κάστανο κά-στα-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άνου}: ο καρπός της καστανιάς, ο οποίος έχει αμυλώδη ψίχα, καφετί, λείο φλοιό και αρχικά αναπτύσσεται μέσα σε ξυλώδες και ακανθώδες περίβλημα που σπάει κατά την ωρίμανση: βραστά/καθαρισμένα/ψημένα ~α. Γλυκό (κουταλιού)/μαρμελάδα/παγωτό/τούρτα ~. Κρέμα ~ου. Γαλοπούλα (γεμιστή) με ~α. Τσουρέκι με γέμιση ~. Βλ. κάρυο. ● Υποκ.: καστανάκι (το) ● ΦΡ.: βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά (μτφ.): αναλαμβάνω δύσκολο έργο προς όφελος του συνόλου: Καλείται να βγάλει ~ ~. Πάλι εγώ θα βγάλω ~ ~; ΣΥΝ. βγάζω το φίδι απ' την τρύπα, δεν τρέχει κάστανο (προφ.): δεν συμβαίνει τίποτα (το ανησυχητικό): Μια χαρά είμαι, ~ ~!, δεν χαρίζει κάστανα (μτφ.): είναι ανυποχώρητος, αυστηρός: ~ ~ σε κανέναν!, δεν την παλεύω (κάστανο) βλ. παλεύω [< μτγν. κάστανα]
καστανοκόκκινος , η, ο κα-στα-νο-κόκ-κι-νος επίθ. (προφ.): που έχει απόχρωση ανάμεσα στο καστανό και το κόκκινο: ~α: μαλλιά. ● Ουσ.: καστανοκόκκινο (το): το αντίστοιχο χρώμα.
καστανομάλλης , α, ικο επίθ./ουσ.: που έχει καστανά μαλλιά. Βλ. -μάλλης.
καστανόξανθος , η, ο κα-στα-νό-ξαν-θος επίθ./ουσ.: (κυρ. για μαλλιά, τρίχωμα ή φτέρωμα) ανοιχτός καστανός: ~ες: ανταύγειες/μπούκλες.|| Μπίρα με έντονο ~ο χρώμα.|| (για πρόσ.) ~η με πράσινα μάτια. Βλ. ξανθοκόκκινος. ● Ουσ.: καστανόξανθο (το): το αντίστοιχο χρώμα: Σου πηγαίνει πολύ το ~ (: για βαφή). Πβ. μελί.
καστανός , ή, ό κα-στα-νός επίθ.: που έχει το χρώμα του κάστανου· (για πρόσ.) καστανομάλλης: ~ή: ζάχαρη. ~ά: μάτια (= καστανόχρωμα). Πβ. καφετής.|| Έγινε ~ή (: έβαψε τα μαλλιά της ~ά). (ως ουσ.) Οι ~οί. Βλ. μελαχρινός, ξανθός. ● Ουσ.: καστανό (το): το αντίστοιχο χρώμα: αποχρώσεις του ~ού (: ανοιχτό, σκούρο). [< μεσν. καστανός]
καστανόχρωμος , η, ο κα-στα-νό-χρω-μος επίθ.: που έχει καστανό χρώμα: ~α: μαλλιά. Πβ. καστανωπός. Βλ. -χρωμος.
καστανόχωμα κα-στα-νό-χω-μα ουσ. (ουδ.): φυλλόχωμα που έχει διαμορφωθεί από αποσυντεθειμένα φύλλα καστανιάς: βιολογικό/καθαρό ~. ~ εξωτερικού χώρου/για γαρδένιες. Βλ. -χωμα.
κάρυο
κάρυοκά-ρυ-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΟΤ. κάθε καρπός που αποτελείται από ξυλώδες περίβλημα και εδώδιμη ψίχα. Βλ. αμύγδαλο, βελανίδι, κάστανο, φουντούκι.2. (επιστ.) καρύδι. [< αρχ. κάρυον]
-μάλλης
-μάλλης, α, ικο {αρσ. -μάλληδες | κ. θηλ. (λαϊκό-λογοτ.) -μαλλούσα, -μαλλού}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. το χρώμα των μαλλιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: ασπρο-μάλλης/γκριζο~/καστανο~/κοκκινο~/ξανθο~/ψαρο~. Βλ. -μάτης.|| Μακρυ-μάλλης. Σγουρο-μάλλα.
-μάτης
-μάτης, α, ικο {αρσ. -μάτηδες}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν το χρώμα, το σχήμα ή την έκφραση των ματιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: γαλανο~/καστανο~/μαυρο~/πρασινο~ (βλ. -μάλλης). Aβγουλο~/βοϊδο~/γουρλο~/μπιρμπιλο~.|| (μτφ.) Αετο~/ανοιχτο~.
μελαχρινός
μελαχρινός, ή, ό με-λα-χρι-νός επίθ.: που έχει σκούρα καφέ ή μαύρα μαλλιά και συνήθ. σκούρα επιδερμίδα· σκουρόχρωμος: ~ός: άντρας. (ως ουσ.) Οι ~ές. ● Υποκ.: μελαχρινούλα (η). Βλ. καστανός, ξανθός.|| ~ό: δέρμα/πρόσωπο (ΑΝΤ. ανοιχτόχρωμο, άσπρο, λευκό). ΣΥΝ. μελαμψός & μελαψός [< μεσν. μελαχρινός – παλαιότ. ορθογρ. μελαχροινός]
ξανθοκόκκινος
ξανθοκόκκινος, η, ο ξαν-θο-κόκ-κι-νος επίθ.: (κυρ. για μαλλιά και γένια) που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο ξανθό και το κόκκινο: ~η: χαίτη. ~ες: ανταύγειες. Βλ. καστανόξανθος. ΣΥΝ. πυρόξανθος, πυρόχρους, ρούσος
παλεύω
παλεύωπα-λεύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πάλ-εψα, παλ-έψει, παλεύ-οντας} 1. (+ με/εναντίον) συμπλέκομαι με κάποιον, για να τον ρίξω κάτω και να τον ακινητοποιήσω στο έδαφος και γενικότ. για να τον εξουδετερώσω: ~ψε με τον αντίπαλο/τον ληστή. ~ψε για τη ζωή του (= για να μείνει ζωντανός).2. (+ με/εναντίον) (μτφ.) αγωνίζομαι ενάντια σε κάποιον ή κάτι, αντιστέκομαι σθεναρά: ~ψε με την αρρώστια και τώρα είναι καλά. ~ με τον εαυτό μου/τον φόβο μου.3. (μτφ.) κοπιάζω, μοχθώ για κάτι: ~ σκληρά. ~ για τη νίκη. Άδικα το ~εις (= παιδεύεις). ~ με αυταπάρνηση/νύχια και με δόντια/όλες μου τις δυνάμεις/πείσμα. Πβ. πολεμώ. ● ΦΡ.: δεν παλεύεται (νεαν. αργκό): δεν υποφέρεται: Ο αδερφός σου/η ζέστη ~ ~ με τίποτα! ΣΥΝ. δεν αντέχεται, δεν την παλεύω (κάστανο) (νεαν. αργκό): δεν αντέχω, δεν τα καταφέρνω: Τρίτη μέρα χωρίς συγκοινωνία και ~ ~!, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο: είναι ετοιμοθάνατος, χαροπαλεύει., πώς την παλεύεις; & την παλεύεις; (νεαν. αργκό): πώς τα πας, πώς τα καταφέρνεις; ~ ~ με τη δίαιτα/τον διευθυντή σου;, το παλεύω (προφ.): προσπαθώ για κάτι, δεν έχω παραιτηθεί: -Πώς πας, βρήκες δουλειά; -~ ~ ακόμη., κυνηγάει ανεμόμυλους βλ. ανεμόμυλος [< μεσν. παλεύω]
-χρωμος
-χρωμος, η, ο β' συνθετικό για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν 1. παρουσία ενός ή περισσότερων χρωμάτων: χαλκό~.|| Μονό~/δί~/τρί~/πολύ~.|| Ά~.2. ένταση απόχρωσης: ανοιχτό~/σκουρό~.
-χωμα
-χωμα: β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που σχετίζονται με το χώμα: αμμό~/αργιλό~/ασπρό~/καστανό~/κεραμιδό~/κηπό~/κοκκινό~/κοπρό~/μαυρό~/πυρό~/φυλλό~/φυτό~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.