Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • κίνα κί-να ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. γένος φυτών της Νοτίου Αμερικής (επιστ. ονομασ. Cinchona) που περιλαμβάνει μεγάλους θάμνους και δέντρα των οποίων ο φλοιός χρησιμοποιείται για την παραγωγή κινίνου και άλλων φαρμάκων: τα αλκαλοειδή της ~ας. ΣΥΝ. κιγχόνη [< αγγλ. quina]
  • κίναιδος κί-ναι-δος ουσ. (αρσ.) (αρχαιοπρ.): παθητικός ομοφυλόφιλος & (γενικότ.) ομοφυλόφιλος. Πβ. αδελφή, γκέι, πούστης. [< αρχ. κίναιδος]
  • κιναισθησία κι-ναι-σθη-σί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. αίσθηση με την οποία γίνεται αντιληπτή η θέση του σώματος και των μελών του, καθώς και η κίνηση των μυών, των τενόντων και των αρθρώσεων: βελτίωση της ~ας (στα κάτω άκρα). Αναπτύσσω/καλλιεργώ την ~ (με τη μουσική). Βλ. βιοκινητική, εργοφυσιολογία. [< γαλλ. kinesthésie, περ. 1900, αγγλ. kinesthesia]
  • κιναισθητικός , ή, ό κι-ναι-σθη-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που σχετίζεται με την κιναισθησία: ~ή: αντίληψη/ικανότητα/νοημοσύνη. ~ό: τμήμα (του εγκεφάλου). ~ές: δυσκολίες. ~ά ερεθίσματα. Ακουστικός, οπτικός και ~ τύπος μαθητή. [< γαλλ. kinesthésique, 1931, αγγλ. kinesthetic, 1953]
  • κινάση κι-νά-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. είδος ενζύμου που δρα ως καταλύτης για τη φωσφορυλίωση μορίων ή πρωτεϊνών, τροποποιώντας έτσι τη λειτουργία τους: η ~ της κρεατίνης/της τυροσίνης. Πβ. φωσφατάση. [< γαλλ.kinase, 1902, αγγλ. ~, 1947]

βιοκινητική

βιοκινητική βι-ο-κι-νη-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. μελέτη κάθε κίνησης στο εσωτερικό ενός αναπτυσσόμενου οργανισμού. Βλ. αθλητιατρική, βιοδυναμική, εργοφυσιολογία. [< αγγλ. biokinetics, γαλλ. biocinétique]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.