κίνα κί-να ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. γένος φυτών της Νοτίου Αμερικής (επιστ. ονομασ. Cinchona) που περιλαμβάνει μεγάλους θάμνους και δέντρα των οποίων ο φλοιός χρησιμοποιείται για την παραγωγή κινίνου και άλλων φαρμάκων: τα αλκαλοειδή της ~ας. ΣΥΝ. κιγχόνη [< αγγλ. quina]
κιναισθησία κι-ναι-σθη-σί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. αίσθηση με την οποία γίνεται αντιληπτή η θέση του σώματος και των μελών του, καθώς και η κίνηση των μυών, των τενόντων και των αρθρώσεων: βελτίωση της ~ας (στα κάτω άκρα). Αναπτύσσω/καλλιεργώ την ~ (με τη μουσική). Βλ. βιοκινητική, εργοφυσιολογία. [< γαλλ. kinesthésie, περ. 1900, αγγλ. kinesthesia]
κιναισθητικός , ή, ό κι-ναι-σθη-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που σχετίζεται με την κιναισθησία: ~ή: αντίληψη/ικανότητα/νοημοσύνη. ~ό: τμήμα (του εγκεφάλου). ~ές: δυσκολίες. ~ά ερεθίσματα. Ακουστικός, οπτικός και ~ τύπος μαθητή. [< γαλλ. kinesthésique, 1931, αγγλ. kinesthetic, 1953]
κινάση κι-νά-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. είδος ενζύμου που δρα ως καταλύτης για τη φωσφορυλίωση μορίων ή πρωτεϊνών, τροποποιώντας έτσι τη λειτουργία τους: η ~ της κρεατίνης/της τυροσίνης. Πβ. φωσφατάση. [< γαλλ.kinase, 1902, αγγλ. ~, 1947]
βιοκινητική
βιοκινητική βι-ο-κι-νη-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. μελέτη κάθε κίνησης στο εσωτερικό ενός αναπτυσσόμενου οργανισμού. Βλ. αθλητιατρική, βιοδυναμική, εργοφυσιολογία. [< αγγλ. biokinetics, γαλλ. biocinétique]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.