Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κάμωμα κά-μω-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάνω. Πβ. φτιάξιμο. Κυρ.καμώματα (τα) (προφ.): ασυνήθιστη, πεισματική ή θεατρινίστικη συμπεριφορά: αστεία/κωμικά/νεανικά (: τρέλες)/παιδιάστικα ~ (= φερσίματα).|| Γυναικεία/ερωτικά ~ (= καπρίτσια, τερτίπια). Του κάνει ~ (= κόλπα, κόνξες, κορδελάκια, νάζια, σκέρτσα, τζιριτζάντζουλες, τσακίσματα, τσαλίμια). Άσε, επιτέλους, τα ~ (= γινάτια, πείσματα)!|| (ειρων.) Έλα να θαυμάσεις τα ~ (= άθλους, κατορθώματα) του γιου σου! Όλοι γελάνε με τα ~ά τους.|| (μτφ.) Τα ~ της μοίρας (= γυρίσματα, παιχνίδια). ● ΦΡ.: της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά (παροιμ.): εργασίες που γίνονται τη νύχτα, κυρ. λεπτεπίλεπτες, ιδ. παλαιότερα, παρουσιάζουν ατέλειες. [< μεσν. κάμωμα]
  • καμωματού κα-μω-μα-τού ουσ. (θηλ.) (προφ.): ναζιάρα: καπάτσα, σκερτσόζα και ~ (: καπριτσιόζα). Βλ. -ού2.

-ού2

-ού2: (παράγ. από τα αντίστ. αρσ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό ή ιδιότητα: παραμυθ~ (βλ. -ατζής, -ατζού)/φωνακλ~/χορευταρ~/φαγ~.|| (σπάν. ως β' τ. του θηλ. επιθ. σε -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο) Ναζ-ιάρα κ. ναζ~.|| (ως β' τύπ. θηλ. επιθ. σε -ης, -α, -ικο) Ξανθομάλλ-α κ. ξανθομαλλ~. ● βλ. -άς, -ού

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.