 1. χοντρό ανθεκτικό ύφασμα από λινάρι ή κάνναβη: σακιά από ~. Βλ. κάμποτ, καραβόπανο, κετσές, μουσαμάς.|| (στη ζωγραφική:) Λάδι σε ~. Βλ. καμβάς, καναβάτσο.2. (υβριστ.) αχρείος, τιποτένιος άνθρωπος. [< ιταλ. linazza]
προστατευτισμός
προστατευτισμός προ-στα-τευ-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΝ. σύστημα που ορίζει τη λήψη κρατικών μέτρων για την προστασία των εγχώριων παραγωγικών κλάδων από τον εξωτερικό ανταγωνισμό: δασμολογικός ~. Άρση ~ού. Βλ. ελεύθερη αγορά, παρεμβατισμός, υπερ~, -ισμός. [< γαλλ. protectionnisme, 1845]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.