Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]


  • κέρας κέ-ρας ουσ. (ουδ.) {κέρ-ατος | -ατα, -άτων} (λόγ.) 1. ΑΝΑΤ. ανατομικό στοιχείο με κερατοειδές σχήμα: ~ της μήτρας. Οπίσθιο/πρόσθιο ~ του μηνίσκου/της φαιάς ουσίας του νωτιαίου μυελού.|| Δερματικό ~ (: έκφυση του δέρματος, συνήθ. στο πρόσωπο ή στο τριχωτό της κεφαλής). 2. ΜΟΥΣ. πνευστό όργανο που θυμίζει σάλπιγγα: κυνηγετικό ~ (: φυσικό κόρνο χωρίς βαλβίδες). 3. ΣΤΡΑΤ. (παλαιότ.) στρατιωτική πτέρυγα. ● ΣΥΜΠΛ.: αποστακτικό κέρας: ΧΗΜ. φιάλη απόσταξης με μακρύ καμπυλωτό λαιμό. Βλ. αποστακτήρας. [< γαλλ. cornue ] , τεκτονικό κέρας: ΓΕΩΛ. ανυψωμένο τέμαχος του γήινου φλοιού μεταξύ δύο ρηγμάτων. [< γερμ. Ηorst] , το κέρας της Αμάλθειας βλ. Αμάλθεια [< αρχ. κέρας, γαλλ. corne]
  • κέρασα βλ. κερνώ
  • κερασάκι κε-ρα-σά-κι ουσ. (ουδ.): ΖΑΧΑΡ. μικρό κεράσι, συνήθ. γλασαρισμένο ή ζαχαρωμένο, για τη διακόσμηση γλυκών: ~ια γλασέ/μαρασκίνο. Ταρτάκια με σαντιγί και ~ια. ● ΦΡ.: το κερασάκι στην τούρτα (μτφ.): το επιστέγασμα ή το αποκορύφωμα μιας σειράς γεγονότων, καταστάσεων: Πρόσθεσε/έβαλε ~ ~. Η διακοπή ρεύματος ήταν ~ ~ (των ατυχιών). [< γαλλ. la cerise sur le gâteau]
  • κερασένιος , ια, ιο κε-ρα-σέ-νιος επίθ.: που μοιάζει με κεράσι, κυρ. στο χρώμα ή τη γεύση: ~ια: χείλη. Πβ. κερασί. Βλ. -ένιος.
  • κεράσι κε-ρά-σι ουσ. (ουδ.) {κερασιού}: ο καρπός της κερασιάς, που έχει μικρό σφαιρικό σχήμα, λεπτή, γυαλιστερή και συνήθ. κόκκινη φλούδα, μαλακή γλυκιά σάρκα και κουκούτσι: γλυκό (του κουταλιού)/λικέρ/μαρμελάδα/χυμός ~. Ζουμερά/τραγανά ~ια. ~ια γλασέ. Τάρτα με ~ια. Βλ. βύσσινο, πετρο-, χαμο-κέρασο, κερασάκι. ● ΦΡ.: όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι (παροιμ.): να είσαι επιφυλακτικός, όταν ακούς μεγάλα λόγια και υπερβολές. [< μεσν. κεράσι(ν), αρχ. κέρασος & κερασός ‘κερασιά’]
  • κερασί κε-ρα-σί επίθ./ουσ. {άκλ.} (προφ.): που έχει κόκκινη απόχρωση, παρόμοια με αυτή των κερασιών: ~ ξύλο.|| (ως ουσ.) Σκούρο ~. Πβ. βυσσινί, κεραμιδί, μπορντό.
  • κερασιά κε-ρα-σιά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο (επιστ. ονομασ. Prunus avium), με λείο, ίσιο, ψηλό κορμό και λευκά άνθη σε ταξιανθίες, το οποίο καλλιεργείται κυρ. για τον καρπό του, το κεράσι· συνεκδ. το κοκκινωπό ξύλο του: Βλ. αγριο~, πετρο~, βυσσινιά, πυρηνόκαρπα.|| Τραπέζι από ~. Βλ. καρυδιά, οξιά. [< μεσν. κερασιά]
  • κέρασμα κέ-ρα-σμα ουσ. (ουδ.) {κεράσμ-ατος | -ατα} 1. η ενέργεια του κερνώ: ~ των επισκεπτών/καλεσμένων (με λικέρ και σοκολατάκια). Δίσκος ~ατος. (προφ.) Ευχαριστώ για το ~! ΣΥΝ. τρατάρισμα, φίλεμα 2. (συνεκδ.) τα προσφερόμενα γλυκά, ποτά ή φαγητά: παραδοσιακά ~ατα. Ακολούθησε πλούσιο ~ (βλ. μπουφές). ● Υποκ.: κερασματάκι (το) [< αρχ. κέρασμα ‘μείγμα (ποτών)’]
  • κεραστής κε-ρα-στής ουσ. (αρσ.) (σπάν.): πρόσωπο που κερνά. [< μεσν. κεραστής 'αυτός που σερβίρει ποτά']
  • κερασφόρος , α/ος, ο κε-ρα-σφό-ρος επίθ. (λόγ.) 1. που έχει κέρατα στο κεφάλι: (ΜΥΘΟΛ.) ~ος: θεός.|| ~α: ζώα. Βλ. -φόρος. 2. (σπάν.-ειρων.) κερατάς. [< μτγν. κερασφόρος]

Αμάλθεια

Αμάλθεια [Ἀμάλθεια] Α-μάλ-θει-α κύριο όν. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: το κέρας της Αμάλθειας & (λόγ.) Αμαλθείας (μτφ.): αφθονία αγαθών και ευημερία: Παγκοσμιοποίηση: ~ ~ ή ασκός του Αιόλου; [< αρχ. Ἀμάλθεια]

αποστακτήρας

αποστακτήρας [ἀποστακτήρας] α-πο-στα-κτή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή απόσταξης: ηλιακός/περιστρεφόμενος/χάλκινος ~. ~ ρακής (πβ. καζάνι). Βλ. -τήρας. ΣΥΝ. άμβυκας

βύσσινο

βύσσινο βύσ-σι-νο ουσ. (ουδ.): ο βαθυκόκκινος και γλυκόξινος καρπός της βυσσινιάς: γλυκό/λικέρ/μαρμελάδα/σιρόπι ~. Βλ. κεράσι. ● ΦΡ.: να μου λείπει (το βύσσινο) βλ. λείπω [< μτγν. επιθ. βύσσινος]

-ένιος

-ένιος, ια, ιο: κατάληξη επιθέτων για τη δήλωση ύλης, χρώματος ή ιδιότητας: ασημ~/διαμαντ~/σοκολατ~.|| Μενεξεδ~/χρυσαφ~. Πβ. -ής, -ιά, -ί.|| Παραδεισ~/παραμυθ~. Πβ. -ινος.

καρυδιά

καρυδιά κα-ρυ-διά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. μεγάλο φυλλοβόλο δέντρο των εύκρατων περιοχών (επιστ. ονομασ. Juglans regia), που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του (καρύδι) και την εξαιρετικής ποιότητας ξυλεία του· (κυρ. συνεκδ.) το ξύλο του: δάσος με ~ιές.|| Γραφείο/κρεβατοκάμαρα/τραπέζι από (μασίφ) ~. Βλ. βελανιδιά, κερασιά, οξιά. ● ΦΡ.: κάθε καρυδιάς καρύδι (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): άνθρωποι όλων των ειδών, ιδ. χαμηλού επιπέδου: Κάνει παρέα με ~ ~.

κερνώ

κερνώ [κερνῶ] κερ-νώ ρ. (μτβ.) {κερν-άς ..., -ώντας | κέρ-ασα, -άσει, (σπάν.) -άστηκε, -αστεί, -ασμένος} & κερνάω 1. προσφέρω γλυκό, ποτό ή φαγητό, στα πλαίσια φιλοξενίας ή εορτασμού κάποιου γεγονότος: Τι να σας ~άσω (= βάλω/βγάλω);|| ~ασε τους φίλους της για τα γενέθλιά της. ΣΥΝ. τρατάρω, φιλεύω 2. (σε εστιατόριο, καφετέρια, μπαρ) πληρώνω ό,τι παράγγειλε κάποιος άλλος ή προσφέρω κάτι: Απόψε ~ εγώ! Μας ~ασε το κρασί. Οι μπίρες ~ασμένες από το μαγαζί!|| (γενικότ.) ~ τα εισιτήρια για το γήπεδο/σινεμά. ● ΦΡ.: Γιάννης κερνά(ει), Γιάννης πίνει βλ. Γιάννης, κερνάει/ποτίζει πίκρες βλ. πίκρα [< μεσν. κερνώ]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.