Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κάνθαρος κάν-θα-ρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άρου} 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. αγγείο πόσης ή σπονδής με δύο κάθετες συνήθ. υπερυψωμένες λαβές και ψηλό ή χαμηλό πόδι με βάση. Bλ. κοτύλη, κρατήρας, κύλικα, κύπελλο, οινοχόη, ρυτό, σκύφος. 2. ΖΩΟΛ. (λόγ.) σκαθάρι. Βλ. χρυσο~. [< 1: μτγν. κάνθαρος 2: αρχ. ~]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.