Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 13 εγγραφές  [0-13]


  • κάρι κά-ρι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΑΓΕΙΡ. μείγμα, συνήθ. καυτερό, από τριμμένα αρωματικά μπαχαρικά, κυρ. κουρκουμά, κύμινο, πιπέρι, χαρακτηριστικό της ινδικής κουζίνας: πάστα/σκόνη ~. Κοτόπουλο/ρύζι με ~. Βλ. καρύκευμα. [< αγγλ. curry]
  • καριέρα κα-ριέ-ρα ουσ. (θηλ.): σταδιοδρομία ή ειδικότ. επαγγελματική εξέλιξη, καταξίωση: ακαδημαϊκή/διεθνής/δισκογραφική/επιστημονική/επιτυχημένη/κινηματογραφική/λαμπρή/μουσική/πολιτική ~. Έκανε ~ στο εξωτερικό. Επιλογή/ευκαιρίες/σύμβουλος ~ας. Διπλωμάτης/πολιτικός ~ας. Στο ξεκίνημα/στο τέλος της ~ας του. Θέλει/φιλοδοξεί να κάνει ~ στο θέατρο/στον στρατό. Συνδυάζει άψογα ~ και οικογένεια/προσωπική ζωή. (για τραγουδιστή:) Ακολούθησε σόλο ~. Έκανε στροφή στην ~ της (: άλλαξε ~). Σκέφτεται μόνο την ~ του (βλ. καριερίστας). ● ΣΥΜΠΛ.: ημέρα καριέρας/σταδιοδρομίας: εκδήλωση κατά την οποία γίνεται ενημέρωση σε συγκεκριμένο χώρο σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας. [< αγγλ. career day] [< ιταλ. carriera, γαλλ. carrière]
  • καριερισμός κα-ριε-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) (αρνητ. συνυποδ.): υπερβολική έμφαση στην καριέρα. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. carriérisme, 1908, ιταλ. carrierismo, 1918]
  • καριερίστας, καριερίστα κα-ριε-ρί-στας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {σπανιότ. θηλ. καριερίστρια} (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): άτομο που ενδιαφέρεται για την άνοδο της καριέρας του με κάθε τρόπο: αδίστακτος/επιτυχημένος/φιλόδοξος ~.|| (ως επίθ.) ~ας: δημοσιογράφος/πολιτικός. [< γαλλ. carriériste, 1909, ιταλ. carrierista, 1918]
  • καριερίστικος , η, ο κα-ριε-ρί-στι-κος επίθ. (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): που σχετίζεται με την καριέρα: ~ες: βλέψεις/φιλοδοξίες. Προωθούν ωφελιμιστικούς και ~ους στόχους. Βλ. -ίστικος. ● επίρρ.: καριερίστικα [ιταλ. carrieristico, πριν από το 1937]
  • καρικατούρα κα-ρι-κα-τού-ρα ουσ. (θηλ.): γελοιογραφία· (μτφ.) κάθε είδους χιουμοριστική απεικόνιση προσώπου, πράγματος ή κατάστασης: κωμική/συμβολική ~. Πορτρέτα-~ες διάσημων ηθοποιών.|| ~ της δημοκρατίας/πραγματικότητας (πβ. παρωδία, σάτιρα). Ήρωες/χαρακτήρες-~ες. [< ιταλ. caricatura, γαλλ. caricature]
  • καρίκωμα κα-ρί-κω-μα ουσ. (ουδ.) {καρικώμ-ατος | -ατα} (λαϊκό): μαντάρισμα. Βλ. μπάλωμα.
  • καρικώνω κα-ρι-κώ-νω ρ. (μτβ.) {σπάν. καρίκω-σε, καρικώ-σει} (λαϊκό) 1. μαντάρω. Βλ. μπαλώνω. 2. ράβω τις άκρες υφάσματος για να μην ξεφτίσει. Βλ. στρίφωμα. [< ιταλ. carico]
  • καρίνα κα-ρί-να ουσ. (θηλ.) & καρένα 1. ΝΑΥΤ. το κατώτερο τμήμα του σκελετού σκάφους: γυάλινη/διπλή/κινητή/ξύλινη/πολυεστερική/σταθερή/φουσκωτή ~. Βάρκα/λέμβος με/χωρίς ~. Βλ. κύτος, ύφαλα. ΣΥΝ. τρόπιδα (1) 2. ΤΕΧΝΟΛ. εξάρτημα που τοποθετείται στο κάτω μέρος μοτοσικλέτας κυρ. για την προστασία του από πρόσκρουση στο έδαφος. [< 1: μτγν. καρῖνα < ιταλ. carena < λατ. carina < αρχ. καρύϊνος ‘φτιαγμένος από ξύλο καρυδιάς’]
  • καριόκα κα-ριό-κα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. μικρό γλύκισμα με σοκολάτα και καρύδια ή αμύγδαλα, τυλιγμένο συνήθ. σε αλουμινόχαρτο. [< ισπ. ή πορτ. carioca]
  • καριόλα κα-ριό-λα ουσ. (θηλ.) 1. {αρσ. καριόλης} υβριστικός χαρακτηρισμός. 2. (παλαιότ.) είδος ξύλινου κρεβατιού. [< 2: μεσν. καριόλα ‘σκελετός κρεβατιού’ < ιταλ. carriola ‘κρεβάτι’]
  • καριοφίλι κα-ριο-φί-λι ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): μακρύκαννο εμπροσθογεμές τουφέκι: τα ~ια των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Βλ. γιαταγάνι, πιστόλι, σπάθα. [< πιθ. ιταλ. Carlo e figli]
  • καριτέ κα-ρι-τέ {άκλ.}: ΒΟΤ. τροπικό δέντρο (επιστ. ονομασ. Vitellaria paradoxa) από τους σπόρους του οποίου παράγεται λιπαρή ουσία, που χρησιμοποιείται κυρ. για την παρασκευή καλλυντικών: βούτυρο ~. [< γαλλ. karité]

γιαταγάνι

γιαταγάνι για-τα-γά-νι ουσ. (ουδ.): ΙΣΤ. (κυρ. κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821) είδος σπαθιού με πλατιά και καμπυλωτή λεπίδα. Πβ. πάλα, χαντζάρι. Βλ. καριοφίλι, κουμπούρα. [< τουρκ. yatağan]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-ίστικος

-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.

καρύκευμα

καρύκευμα κα-ρύ-κευ-μα ουσ. (ουδ.) {καρυκεύμ-ατος | -ατα, συνηθέστ. στον πληθ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κάθε φυσική ουσία ή μείγμα, που προστίθεται στο φαγητό (ή το γλυκό) σε μικρές ποσότητες, για να δώσει άρωμα, να ενισχύσει τη γεύση του ή/και σπανιότ. να του δώσει χρώμα: εξωτικά/πικάντικα (βλ. ταμπάσκο) ~ατα. Τα μπαχαρικά και τα μυρωδικά χρησιμοποιούνται ως ~ατα. Βλ. γαρίφαλο, κάρδαμο, κολίανδρος, μάραθο, μπούκοβο, ρίγανη.|| (μτφ.) Το ~ (= αλατοπίπερο, νοστιμιά) της ζωής. ΣΥΝ. άρτυμα (1) [< μτγν. καρύκευμα ‘σάλτσα’]

κύτος

κύτος κύ-τος ουσ. (ουδ.) {κύτ-ους | -η} (λόγ.) 1. το κοίλο μέρος πλωτού συνήθ. σκάφους: διπλό/μονό ~. Το ~ του πλοίου/του υποβρυχίου. Ρήγμα στο ~. Έλεγχος χωρητικότητας ~ών. Πβ. αμπάρι. Βλ. καρίνα, πυθμένας.|| Το ~ του αεροπλάνου. Πβ. κοιλιά. 2. ΑΝΑΤ. κοιλότητα του σώματος που περιβάλλεται από οστά: ~ του θώρακα/της κοιλίας/του κρανίου. [< αρχ. κύτος]

μπάλωμα

μπάλωμα μπά-λω-μα ουσ. (ουδ.) {μπαλώμ-ατος | -ατα} 1. επιδιόρθωση φθοράς, τρύπας ή σκισίματος σε ύφασμα ή άλλο υλικό με ράψιμο, γέμισμα ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο συνήθ. υλικό· συνεκδ. το κομμάτι που τοποθετείται στο φθαρμένο σημείο: ~ κάλτσας/ρούχων/σαμπρέλας/τσέπης. ~ των διχτυών μετά το ψάρεμα. ~ στους αγκώνες του σακακιού/στα γόνατα του παντελονιού. Βλ. καρίκωμα.|| ~ λακκούβας με άσφαλτο. Οδόστρωμα γεμάτο ~ατα.|| Συρραφή με τοποθέτηση ~ατος (: σε χειρουργική επέμβαση). || ~ νικοτίνης (: που τοποθετείται στο δέρμα για σταδιακή απεξάρτηση από το τσιγάρο). ΣΥΝ. πατς. 2. (κατ' επέκτ.) τμήμα επιφάνειας που διαφέρει στο χρώμα ή την υφή από το σύνολο: ~ατα υγρασίας στον τοίχο. Ο σκύλος έχει ένα άσπρο ~ (= κηλίδα) στην κοιλιά. 3. (μτφ.) πρόχειρη ή προσωρινή διευθέτηση: λύση-~. Επιφανειακό ~ του προβλήματος. ~ατα της τελευταίας στιγμής. Ημίμετρα και ~ατα. 4. ΠΛΗΡΟΦ. αποσπασματικός κώδικας προγράμματος λογισμικού που διορθώνει σφάλματα τα οποία διαπιστώθηκαν σε άλλο πρόγραμμα: έκδοση ~ατος. ● Υποκ.: μπαλωματάκι (το) [< 1,2: μεσν. μπάλωμα 3: γαλλ. rafistolage 4: αγγλ. patch, 1954]

μπαλώνω

μπαλώνω μπα-λώ-νω ρ. (μτβ.) {μπάλω-σα, μπαλώ-σει, -θηκε, -θεί, -μένος, μπαλών-οντας} 1. τοποθετώ μπάλωμα: ~ τους αγκώνες του σακακιού/τις τρύπιες κάλτσες/το παντελόνι στον καβάλο/τα παπούτσια. ~μένη: τσέπη. ~μένο: πανί. 2. (κατ' επέκτ.) επιδιορθώνω, επισκευάζω κάτι τοπικά: Ο δρόμος ~θηκε. 3. (μτφ.-προφ.) διευθετώ ή επανορθώνω πρόχειρα κάτι που έγινε λάθος: Κατάφερε να ~σει την τελευταία στιγμή την γκάφα/την κατάσταση/το σφάλμα. Η ζημιά έγινε και τώρα δεν ~εται με τίποτα. Πβ. κουκουλώνω, συγκαλύπτω. ● Παθ.: μπαλώνεται (προφ.): για προβληματική, δύσκολη κατάσταση που διορθώνεται, αντιμετωπίζεται. ● ΦΡ.: τα μπαλώνω & μπαλώνω τα πράγματα (προφ.): βρίσκω πρόχειρες δικαιολογίες για ανάρμοστο λόγο ή πράξη: Δεν ήξερε πώς να τα ~σει. Πήγε να τα ~σει., κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι (/είν' και) μπαλωμένο βλ. παπούτσι [< μεσν. μπαλώνω]

στρίφωμα

στρίφωμα στρί-φω-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια ή κυρ. το αποτέλεσμα του στριφώνω: ~ κουρτίνας/παντελονιού. Πβ. ρέλι.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.