γιαταγάνι για-τα-γά-νι ουσ. (ουδ.): ΙΣΤ. (κυρ. κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821) είδος σπαθιού με πλατιά και καμπυλωτή λεπίδα. Πβ. πάλα, χαντζάρι. Βλ. καριοφίλι, κουμπούρα. [< τουρκ. yatağan]
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.
καρύκευμα κα-ρύ-κευ-μα ουσ. (ουδ.) {καρυκεύμ-ατος | -ατα, συνηθέστ. στον πληθ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κάθε φυσική ουσία ή μείγμα, που προστίθεται στο φαγητό (ή το γλυκό) σε μικρές ποσότητες, για να δώσει άρωμα, να ενισχύσει τη γεύση του ή/και σπανιότ. να του δώσει χρώμα: εξωτικά/πικάντικα (βλ. ταμπάσκο) ~ατα. Τα μπαχαρικά και τα μυρωδικά χρησιμοποιούνται ως ~ατα. Βλ. γαρίφαλο, κάρδαμο, κολίανδρος, μάραθο, μπούκοβο, ρίγανη.|| (μτφ.) Το ~ (= αλατοπίπερο, νοστιμιά) της ζωής. ΣΥΝ. άρτυμα (1) [< μτγν. καρύκευμα ‘σάλτσα’]
κύτος κύ-τος ουσ. (ουδ.) {κύτ-ους | -η} (λόγ.) 1. το κοίλο μέρος πλωτού συνήθ. σκάφους: διπλό/μονό ~. Το ~ του πλοίου/του υποβρυχίου. Ρήγμα στο ~. Έλεγχος χωρητικότητας ~ών. Πβ. αμπάρι. Βλ. καρίνα, πυθμένας.|| Το ~ του αεροπλάνου. Πβ. κοιλιά. 2. ΑΝΑΤ. κοιλότητα του σώματος που περιβάλλεται από οστά: ~ του θώρακα/της κοιλίας/του κρανίου. [< αρχ. κύτος]
μπάλωμα μπά-λω-μα ουσ. (ουδ.) {μπαλώμ-ατος | -ατα} 1. επιδιόρθωση φθοράς, τρύπας ή σκισίματος σε ύφασμα ή άλλο υλικό με ράψιμο, γέμισμα ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο συνήθ. υλικό· συνεκδ. το κομμάτι που τοποθετείται στο φθαρμένο σημείο: ~ κάλτσας/ρούχων/σαμπρέλας/τσέπης. ~ των διχτυών μετά το ψάρεμα. ~ στους αγκώνες του σακακιού/στα γόνατα του παντελονιού. Βλ. καρίκωμα.|| ~ λακκούβας με άσφαλτο. Οδόστρωμα γεμάτο ~ατα.|| Συρραφή με τοποθέτηση ~ατος (: σε χειρουργική επέμβαση). || ~ νικοτίνης (: που τοποθετείται στο δέρμα για σταδιακή απεξάρτηση από το τσιγάρο). ΣΥΝ. πατς. 2. (κατ' επέκτ.) τμήμα επιφάνειας που διαφέρει στο χρώμα ή την υφή από το σύνολο: ~ατα υγρασίας στον τοίχο. Ο σκύλος έχει ένα άσπρο ~ (= κηλίδα) στην κοιλιά. 3. (μτφ.) πρόχειρη ή προσωρινή διευθέτηση: λύση-~. Επιφανειακό ~ του προβλήματος. ~ατα της τελευταίας στιγμής. Ημίμετρα και ~ατα. 4. ΠΛΗΡΟΦ. αποσπασματικός κώδικας προγράμματος λογισμικού που διορθώνει σφάλματα τα οποία διαπιστώθηκαν σε άλλο πρόγραμμα: έκδοση ~ατος. ● Υποκ.: μπαλωματάκι (το) [< 1,2: μεσν. μπάλωμα 3: γαλλ. rafistolage 4: αγγλ. patch, 1954]
μπαλώνω μπα-λώ-νω ρ. (μτβ.) {μπάλω-σα, μπαλώ-σει, -θηκε, -θεί, -μένος, μπαλών-οντας} 1. τοποθετώ μπάλωμα: ~ τους αγκώνες του σακακιού/τις τρύπιες κάλτσες/το παντελόνι στον καβάλο/τα παπούτσια. ~μένη: τσέπη. ~μένο: πανί. 2. (κατ' επέκτ.) επιδιορθώνω, επισκευάζω κάτι τοπικά: Ο δρόμος ~θηκε. 3. (μτφ.-προφ.) διευθετώ ή επανορθώνω πρόχειρα κάτι που έγινε λάθος: Κατάφερε να ~σει την τελευταία στιγμή την γκάφα/την κατάσταση/το σφάλμα. Η ζημιά έγινε και τώρα δεν ~εται με τίποτα. Πβ. κουκουλώνω, συγκαλύπτω. ● Παθ.: μπαλώνεται (προφ.): για προβληματική, δύσκολη κατάσταση που διορθώνεται, αντιμετωπίζεται. ● ΦΡ.: τα μπαλώνω & μπαλώνω τα πράγματα (προφ.): βρίσκω πρόχειρες δικαιολογίες για ανάρμοστο λόγο ή πράξη: Δεν ήξερε πώς να τα ~σει. Πήγε να τα ~σει., κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι (/είν' και) μπαλωμένο βλ. παπούτσι [< μεσν. μπαλώνω]
στρίφωμα στρί-φω-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια ή κυρ. το αποτέλεσμα του στριφώνω: ~ κουρτίνας/παντελονιού. Πβ. ρέλι.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ