κάμωμα κά-μω-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάνω. Πβ. φτιάξιμο. Κυρ. ● καμώματα (τα) (προφ.): ασυνήθιστη, πεισματική ή θεατρινίστικη συμπεριφορά: αστεία/κωμικά/νεανικά (: τρέλες)/παιδιάστικα ~ (= φερσίματα).|| Γυναικεία/ερωτικά ~ (= καπρίτσια, τερτίπια). Του κάνει ~ (= κόλπα, κόνξες, κορδελάκια, νάζια, σκέρτσα, τζιριτζάντζουλες, τσακίσματα, τσαλίμια). Άσε, επιτέλους, τα ~ (= γινάτια, πείσματα)!|| (ειρων.) Έλα να θαυμάσεις τα ~ (= άθλους, κατορθώματα) του γιου σου! Όλοι γελάνε με τα ~ά τους.|| (μτφ.) Τα ~ της μοίρας (= γυρίσματα, παιχνίδια). ● ΦΡ.: της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά (παροιμ.): εργασίες που γίνονται τη νύχτα, κυρ. λεπτεπίλεπτες, ιδ. παλαιότερα, παρουσιάζουν ατέλειες. [< μεσν. κάμωμα]
-ού2: (παράγ. από τα αντίστ. αρσ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό ή ιδιότητα: παραμυθ~ (βλ. -ατζής, -ατζού)/φωνακλ~/χορευταρ~/φαγ~.|| (σπάν. ως β' τ. του θηλ. επιθ. σε -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο) Ναζ-ιάρα κ. ναζ~.|| (ως β' τύπ. θηλ. επιθ. σε -ης, -α, -ικο) Ξανθομάλλ-α κ. ξανθομαλλ~. ● βλ. -άς, -ού
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.