Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • κέρατο κέ-ρα-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άτου} 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} σκληρή απόφυση στο κεφάλι ορισμένων θηλαστικών· γενικότ. κάθε παρόμοια έκφυση σε ζώα: ~α βοδιού/(αρσενικού) ελαφιού/κατσίκας/κριαριού/ταράνδου/ταύρου/τράγου. Κομπολόγια/χάντρες από ~.|| ΦΡ. (Και) στου βοδιού το ~ να κρυφτείς (: όπου και να πας), θα σε βρω! 2. (προφ.) ερωτική απιστία: Της/του ρίχνει/βάζει ~ (= την/τον κερατώνει. Πβ. απατώ). Πέφτει/τρώει ~. Πβ. μοιχεία. ΣΥΝ. κεράτωμα 3. (προφ.-μτφ.) ανατομικό αντιαισθητικό εξόγκωμα που προκαλεί ενόχληση· κατ' επέκτ. οτιδήποτε προκαλεί εκνευρισμό και ταλαιπωρία, εμποδίζοντας συνήθ. μια δραστηριότητα: Πέταξα (= έβγαλα) ένα ~ στο κούτελο. Βλ. σπυρί.|| Τι είναι αυτό το ~ στη μέση; ● Υποκ.: κερατάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κέρατο βερνικωμένο (υβριστ.): δύστροπος άνθρωπος. Πβ. στριμμένο άντερο., πιπεριά κέρατο βλ. πιπεριά ● ΦΡ.: μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα (αργκό): ασταμάτητα, συνεχώς: Θα περιμένω/(απειλητ.) θα σε κυνηγώ, ~ ~. Πβ. μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι., τα κέρατά μου/σου/του (αργκό): σε υπερβολικό βαθμό, πάρα πολύ: Ξοδεύει/πίνει/πληρώνει/τρώει/χρωστάει τα ~ του (= τ' άντερά του). Βλ. τα μαλλιοκέφαλα μου/σου/του ..., γαμώ το κέρατό/το στανιό μου/σου βλ. γαμώ, πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα βλ. ταύρος, στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο βλ. διάβολος, την τύχη/το κέρατό μου μέσα βλ. τύχη, της/του τα φοράει βλ. φορώ, το κέρατό μου το τράγιο βλ. τράγιος [< μεσν. κέρατον]
  • κερατοειδής , ής, ές κε-ρα-το-ει-δής επίθ.: (σπάν.) που έχει μορφή κέρατος: ~ής: απόφυση. ~ές: σχήμα. Βλ. -ειδής, κεράτινος. ● ΣΥΜΠΛ.: κερατοειδής (χιτώνας): ΑΝΑΤ. το πρόσθιο, διαφανές τμήμα του οφθαλμικού βολβού, μπροστά από την ίριδα και την κόρη, το οποίο επιτρέπει την είσοδο του φωτός και βοηθά το μάτι να εστιάσει σε κάτι: έλκος/καμπυλότητα του/τοπογραφία ~ούς. Επέμβαση στον ~ή με λέιζερ για διόρθωση μυωπίας. [< μτγν. κερατοειδής, γαλλ. kératoïde, αγγλ. keratoid]
  • κερατοειδίτιδα βλ. κερατίτιδα
  • κερατόκωνος κε-ρα-τό-κω-νος ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) κερατοειδόκωνος: ΙΑΤΡ. πάθηση του ματιού κατά την οποία ο κερατοειδής χιτώνας αποκτά σχήμα κώνου, με σύμπτωμα τη θολή και παραμορφωμένη εικόνα των αντικειμένων. Βλ. αστιγματισμός. [< γαλλ. kératocône, 1900, αγγλ. keratoconus]
  • κερατόμετρο κε-ρα-τό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. όργανο μέτρησης της καμπυλότητας του κερατοειδούς χιτώνα: αναλογικό/αυτόματο ηλεκτρονικό ~. Βλ. διαθλασίμετρο, -μετρο. [< αγγλ. keratometer]
  • κερατούκλης κε-ρα-τού-κλης ουσ. (αρσ.) {κερατούκληδες} & κερατούκλικο (το) (οικ.): προσφώνηση που εκφράζει συμπάθεια, θαυμασμό ή ελαφρά δυσαρέσκεια: Kαλά, είναι φοβερός, ο ~! Α ρε ~η, όλα τα καταλαβαίνεις!|| Βρε κερατούκλικο, πάλι σκανδαλιά έκανες; Πβ. κατεργάρης, μπαγάσας. Βλ. κερατένιος. ● βλ. κερατάς

αστιγματισμός

αστιγματισμός [ἀστιγματισμός] α-στιγ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. διαταραχή της όρασης που οφείλεται συνήθ. σε ατελή σφαιρικότητα του κερατοειδούς, με αποτέλεσμα την ανομοιόμορφη διάθλαση των ακτίνων του φωτός: ανώμαλος/μυωπικός/υπερμετρωπικός ~. Γυαλιά/διόρθωση ~ού. Βλ. αμετρωπία. 2. ΦΥΣ. η αδυναμία ενός οπτικού οργάνου, φακού ή κατόπτρου, να απεικονίσει με ακρίβεια το είδωλο ενός σημείου. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. astigmatisme, αγγλ. astigmatism]

γαμώ

γαμώ [γαμῶ] γα-μώ ρ. (μτβ.) {γαμ-άς, -ά κ. -άει, -ώντας | γάμ-ησα, -ήσει, -ιέμαι, -ήθηκα, -ημένος} & γαμάω (λ. ταμπού) 1. έρχομαι σε σεξουαλική επαφή. Πβ. (απ)αυτώνω, πηδώ, συνουσιάζομαι. 2. (μτφ.) υποβάλλω κάποιον σε ταλαιπωρία, εξουθενώνω. Πβ. ξεθεώνω, ξεπατώνω. ● Μτχ.: γαμημένος , η, ο 1. (για δήλωση αγανάκτησης, οργής) άτιμος, καταραμένος: ~ος: καιρός. ~η: ζέστη. Πβ. αναθεματισμένος. 2. ως υβριστικός χαρακτηρισμός. ● ΦΡ.: (και) γαμώ (νεαν. αργκό-επιτατ.): ως έκφραση θαυμασμού για κάτι πολύ καλό ή ωραίο., άντε (και)/ά(ι) γαμήσου/πηδήξου! & δε γαμιέσαι; & δεν πας να γαμηθείς/πηδηχτείς & να πας να γαμηθείς/πηδηχτείς! (υβριστ.): για δήλωση αγανάκτησης, οργής ή έντονης δυσαρέσκειας προς κάποιον., γαμάει και δέρνει (μτφ.-αργκό) 1. συμπεριφέρεται αυθαίρετα και αλαζονικά. 2. & γαμάει: (εμφατ.) είναι εξαιρετικός, έχει μεγάλη επιτυχία., γάμησέ τα/γάμα τα (προφ.): για δήλωση δυσαρέσκειας, αγανάκτησης ή απόγνωσης: ~ ~ φίλε, μπερδεμένη υπόθεση/μεγάλη ιστορία. Πβ. άστα (να πάνε)., γαμώ τα παιδιά/τα άτομα & και γαμώ τα παιδιά/τα άτομα (νεαν. αργκό-επιτατ.): πολύ συμπαθητικός, αξιόλογος άνθρωπος, πολύ καλό παιδί., γαμώ το κέρατό/το στανιό μου/σου (υβριστ.): λέγεται για να δηλωθεί πολύ μεγάλη οργή., γαμώ τον/την/το ...: για έκφραση αγανάκτησης, θυμού: ~ την ατυχία/την κοινωνία μου., δε γαμιέται & δε γαμείς (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, απαξίωσης ή παραχώρησης: ~ ~! Ένα όνειρο ήταν και πέρασε! Πβ. δε βαριέσαι. Βλ. μην το/την ψάχνεις.|| ~ ~! Ας το κάνουμε κι ό,τι γίνει!, δεν μας γαμάς/χέζεις; & χέσε μας! (προφ.): ως έκφραση έντονης ενόχλησης, για δήλωση αποδοκιμασίας. Πβ. (άι) παράτα με!/δεν με παρατάς!, τη γάμησα/την έχω γαμήσει (νεαν. αργκό): βρίσκομαι σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Πβ. την κάτσαμε (τη βάρκα)., γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι [< 1: αρχ. γαμῶ, αρχική σημ. ‘νυμφεύομαι, παντρεύομαι’]

διάβολος

διάβολος διά-βο-λος ουσ. (αρσ.) {διαβόλ-ου} & (λαϊκό) διάολος 1. ΘΕΟΛ. (συχνά με κεφαλ. Δ) προσωποποίηση του πνεύματος του κακού, συνήθ. με κέρατα και ουρά, ο αντίπαλος του Θεού που έχει βασίλειό του την κόλαση, σατανάς: η μάχη με τον ~ο. Όργανο/παγίδες του ~ου. Αποφεύγω/φοβάμαι (κάποιον/κάτι) σαν τον ~ο. ΣΥΝ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος (1), Σατανάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός και σκληρός: αληθινός/σκέτος/σωστός ~.|| (για οδηγό αυτοκινήτου) Έτρεχε σαν ~. Βλ. φτωχο~. 3. (λαϊκό-υβριστ.) σε ερωτήσεις και αναφωνήσεις, ως έκφραση εκνευρισμού, δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης: Τι ~ο θέλεις;|| (ως επιφών.) (Που/φτου) να πάρει ο ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δια(β)όλου κάλτσα βλ. κάλτσα, διάβολος της Τασμανίας βλ. Τασμανία, δικηγόρος/συνήγορος του διαβόλου βλ. δικηγόρος ● ΦΡ.: άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! & να πας/πήγαινε στο διά(β)ολο/διάλο! (υβριστ.): ως έκφραση αγανάκτησης, οργής, όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη: άι ~ ~ όλοι τους.|| Α ~ ~, δεν το πιστεύω!, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του: για αρνητική εξέλιξη που οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα: Έβαλε ~ και τσακωθήκαμε! , βρήκα τον διάολό μου (μτφ.) 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου: Προσπάθησα να τον βοηθήσω και ~ ~. 2. βρήκα τον δάσκαλό μου: Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, αλλά μαζί της έχει βρει ~ ~ του., διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι: όταν υπάρχουν πολλοί πειρασμοί και ενοχλητικοί άνθρωποι τριγύρω., έσπασε/σπάει ο διά(β)ολος το ποδάρι του (προφ.): για κάτι αναπάντεχο, αρνητικό ή (ειρων.) θετικό: Έσπασε ~ ~ και τρέχαμε στο νοσοκομείο!, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του & έχει τον δαίμονα μέσα του: για πονηρό, δόλιο ή πολύ ευφυή, δαιμόνιο άνθρωπο., μπήκε ο διάολος μέσα του: δαιμονίστηκε ή συμπεριφέρεται σαν δαιμονισμένος, τον κυρίευσε ο σατανάς: Ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν να ~ ~., ο διά(β)ολος έχει πολλά ποδάρια (λαϊκό): για να εκφραστεί ότι είναι πιθανόν να συμβεί αναπάντεχα κάτι αρνητικό, παρά τις όποιες προφυλάξεις: Καλό είναι να έχεις ένα δεύτερο κλειδί μαζί σου· ποτέ δεν ξέρεις, ~ ~ ... , όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι & σαν τον διάολο το λιβάνι (λαϊκό-εμφατ.): λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αποστρέφεται ή φοβάται κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αποφεύγει, ~ ~, τις κοσμικές συναθροίσεις., όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει (παροιμ.): λέγεται για κάποιον που εγκαταλείπει παλιές κακές συνήθειες., πάει κατά δια(β)όλου (προφ.-εμφατ.): για πολύ αρνητική εξέλιξη: Η επιχείρηση/η κοινωνία/ο κόσμος/η ομάδα ~ ~ (: από το κακό στο χειρότερο)., πάει στον διά(β)ολο/διάλο (λαϊκό): για δήλωση συγκατάβασης, ας είναι: Δεν μου αρέσει το φαγητό, αλλά, ~ ~, θα το δοκιμάσω., στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε (προφ.-υβριστ.): διαολοστέλνω: Αγανάκτησε και τον έστειλε ~., στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο (μτφ.-προφ., για δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Με έστειλαν ~ ~. Πού να τραβιέμαι τώρα ~ ~; Βλ. στην άκρη/στα πέρατα του κόσμου/της γης., τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου (λαϊκό-εμφατ.): αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρούμαι: Τραβήξαμε ~ μας, για να τον ξεφορτωθούμε. ΣΥΝ. τραβώ τον αδόξαστο, δουλειά δεν είχε ο διά(β)ολος και ... βλ. δουλειά, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ [< αρχ. διάβολος ‘συκοφάντης’, μτγν. ~ ‘σατανάς’, γαλλ. diable]

διαθλασίμετρο

διαθλασίμετρο δι-α-θλα-σί-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. όργανο υπολογισμού του δείκτη διάθλασης μιας ουσίας: οπτικό ~. Αυτόματο ~-κερατόμετρο (: για τη μέτρηση της διαθλαστικής κατάστασης του οφθαλμού). Βλ. -μετρο. [< γαλλ. réfractomètre]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

κερατάς

κερατάς κε-ρα-τάς ουσ. (αρσ.) (προφ.) 1. απατημένος σύζυγος ή ερωτικός σύντροφος. Βλ. -άς.|| (παροιμ.) Ο ~ το μαθαίνει πάντα τελευταίος. 2. (υβριστ.) ανέντιμος άνθρωπος που προκαλεί αγανάκτηση με τις πράξεις του: Ήθελα να 'ξερα ποιος ~ το 'κανε! Α, ρε ~ά, δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου; Πβ. αγύρτης, απατεώνας, παλιοτόμαρο. 3. (για δήλωση έκπληξης και θαυμασμού) ιδιαίτερα ικανό άτομο: Βρε τον ~ά, πώς τα κατάφερε; Πβ. κατεργάρης, μπαγάσας. ● ΦΡ.: (και) κερατάς και δαρμένος: διπλά ζημιωμένος. Πβ. εκεί που μας χρωστούσαν/χρωστάγανε (μας πήραν και το βόδι)., του κερατά (εμφατ.) 1. σε πολύ μεγάλο βαθμό: (υβριστ.) Λαμόγια ~ ~!|| Βαριέμαι ~ ~! 2. (ως αναφώνηση σε δυσάρεστη κατάσταση) δεν πάει άλλο, δεν αντέχεται: ~ ~! Για πόσο ακόμα θα συνεχιστεί αυτή η ατυχία; ● βλ. κερατούκλης [< μεσν. κερατάς]

κερατένιος

κερατένιος, ια, ιο κε-ρα-τέ-νιος επίθ. (προφ.): (ως έκφρ. αγανάκτησης) που προκαλεί δυσκολίες: Το ~ιο (= αναθεματισμένο) το μηχάνημα πάλι δεν δουλεύει! Βλ. -ένιος, κερατούκλης.

κερατίτιδα

κερατίτιδα κε-ρα-τί-τι-δα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) κερατοειδίτιδα: ΙΑΤΡ. φλεγμονή του κερατοειδούς: ερπητική/μυκητιασική/στικτή ~. Βλ. βλεφαρ-, επιπεφυκ-, σκληρ-ίτιδα. [< μτγν. κερατῖτις 'είδος παπαρούνας', γαλλ. kératite, αγγλ. keratitis]

πιπεριά

πιπεριά πι-πε-ριά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποώδες φυτό (γένος Capsicum) με ξυλώδεις βλαστούς, μικρά πράσινα φύλλα και λευκά άνθη· κυρ. ο ομώνυμος καρπός, που έχει ποικίλο σχήμα, σαρκώδες εξωτερικό περίβλημα και σπόρους στο εσωτερικό και τρώγεται μαγειρεμένος ή ωμός σε σαλάτες και ως ορεκτικό ή μπαχαρικό: καυτερή/κίτρινη/κόκκινη (πβ. τσίλι)/πράσινη ~. ~ φλάσκα. ~ιές Φλωρίνης. Ντομάτες και ~ιές γεμιστές με ρύζι. Βλ. μπούκοβο, ταμπάσκο. ● Υποκ.: πιπερίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πιπεριά κέρατο: που έχει μακρόστενο κερατοειδές σχήμα.

σπυρί

σπυρί σπυ-ρί ουσ. (ουδ.) {σπυρ-ιών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} μικρό εξάνθημα ή φουσκάλα του δέρματος, συνήθ. με πύο(ν): εξάλειψη/θεραπεία ~ιών. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ~ιά. Μη σπας τα ~ιά σου. Βλ. ακμή, καλόγερος, μπιμπίκι, σπιθούρι, φαγέσωρες.|| (μτφ.) Κακό ~ (= σοβαρό πρόβλημα). 2. (προφ.) σπόρος φυτών και ιδ. δημητριακών: το ~ του σιταριού. Πβ. κόκκος, κουκιά. ● Υποκ.: σπυράκι (το): κυρ. στη σημ. 1. [< 15ος αι.] ● ΣΥΜΠΛ.: σπυρί-σπυρί & σπυρί σπυρί: λίγο-λίγο: ~ ~ μάζεψαν την περιουσία. Πβ. σιγά-σιγά. ● ΦΡ.: βγάζω/πετάω σπυριά & καντήλες/φλύκταινες: εξοργίζομαι, ενοχλούμαι υπερβολικά: ~ει ~ όποτε τον βλέπει. Πβ. μου ανάβουν τα λαμπάκια, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα., κακό σπυρί να βγάλεις!: (ως κατάρα) να σου συμβεί κάτι κακό! Βλ. καρκίνος. [< μεσν. σπυρί]

ΤΑ

ΤΑ (η) 1. Τοπική Αυτοδιοίκηση. 2. Τουριστική Αστυνομία.

ταύρος

ταύρος [ταῦρος] ταύ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. αρσενικό βόδι που προορίζεται για αναπαραγωγή: εκτροφή ~ων. Βλ. αγελάδα.|| (ΑΡΧ.-ΛΑΟΓΡ.) Θυσία ~ου (= ταυροθυσία). 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) αστερισμός του Βόρειου Ημισφαιρίου· το δεύτερο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (21 Απριλίου-20 Μαΐου) μεταξύ Κριού και Διδύμων· {κ. θηλ. προφ. ταυρίνα} (συνεκδ.) ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. Βλ. Πλειάδες. 3. (μτφ.) δυνατός ή εξοργισμένος άνδρας: Δεν τον φοβάμαι στη δουλειά, είναι ~ (πβ. σκύλος).|| Όρμηξε (καταπάνω του) σαν ~ σε κόκκινο πανί. Κατέφτασε σαν αφηνιασμένος ~. Βλ. τίγρη. ● Υποκ.: ταυράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μαινόμενος ταύρος (λόγ.): έξαλλoς, εξαγριωμένος άνθρωπος: Όταν νευριάσει γίνεται ~ ~. Όρμησε σαν ~ ~ στον αγωνιστικό χώρο. ● ΦΡ.: πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα: αντιμετωπίζω με ταχύτητα και αποφασιστικότητα μια δύσκολη κατάσταση., σαν ταύρος σε υαλοπωλείο & (λόγ.) ως ταύρος εν υαλοπωλείω: για άτομο που αντιδρά ανεξέλεγκτα και παρορμητικά, προξενώντας καταστροφές σε έναν χώρο: Μπήκε/μπούκαρε μέσα ~ ~. Χίμηξε ~ ~ και τα διέλυσε όλα. [< αρχ. ταῦρος]

τράγιος

τράγιος, α, ο τρά-γιος (λόγ.) τρά-γι-ος επίθ. (λαϊκό) & (λόγ.) τράγειος: τραγίσιος: ~α: κάπα (: από δέρμα τράγου). ~ο: κρέας. ● ΦΡ.: το κέρατό μου το τράγιο (υβριστ.): πανάθεμά με, ανάθεμα: ~ ~, τώρα βρήκα να αρρωστήσω; [< μεσν. τράγιος]

τύχη

τύχη τύ-χη ουσ. (θηλ.) 1. σύμπτωση ευνοϊκών καταστάσεων: Με λίγη ~ θα κερδίσουμε. Η ~ του βρίσκεται στα χέρια (+γεν.) … Δεν είχε ~ στη ζωή του. Είναι ζήτημα ~ης αν θα τα καταφέρει.|| (στα τυχερά παιχνίδια:) Έχει μεγάλη ~ σήμερα (πβ. φάρδος, ΑΝΤ. γκίνια).|| (ως ευχή:) Καλή ~! Πβ. καλοτυχία. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, κακοτυχία 2. οτιδήποτε καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη γεγονότων, χωρίς να έχει προβλεφθεί· μοίρα, πεπρωμένο: Έτσι τα έφερε/τα ΄φερε η ~. Αναζήτησε καλύτερη ~ στο εξωτερικό. Η ~ ευνοεί τους τολμηρούς. Τον εγκατέλειψε η ~ του. Πβ. γραφτό, ειμαρμένη, ριζικό. ΣΥΝ. τυχερό (1) 3. ό,τι σχετίζεται με το μέλλον ή τη μετέπειτα εξέλιξη κάποιου: οι ~ες των ανθρώπινων κοινωνιών. Εντείνεται η ανησυχία για την ~ των αμάχων. Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την ~ των αγνοουμένων.|| (για πράγμα) Αγνοείται η ~ των έργων τέχνης που εκλάπησαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο τροχός της τύχης βλ. τροχός, πείραμα τύχης βλ. πείραμα ● ΦΡ.: από (καθαρή) τύχη: χάρη σε τυχαίο γεγονός ή ευνοϊκή συγκυρία: ~ ~ δεν υπήρξαν θύματα. Επέζησε/σώθηκε ~ ~. Πβ. ως εκ θαύματος., αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του: δεν νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως για αυτό(ν): Είχε αφήσει/εγκαταλείψει/παρατήσει ~ του τον άρρωστο πατέρα της. Πβ. αφήνω κάποιον στη δυστυχία του., για καλή/για κακή μου τύχη: (σε αφήγηση) ευτυχώς/δυστυχώς για μένα: Για καλή ~, είχα εξαιρετικούς καθηγητές. Για κακή ~ με έκλεψαν., δεν έχει τύχη: δεν πρόκειται να πετύχει καλά αποτελέσματα, να έχει θετική κατάληξη: Η ομάδα ~ ~ στον τελικό. Με τόσο συντηρητικές απόψεις δεν ~εις ~., δοκιμάζω την τύχη μου: ριψοκινδυνεύω: Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αλλά θα ~σει ~ του., έχω την τύχη με το μέρος μου: έχω την εύνοια της τύχης, είμαι καλότυχος: Όλα καλά του πάνε, έχει ~ ~ του!, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει: αποδεικνύομαι τυχερός: Τόσα χρόνια ζούσε με μεροκάματα, αλλά του χαμογέλασε η τύχη και κέρδισε το λαχείο., η τύχη μού γυρίζει την πλάτη: είμαι κακότυχος: Ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά η τύχη τού γύρισε ~. Η τύχη γύρισε την πλάτη στην ομάδα., κάνω/βρίσκω την τύχη μου: μου τυχαίνει κάτι καλό και πετυχαίνω, πλουτίζω: Έκανε/βρήκε ~ του στο εξωτερικό., κατά τύχη: τυχαία, συμπτωματικά: Βρέθηκε στην περιοχή ~ ~., κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο (γνωμ.): όλοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση, καθώς η έκβαση των πραγμάτων δεν μπορεί να προκαθοριστεί., κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου: καθορίζω, κατευθύνω τη ζωή του., πού τέτοια τύχη! & (σπάν.) χάρη: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Ήλπιζα ότι θα έβρισκα εισιτήρια, αλλά ~ ~! -Ήρθε; -Μπα! ~ ~! Πβ. πού τέτοιο πρά(γ)μα!, στην τύχη: χωρίς πλάνο, όπως να ’ναι: Αγοράζει/διαλέγει/επιλέγει ~ ~. ΣΥΝ. απλώς/εική και ως έτυχε, στα κουτουρού, στα τυφλά (1), την τύχη/το κέρατό μου μέσα (αργκό-υβριστ.): για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση., τύχη αγαθή [τύχῃ ἀγαθῇ] (λόγ.): κατά καλή τύχη: ~ ~ (: ευτυχώς) αποφεύχθηκε το μοιραίο.|| (επίσ.) ~ ~ έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών ..., ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, ανοίγει η τύχη μου βλ. ανοίγω, αφήνω (κάτι) στην τύχη βλ. αφήνω, γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, ειρωνεία της τύχης βλ. ειρωνεία, ένωσαν τις τύχες τους βλ. ενώνω, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα, κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει βλ. κοιμάμαι, μίλησε με την τύχη (του) βλ. μιλώ, τύχη βουνό βλ. βουνό [< 1,2: αρχ. τύχη 3: γαλλ. sort]

φορώ

φορώ [φορῶ] φο-ρώ ρ. (μτβ.) {-άς (λαϊκό) -είς ..., -ώντας | φόρ-εσα, -έσει, -ιέται, -έθηκε, -εθεί, -εμένος} & φοράω 1. φέρω πάνω μου ή βάζω ρούχα, κοσμήματα ή άλλα αξεσουάρ· γενικότ. έχω βάλει κάτι πάνω μου: ~ βέρα/γάντια/γραβάτα/γυαλιά/κάλτσες/κουστούμι/μπλούζα/μπουφάν/παντελόνι/πιτζάμες/ρολόι/σκουλαρίκια/στολή/τιράντες/φόρεμα/φούστα. Τι νούμερο (παπούτσια) ~άς; ~ά μαύρα (βλ. μαυροφορεμένος). ~εσα τα καλά/καλοκαιρινά μου. Δεν έχω τίποτα/δεν ξέρω τι να ~έσω απόψε (: πώς να ντυθώ). ~εμένο κουστούμι (: μεταχειρισμένο). Βλ. πολυ-, χιλιο-φορεμένος.|| ~ ακουστικά/κολάρο/κραγιόν/κράνος/κρέμα/περούκα/σιδεράκια/σωσίβιο/φακούς επαφής. Πλήρωσε πρόστιμο, γιατί δεν ~ούσε ζώνη ασφαλείας.|| (κατ' επέκτ.) Το νέο μοντέλο αυτοκινήτου ~ά (: είναι εφοδιασμένο με) ζάντες αλουμινίου.|| (μτφ.) ~εσε το πιο ζεστό της χαμόγελο, για να τους υποδεχτεί. 2. βάζω ρούχα, εξαρτήματα ρουχισμού ή αξεσουάρ σε κάποιον: Της ~εσε μια αλυσίδα στον λαιμό. Του έβγαλαν τα βρεγμένα ρούχα και του ~εσαν στεγνά (πβ. ντύνω).|| Του ~εσαν (= πέρασαν) χειροπέδες. ● Παθ.: φοριέται (προφ.) 1. είναι στη μόδα: Φέτος θα ~εθεί πολύ το μοβ. 2. (μτφ.) συνηθίζεται, χρησιμοποιείται ευρέως: Τον τελευταίο καιρό, έχει ~εθεί πολύ η φράση ... ● ΦΡ.: της/του τα φοράει (ενν. τα κέρατα) (μτφ.-προφ.): την/τον κερατώνει., φοράω (τη) μάσκα (μτφ.): υποκρίνομαι, προσποιούμαι: ~ούν τη ~ της καλοσύνης (: παριστάνουν τους καλούς). Βλ. βγάζω τη μάσκα., άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς βλ. αλλάζω, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά βλ. στραβός, δεν έχει (δεύτερο) βρακί να φορέσει βλ. βρακί, ντύνομαι στα/στο χακί βλ. χακί, του φόρεσαν ζουρλομανδύα βλ. ζουρλομανδύας, φοράει το ευρωπαϊκό του/της κουστούμι βλ. κουστούμι [< αρχ. φορῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.