Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κίνδυνος κίν-δυ-νος ουσ. (αρσ.) {κινδύν-ου | -ων, -ους} 1. καθετί που μπορεί να διαταράξει, να απειλήσει τη ζωή, την υγεία, την ασφάλεια, την περιουσία, την ακεραιότητα προσώπου ή να προκαλέσει φθορές, καταστροφές και η αντίστοιχη κατάσταση: θανάσιμος/κοινωνικός/περιβαλλοντικός/υπαρκτός ~. Βιομηχανικοί/θαλάσσιοι/φυσικοί ~οι. Ελλοχεύει/καραδοκεί/παραμονεύει/πέρασε ο ~. Λήψη μέτρων για την αποτροπή/την αποφυγή/την πρόληψη του ~ου. Σε περίπτωση ~ου. ~οι από το κάπνισμα/τη ραδιενέργεια/τη ρύπανση. Προστασία από τους ~ους. Αψηφά/διέφυγε/ξεπέρασε τον ~ο. Νόσημα που αποτελεί ~ο για τη δημόσια υγεία. Σταθμίζω τους ~ους. Επεσήμαναν τους ~ους από τη χρήση ναρκωτικών.|| Η ζωή (κάποιου)/το πλοίο/η χώρα βρίσκεται σε ~ο. Μπήκε σε ~ο (= κινδύνεψε). Βάζουν/θέτουν σε ~ο το περιβάλλον. Νοσηλεύεται εκτός ~ου. (σε επιγραφές, ως προειδοποίηση) Προσοχή, ~! Πβ. απειλή. 2. πιθανότητα να συμβεί κάτι δυσάρεστο ή κακό: ~ απόρριψης/αποτυχίας/ατυχημάτων/εμπλοκής/εξαφάνισης/ηλεκτροπληξίας/θανάτου/μόλυνσης/μπλακ άουτ/πολέμου/πυρκαγιάς/τραυματισμού/φυσικών καταστροφών. (Άμεσος/πιθανός) ~ για αποκλεισμό. Δεν υπάρχει ~ να μεταδοθεί η ασθένεια. Ορατός είναι ο ~ να ... Η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών μειώνει τον ~ο καρδιαγγειακών παθήσεων.|| (προφ.) Δεν υπάρχει τέτοιος ~!|| (ως έκφρ. ευγενείας προτού ειπωθεί κάτι δυσάρεστο) Με ~ο να φανώ/χαρακτηριστώ αγενής ... 3. ΟΙΚΟΝ. (ειδικότ.) το ενδεχόμενο απωλειών σε επενδύσεις και γενικότ. χρηματοοικονομικές συναλλαγές: επιτοκιακός/λειτουργικός/συναλλαγματικός/τραπεζικός ~. ~ θέσης/μετοχών και χαρτοφυλακίων. Αποτίμηση/δείκτης/διασπορά/έλεγχος/εξισορρόπηση/μείωση ~ου. Απόδοση χωρίς ~ο. (Μη) ασφαλιστικοί/εμπορικοί ~οι. ~οι από μεταβολές των τιμών της αγοράς. Κατανομή/ταξινόμηση ~ων. 4. διακινδύνευση, ρίσκο: με προσωπικό ~ο. Αγωνίστηκε με ~ο της ζωής του. Πβ. διακύβευση. ● ΣΥΜΠΛ.: αξιολόγηση κινδύνου & εκτίμηση κινδύνου: ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση, ώστε να προσδιοριστούν οι επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου ή/και στο περιβάλλον, από μια δράση ή από την παρουσία και χρήση ουσίας: ~ ~ και στρατηγικές προφύλαξης. ~ ~ σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις., δημόσιος κίνδυνος: καθετί που αποτελεί απειλή για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο: Ένας μεθυσμένος οδηγός είναι ~ ~., επαγγελματικοί κίνδυνοι: που προκύπτουν από την άσκηση ενός επαγγέλματος. Βλ. επαγγελματική ασθένεια, εργατικό ατύχημα., ηθικός κίνδυνος: ΝΟΜ. το ενδεχόμενο οικονομικής ζημίας που αντιμετωπίζει ασφαλιστική εταιρεία και το οποίο προέρχεται από την αβεβαιότητα για την εντιμότητα του ασφαλιζομένου: φυσικός και ~ ~. [< αγγλ. moral hazard] , κίνδυνος-θάνατος: για θανατηφόρο κίνδυνο: ~ ~ το αλκοόλ/το οδικό δίκτυο. ~ ~ για τους οδηγούς/τους πεζούς.|| (σε επιγραφή) Προσοχή! ~ ~ ! (: προειδοποίηση για τον κίνδυνο ηλεκτροπληξίας)., παράγοντας κινδύνου: στοιχείο που οδηγεί σε δύσκολη κατάσταση, κυρ.για θέματα υγείας: ισχυρός/σημαντικός/σοβαρός ~ ~. Βασικοί/κύριοι ~ες ~. Ένας απρόσμενος/νέος ~ ~ για άνοια. [< αγγλ. risk factor, 1949] , σήμα κινδύνου 1. που εκπέμπεται ως έκκληση βοήθειας: Το αεροσκάφος έστειλε ~ ~ στον πύργο ελέγχου. Ακουστικά/ηχητικά/οπτικά/φωτιστικά ~ατα ~. Πβ. ΣΟΣ. 2. (μτφ.) κάθε είδους προειδοποίηση για επικείμενη απειλή: ~ ~ για το νερό/για το περιβάλλον εκπέμπουν οι οικολογικές οργανώσεις. ~ ~ λόγω αύξησης της ανεργίας. [< αγγλ. distress signal] , υψηλού/χαμηλού κινδύνου 1. ο βαθμός απειλής (μικρός ή μεγάλος) για κάποιον ή κάτι: ασθενείς/ζώνη/κατηγορία/περιοχές ~ ~. Υψηλού ~ κύηση (= επαπειλούμενη). 2. που μπορεί να βλάψει περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά: παράγοντες υψηλού ~ για την υγεία (π.χ. γενετική προδιάθεση, κάπνισμα, παχυσαρκία). Χαμηλού ~ επεμβάσεις. 3. μεγάλου/μικρού ρίσκου: επενδύσεις/μετοχές ~ ~. Αγορά υψηλού ~. [< αγγλ. high/low risk] , ανάληψη κινδύνου/ρίσκου βλ. ανάληψη, ανάλυση κινδύνου/κινδύνων βλ. ανάλυση, αποστροφή κινδύνου βλ. αποστροφή1, διαχείριση κινδύνου/κινδύνων βλ. διαχείριση, έξοδος κινδύνου βλ. έξοδος, επιχειρηματικός κίνδυνος βλ. επιχειρηματικός, κίνδυνος ρευστότητας βλ. ρευστότητα, ομάδες υψηλού κινδύνου βλ. ομάδα, πιστωτικός κίνδυνος βλ. πιστωτικός, φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης βλ. φως ● ΦΡ.: κατά παντός κινδύνου (λόγ.): ΝΟΜ. έναντι όλων των πιθανών ζημιών που μπορεί να προκληθούν από διάφορες αιτίες: ασφάλεια/ασφάλιση/κάλυψη/συμβόλαιο ~ ~., κάτι εγκυμονεί/κρύβει κινδύνους: εμπεριέχει, ενέχει κινδύνους: Ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους που εγκυμονούν τα γενετικά μεταλλαγμένα προϊόντα. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ~ ~. Βλ. επιφυλάσσω., φέρει τον κίνδυνο: ΝΟΜ. έχει την ευθύνη, υφίσταται τη ζημία σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης: Ο εργολάβος ~ ~ του έργου. Ο ανάδοχος ~ ~ για κάθε είδους φθορά ή απώλεια., διατρέχω κίνδυνο/τον κίνδυνο να ... βλ. διατρέχω, εκθέτω σε κίνδυνο βλ. εκθέτω, κρούω τον κώδωνα (του κινδύνου) βλ. κώδων, φλερτάρει με τον θάνατο/τον κίνδυνο βλ. φλερτάρω [< αρχ. κίνδυνος, αγγλ. danger, risk, γαλλ. danger, risque]

ανάληψη

ανάληψη [ἀνάληψη] α-νά-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. απόσυρση ποσού από (τραπεζικό) λογαριασμό: ~ χρημάτων. Έξοδα/όριο ~ης μετρητών. ~ήψεις με επιταγές. Αυτόματα μηχανήματα ~ήψεων (ΑΤΜ). Κάνω ~ (= σηκώνω λεφτά). Έγιναν/πραγματοποιήθηκαν ~ήψεις. Βλ. συναλλαγή.|| ~ κερδών από καζίνο (= εξαργύρωση). Βλ. υπερ~. ΑΝΤ. κατάθεση (1) 2. (επίσ.) αποδοχή της ευθύνης που ανατίθεται σε κάποιον: ~ αξιώματος/δαπανών/δεσμεύσεων/δικαστικής υπόθεσης (: από δικηγόρο)/δραστηριοτήτων/ελέγχου/εξόδων/εργασιών/πρωτοβουλιών/χορηγίας. (Επίσημη) ~ της εξουσίας/της ηγεσίας/της Προεδρίας από τον ... Τελετή παράδοσης-~ης Διοίκησης. Ειδοποίηση ~ης θέσεως. Αίτηση/διαδικασία/σύμβαση ~ης έργου. Ημερομηνία ~ης καθηκόντων (Δημάρχου).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~/~ήψεις δανείων/πιστώσεων/υποχρεώσεων. 3. ΘΕΟΛ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) η άνοδος του Κυρίου στους Ουρανούς σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση και κατ' επέκτ. η κινητή εορτή, ο ιερός ναός ή το αντίστοιχο αγιογραφικό θέμα: Είναι της ~ήψεως. Ιερά Μονή ~ήψεως. Εικόνα της ~ήψεως του Χριστού.|| (σπανιότ.) Η ~ της Θεοτόκου (= μετάσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: ανάληψη δράσης/δράσεων: κινητοποίηση, δραστηριοποίηση για την επίτευξη ενός σκοπού ή την εξάλειψη ενός φαινομένου: Απαιτείται άμεση/από κοινού/επείγουσα ~ ~ για την καταπολέμηση της ανεργίας/την προστασία του περιβάλλοντος.|| Έκκληση για ~ ~ κατά της εμπορίας ανθρώπων., ανάληψη κινδύνου/ρίσκου: ΟΙΚΟΝ. αποδοχή του κινδύνου αποτυχίας που συνοδεύει κάποια επένδυση ή στρατηγική απόφαση μιας επιχείρησης: ~ ~ για υψηλότερες αποδόσεις. Βλ. άνοιγμα. [< αγγλ. risk-taking, 1921] , ανάληψη υπηρεσίας: επίσημη αποδοχή οργανικής θέσης από δημόσιο υπάλληλο: Πρακτικό/πράξη ~ης ~. Παρουσίαση για ~ ~ (στην οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης/στο σχολείο). Κάνω ~ ~. Καλούνται για ορκωμοσία και ~ ~ από ... έως ..., ανάληψη (της) ευθύνης/(των) ευθυνών βλ. ευθύνη, κάρτα αναλήψεων/μετρητών βλ. κάρτα [< 1: γαλλ. prélèvement 2: αρχ. ἀνάληψις 3: μτγν. ~]

ανάλυση

ανάλυση [ἀνάλυση] α-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. λεπτομερής εξέταση ενός γεγονότος, ενός φαινομένου ή μιας έννοιας με εντοπισμό και μελέτη των επιμέρους στοιχείων· κατ' επέκτ. προφορική ή γραπτή ανάπτυξη-παρουσίαση της αντίστοιχης έρευνας: αντικειμενική/βαθιά/εμπεριστατωμένη/ενδελεχής/εξαντλητική/επιφανειακή/κριτική/λεπτομερής/λογική/μουσική/προσεκτική/συστηματική ~. Κοινων(ιολογ)ική/οικονομική/πολιτική ~. ~ των (εκλογικών) αποτελεσμάτων/των δεδομένων/της επικαιρότητας/της κατάστασης/της πορείας (του Χρηματιστηρίου)/των πτυχών ενός ζητήματος/των στοιχείων. ~ έργου (: συστηματική καταγραφή των διακριτών σταδίων-βημάτων μιας εργασίας). ~ μιας θεωρίας/ενός όρου. ~ στα οικονομικά (της εταιρείας). Άρθρα/σχόλια και ~ύσεις. Επιχειρώ/κάνω μια ~ (σε βάθος). (ειρων.) ~ύσεις επί ~ύσεων! Βλ. αυτο~, μετα~, μικρο~, σύνθεση, υπερ~, ψυχ~. 2. διαχωρισμός, με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων, ενός δείγματος στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται, με σκοπό τον προσδιορισμό τους και τη μελέτη των ιδίων ξεχωριστά καθώς και του συνόλου: (ΦΥΣ.-ΧΗΜ.) δυναμική/εργαστηριακή/μηχανική/μικροσκοπική/φασματοσκοπική/χημική ~. Εργαστήριο/μέθοδοι/συσκευές/τεχνικές ~ης. Ποιοτική και ποσοτική ~ ενός μείγματος. ~ύσεις αερίων/γάλακτος/εδαφών/τροφίμων/υδάτων.|| (ΟΠΤ.) Φωτογραφική ~.|| (ΙΑΤΡ.) Ιατρικές ~ύσεις. Κάνω ~ αίματος (πβ. εξέταση, τεστ)/ούρων (= καλλιέργεια)/DNA.|| Στατιστική ~.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΓΛΩΣΣ.) Γλωσσολογική/γραμματική/ετυμολογική/σημειωτική/συντακτική ~ (κειμένου). Λογοτεχνική ~ διηγήματος. Βλ. επαν~, ψυχ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. το πλήθος των πίξελ που εμφανίζονται σε μια οθόνη: ψηφιακή ~. ~ γραφικών/εικόνας. Κάμερα/τηλεόραση/φωτογραφίες υψηλής ~ης. Πβ. ευκρίνεια. 4. ΜΑΘ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον λογισμό και τη θεωρία των ορίων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος με την οποία εξετάζεται η επίδραση μίας ή περισσότερων ανεξάρτητων μεταβλητών στη διακύμανση μίας εξαρτημένης μεταβλητής: ~ ~ κατά έναν παράγοντα. [< αγγλ. variance analysis, analysis of variance (ANOVA), 1967] , ανάλυση αγοράς: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία εξέτασης των παραγόντων, των συνθηκών και των χαρακτηριστικών μιας αγοράς: ~ ~ καυσίμων. [< αγγλ. market analysis] , ανάλυση κινδύνου/κινδύνων: ΟΙΚΟΝ. υπολογισμός και εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με χρηματοοικονομικές ή επενδυτικές αποφάσεις: έρευνα/κριτήρια/μελέτη ~ης ~ου. [< αγγλ. risk analysis, 1964] , ανάλυση λαθών/σφαλμάτων: επιστημονική μελέτη της ποιότητας και της ποσότητας των λαθών στο πλαίσιο των μαθηματικών, της γλωσσολογίας και της στατιστικής. [< αγγλ. error analysis, 1963] , ανάλυση (του) λόγου βλ. λόγος, ανάλυση περιεχομένου βλ. περιεχόμενο, ανάλυση συνομιλίας βλ. συνομιλία, ανάλυση συστημάτων βλ. σύστημα, αριθμητική ανάλυση βλ. αριθμητικός, διακριτική ανάλυση βλ. διακριτικός, ενόργανη ανάλυση βλ. ενόργανος, θεμελιώδης ανάλυση βλ. θεμελιώδης, παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων βλ. παραγοντικός, συνδυαστική ανάλυση βλ. συνδυαστικός ● ΦΡ.: σε τελική/σε τελευταία ανάλυση (προφ.-εμφατ.): προκειμένου να αναφερθεί στο τέλος η πιο σημαντική πτυχή ενός θέματος: Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και, ~ ~, αφορά όλους μας. Πβ. άλλωστε, εκτός αυτού/τούτου, εντέλει, εξάλλου, επιπλέον, τελικά. [< γαλλ. en dernière analyse ] [< αρχ. ἀνάλυσις ‘απαλλαγή, αποσύνθεση, επίλυση’, γαλλ. analyse, αγγλ. analysis, γερμ. Analyse, γαλλ.-αγγλ. resolution]

αποστροφή1

αποστροφή1 [ἀποστροφή] α-πο-στρο-φή ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): έντονη απέχθεια: ~ προς το αλκοόλ/τσιγάρο/φαγητό (βλ. νευρική ανορεξία). ~ της κοινής γνώμης για ... Βλέμμα/γκριμάτσα ~ής. Έγκλημα που προκαλεί συναισθήματα ~ής και αηδίας. Πβ. αποτροπιασμός, σιχαμάρα, σιχασιά.|| (ΨΥΧΟΛ.) Σεξουαλική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αποστροφή κινδύνου: ΟΙΚΟΝ. τάση αποφυγής επενδύσεων με υψηλό ρίσκο. [< αγγλ. risk aversion, 1964] [< αρχ. ἀποστροφή, γαλλ. aversion]

διατρέχω

διατρέχω δι-α-τρέ-χω ρ. (μτβ.) {διέτρε-ξα, διατρέ-ξει, διατρέχ-οντας} (λόγ.) 1. διανύω απόσταση με ταχύτητα ή διασχίζω κάποιον χώρο: Ο δρομέας ~ξε τα χίλια μέτρα σε λίγα λεπτά. Πβ. καλύπτω, κάνω.|| O περιηγητής ~ξε ολόκληρη την Ασία (πβ. οργώνω). Ο ποταμός ~ει (= διαρρέει) την κοιλάδα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΔΙΑΔΙΚΤ.) Μηχανές αναζήτησης που ~ουν τον παγκόσμιο ιστό.|| (μτφ.) ~ εφημερίδα/κείμενο (: το διαβάζω γρήγορα, ρίχνω μια ματιά). Η υπαρξιακή αγωνία ~ει το έργο του. Μια ανατριχίλα/ένα ρίγος ~ξε το σώμα μου (πβ. διαπερνώ). Έντονες φήμες ~ξαν τη χώρα σχετικά με ... (: έκαναν τον γύρο). 2. (για χρονικό διάστημα) διανύω, περνώ: ~ει το τριακοστό έτος της ηλικίας του. ● ΦΡ.: διατρέχω κίνδυνο/τον κίνδυνο να ...: αντιμετωπίζω κίνδυνο, κινδυνεύω: Σύμφωνα με τους γιατρούς η υγεία του τραυματία δεν ~ει ~. [< γαλλ. courir un danger] [< αρχ. διατρέχω ‘διασχίζω’, γαλλ. parcourir]

διαχείριση

διαχείριση δι-α-χεί-ρι-ση ουσ. (θηλ.) , (καταχρ.) διαχείρηση 1. διεύθυνση, διοίκηση· ειδικότ. διευθέτηση θέματος, υπόθεσης, προβλήματος: αστική/δημόσια/ιδιωτική ~. ~ ανθρώπινου δυναμικού/πολυκατοικίας/προγράμματος/προσωπικών δεδομένων. ~ της αγοράς/(εναέριας) κυκλοφορίας/εξουσίας (= άσκηση· πβ. διακυβέρνηση)/κίνησης (π.χ. προϊόντων). Γραφείο ~ης. Υπεύθυνος ~ης έργων. Σύστημα ~ης ασφάλειας/ποιότητας (π.χ. τροφίμων· βλ. ISO, ΕΛ.Ο.Τ.). Ανέλαβε/έχει τη ~ της επιχείρησης.|| ~ συναισθημάτων. ~ της ενέργειας/της μετανάστευσης/της (κυκλοφοριακής) συμφόρησης/υδατικών πόρων/των χημικών ουσιών/του χρέους. Ορθή ~ του χρόνου (πβ. οργάνωση, προγραμματισμός). Πβ. χειρισμός. Βλ. αυτο~, κακο~, συν~. 2. έλεγχος, οργάνωση και αξιοποίηση αγαθών, χρημάτων ή ηλεκτρονικών δεδομένων: ~ των γνώσεων/δραστηριοτήτων (π.χ. μάθησης)/των επιδόσεων (υπαλλήλου)/της έρευνας/της τεχνολογίας. Ορθολογική/συνετή ~ των αποθεμάτων νερού. ~ υλικού (: η αντίστοιχη υπηρεσία σε επιχειρήσεις ή στον στρατό).|| (ΟΙΚΟΝ.) Δημοσιονομική/λογιστική/ταμειακή ~. ~ δανείου/ενεργητικού και παθητικού/των (οικονομικών) ενισχύσεων/εσόδων-εξόδων/περιουσιακών στοιχείων/συμβάσεων. Αποτελεσματική/χρηστή ~ των κονδυλίων. Υπό ~ κεφάλαια/χαρτοφυλάκια. Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. || (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/δικτύου/πληροφοριακών συστημάτων/πρόσβασης (στο ίντερνετ)/σφαλμάτων. Ηλεκτρονική ~ (= τηλε~). (σε φόρουμ:) ~ των χρηστών. ● ΣΥΜΠΛ.: διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων: οι διαδικασίες προσωρινής αποθήκευσης, συλλογής, μεταφοράς και ενδεχόμενης επεξεργασίας απορριμμάτων, αποβλήτων: βιώσιμη/εναλλακτική ~ ~. ~ ~ με βιοτεχνολογικές μεθόδους. Βλ. ανακύκλωση., διαχείριση κινδύνου/κινδύνων: προσδιορισμός, ανάλυση πιθανών κινδύνων και λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή τους, ειδικότ. για επενδυτικές αποφάσεις επιχείρησης και γενικότ. σε κάθε περίπτωση εκτέλεσης ορισμένου έργου: ~ ~ στον αθλητισμό/στη διοίκηση/στην εκπαίδευση. Εφαρμοσμένη ~ κινδύνων. [< αγγλ. risk management, 1963] , διαχείριση κρίσεων & (σπάν.) χειρισμός της κρίσης/κρίσεων: διαδικασία πρόληψης, περιορισμού ή/και επίλυσης, εκτόνωσης απρόβλεπτων και επικίνδυνων καταστάσεων: ~ ~ στον τουρισμό. Εκπαίδευση των πολιτών στη ~ ~. [< αγγλ. crisis management, 1965] , διαχείριση προβλημάτων: επισήμανση και οργάνωση των προβλημάτων που εντοπίζονται σε κάποιο τομέα καθώς και το σύνολο των στρατηγικών και μεθόδων αντιμετώπισής τους: (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ ~ σχολικής τάξης. Επιμορφωτικά σεμινάρια/στρατηγικές ~ης ~.|| ~ ~ πελατών/(ΠΛΗΡΟΦ.) ασφαλείας υπολογιστών., διαχείριση του περιβάλλοντος & περιβαλλοντική διαχείριση: ΟΙΚΟΛ. οργάνωση και έλεγχος του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζονται οι αναπτυξιακές προσπάθειες σε μακροχρόνια βάση. Βλ. αειφορία. [< αγγλ. environmental management, 1949] , σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό που δημιουργεί και ελέγχει βάση δεδομένων., αναγκαστική διαχείριση βλ. αναγκαστικός, κάμερες διαχείρισης (της) κυκλοφορίας βλ. κάμερα, ολοκληρωμένη διαχείριση βλ. ολοκληρωμένος [< 1: αρχ. διαχείρισις, γαλλ. gestion]

εκθέτω

εκθέτω [ἐκθέτω] εκ-θέ-τω ρ. (μτβ.) {εξέθεσα, εκθέσει· εκτίθ-εται, -ενται (προφ.) εκθέτ-εται, -ονται, παρατ. γ' πρόσ. (λόγ.) εξ-ετίθετο, -ετίθεντο, αόρ. εκτέθηκε (λόγ. εξετέθη ..., μτχ. εκτε-θείς, -θείσα, -θέν), εκτεθώ, εκτιθέμενος, εκτεθειμένος, εκθέτοντας} 1. συγκεντρώνω αντικείμενα σε χώρο με σκοπό τη δημόσια προβολή και επίδειξή τους: ~ εμπορεύματα προς πώληση/προϊόντα σε κοινή θέα. Ο ζωγράφος ~ει τους πίνακές του σε γκαλερί. Στα περίπτερα (της έκθεσης) ~εται τουριστικό υλικό. Στο μουσείο ~ενται αρχαιολογικά ευρήματα/γλυπτά.|| Η σορός του εκλιπόντος θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα. Το ακίνητο εκτέθηκε σε δημοπρασία. 2. (συνήθ. ως αρμόδιο όργανο ή ενώπιον αρμόδιου οργάνου) παρουσιάζω, περιγράφω κατάσταση ή γεγονός: ~ (αναλυτικά/δημόσια/εγγράφως/λεπτομερώς) ένα αίτημα/τις απόψεις/τις ιδέες/τους λόγους (της παραίτησής μου)/τις σκέψεις/τους σκοπούς μου. Ο πρόεδρος εξέθεσε τα πεπραγμένα του ΔΣ. Στο κείμενο ~ενται με σαφήνεια τα αποτελέσματα της μελέτης. Απ' όσα εξετέθησαν/από τα ~θέντα ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι ... Βλ. προεκτεθείς. 3. {κυρ. μεσοπαθ.} αφήνω κάποιον ή κάτι σε κατάσταση επιβλαβή ή επικίνδυνη, χωρίς τη λήψη προστασίας: ~εται στον αέρα/σε ακτίνες Χ/σε υψηλές θερμοκρασίες. Πληθυσμός που εκτέθηκε στον ιό/σε ραδιενέργεια. Η συσκευή έχει εκτεθεί στην υγρασία.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) Η φωτογραφική πλάκα/το φιλμ ~εται στο φως του ήλιου.|| (μτφ.) ~εμαι σε σκηνές βίας/στα φώτα της δημοσιότητας. Προϊόντα που ~ενται στον διεθνή ανταγωνισμό. 4. κάνω κάποιον στόχο δυσμενών σχολίων: ~ το κύρος/την υπόληψη (κάποιου). Κατάσταση που ~ει τη χώρα (ανεπανόρθωτα/διεθνώς). Με τη στάση σου με ~εις. ~εται ανεπανόρθωτα. ~εμαι απέναντι σε κάποιον. Με τη συμπεριφορά του έχει εκτεθεί στην κοινή γνώμη/στα μάτια του κόσμου. Πβ. αδειάζω, θίγω, προσβάλλω. Βλ. καλύπτω. ● ΦΡ.: εκθέτω σε κίνδυνο: βάζω, θέτω κάποιον σε κίνδυνο: Με τις ενέργειές του ~ει την οικογένειά του/τη χώρα σε κίνδυνο. Εκτίθεται ~ η υγεία των εργαζομένων. ● βλ. εκτεθειμένος [< 1,2: μεσν. εκθέτω 3,4: γαλλ. exposer]

έξοδος

έξοδος [ἔξοδος] έ-ξο-δος ουσ. (θηλ.) {εξόδ-ου} ΑΝΤ. είσοδος 1. μετακίνηση από το εσωτερικό στο εξωτερικό ενός χώρου: ~ από το κτίριο/τον σταθμό (του μετρό). Η ~ του ηθοποιού από τη σκηνή/των θεατών από το θέατρο/των παικτών από τον αγωνιστικό χώρο. Κατά την ~ό του από το νοσοκομείο ... (βλ. εξιτήριο). Η ~ του χαρτιού (: από τον εκτυπωτή). (για υγρά, αέρια:) ~ αίματος/ατμού/καυσαερίων/νερού. Αγωγός/στόμιο ~ου. Βλ. μικρο~. 2. (συνεκδ.) σημείο, πέρασμα, άνοιγμα που επιτρέπει σε κάποιον ή κάτι να απομακρυνθεί από έναν χώρο και ειδικότ. δρόμος στα πλάγια αυτοκινητόδρομου από τον οποίο βγαίνουν τα οχήματα που κινούνται κατά μήκος του: η ~ του ποταμού (= εκβολές, βλ. δέλτα)/της σπηλιάς/του τούνελ/του φαραγγιού. ~ αγωγού/αντλίας/απορροής. Έλεγχος ταυτότητας στην είσοδο και ~ο. Κίνηση στην ~ο της πόλης. Αναζητώ την/βγαίνω από την/βρίσκω την/κατευθύνομαι προς την/φτάνω στην ~ο. Πού είναι η ~; Αυτή είναι η μοναδική ~. Με το σώμα του μου έκλεινε την ~ο. Πβ. πόρτα.|| ~οι εθνικής οδού/κόμβων. Η κίνηση στο ρεύμα ~ου. Βλ. πάροδος. 3. αναχώρηση από ορισμένο μέρος, που αποτελεί συνήθ. μόνιμο τόπο εγκατάστασης: (για διασκέδαση:) βραδινή/οικογενειακή/σαββατιάτικη ~. Περιόρισε τις ~ους και κάτσε διάβασε!|| (ΣΤΡΑΤ., άδεια σε στρατευμένο να φύγει από το στρατόπεδο για μικρό χρονικό διάστημα:) Στέρηση ~ου. Έχω ~ο μέχρι το πρωί.|| (με μεταφορικό μέσο από μεγαλούπολη, συνήθ. την πρωτεύουσα, σε διακοπές και αργίες:) Αιματηρή/μαζική ~. Με βροχές η ~ για το Πάσχα. Άρχισε/κορυφώνεται/ολοκληρώθηκε η ~ των αδειούχων/εκδρομέων. Επί ποδός η Τροχαία για την ~ο του τριημέρου.|| (επίσ.) Απαγόρευση ~ου από τη χώρα.|| (ΘΕΟΛ.) Η ~ των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. 4. απομάκρυνση από σημείο ή βάση για την αντιμετώπιση αντιπάλου ή έκτακτης ανάγκης: (ΣΤΡΑΤ.) ~ πολεμικών αεροσκαφών (: για αναχαίτιση).|| (ΙΣΤ., για πολιορκημένους που σπάνε τον κλοιό:) Η ~ του Μεσολογγίου.|| (ΑΘΛ., του τερματοφύλακα από την εστία για να αποκρούσει την μπάλα:) Έκανε άστοχη/λανθασμένη ~ο.|| (συνεκδ., για σώμα της Πυροσβεστικής σε αποστολή:) Αναχώρηση της πυροσβεστικής ~ου από τον σταθμό. 5. αποχώρηση μετά τη διακοπή συμφωνίας νομικά κατοχυρωμένης ή την ολοκλήρωση διαδικασίας: ~ από την Ευρωπαϊκή Ένωση/το ΝΑΤΟ. ~ της εταιρείας από το χρηματιστήριο.|| ~ από το στράτευμα/στη σύνταξη. Πρόωρη/υποχρεωτική ~ από την υπηρεσία. Πβ. συνταξιοδότηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ από το λειτουργικό σύστημα/το πρόγραμμα. Είσοδος-~ χρήστη (: σε ιστοσελίδα).|| (ΑΘΛ., στο τέλος ενός προγράμματος ενόργανης γυμναστικής:) Εκπληκτική/θεαματική ~. ~ από το μονόζυγο.|| (μτφ.) ~ από τη ζωή (: θάνατος). 6. (μτφ.) αποδέσμευση από κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο: ~ της οικονομίας/χώρας από την κρίση/το τέλμα. ~ από το αδιέξοδο/την απομόνωση. Πβ. απαλλαγή. 7. ΤΕΧΝΟΛ. (σε ηλεκτρικό κύκλωμα ή συσκευή) διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος (ή σήματος) έξω από διάταξη και συνεκδ. το άκρο ή τα άκρα της διάταξης, από το οποίο διέρχεται, για να οδηγηθεί σε συσκευή ή στην κατανάλωση: αντίσταση/θύρα/ισχύς/ρελέ/τάση ~ου.|| ~ εικόνας/ήχου. ~ ακουστικών/βίντεο/ενισχυτή/συναγερμού. ~ για ηχεία και μικρόφωνο. Η συσκευή διαθέτει/υποστηρίζει αναλογική/ψηφιακή ~ο. Συνδέω το καλώδιο στην ~ο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. το αποτέλεσμα της επεξεργασίας στοιχείων μέσω λογισμικού, δηλ. του μετασχηματισμού τους σε μορφή κατανοητή από τον χρήστη (εμφάνιση στην οθόνη, εκτύπωση, αποστολή σε περιφερειακή μονάδα): ~ σε μορφή κειμένου. Κατάσταση/μνήμη (: για προσωρινή αποθήκευση των δεδομένων)/συσκευή (: για την επεξεργασία των δεδομένων) ~ου. 9. ΦΙΛΟΛ. το τελικό τμήμα της αρχαίας τραγωδίας μετά το τελευταίο στάσιμο, κατά το οποίο ο χορός αποχωρεί από την ορχήστρα. Βλ. επεισόδιο, πρόλογος.Έξοδος (η): ΘΕΟΛ. βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης στο οποίο περιγράφεται η φυγή των Εβραίων από την Αίγυπτο και η μετάβασή τους στη Γη της Επαγγελίας. ● ΣΥΜΠΛ.: δημοσκόπηση εξόδου (επίσ.): έξιτ πολ., έξοδος κινδύνου: σημείο σε κτίριο ή μεταφορικό μέσο, από όπου μπορεί να διαφύγει κάποιος σε περίπτωση κινδύνου (π.χ. πυρκαγιάς): ~ ~ αεροπλάνου/πολυκαταστήματος/σχολείου. Σήμανση/φωτισμός των ~ων ~. Βλ. παθητική πυροπροστασία/πυρασφάλεια. [< αγγλ. emergency exit, 1902] , εθελουσία/εθελούσια έξοδος βλ. εθελούσιος, οδός/έξοδος διαφυγής βλ. διαφυγή ● ΦΡ.: δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα [< 1,2,9: αρχ. ἔξοδος 3: μτγν. ἔξοδος, γαλλ. exode, αγγλ. exodus 4: γαλλ. sortie 5,6: κατά το είσοδος, αγγλ. exit 7,8: αγγλ. output]

επιφυλάσσω

επιφυλάσσω [ἐπιφυλάσσω] ε-πι-φυ-λάσ-σω ρ. (μτβ.) {επιφύλα-ξα (λόγ.) επεφύλαξα, επιφυλάξει, επιφυλά-χθηκε, -χθεί, επιφυλάσσ-οντας, -όμενος} (λόγ.) 1. φέρνω αναπάντεχα κάτι θετικό ή αρνητικό: Σας ~ πολλές εκπλήξεις. Τι μας ~ει το μέλλον; Ουσίες που ~ουν (= εγκυμονούν, κρύβουν) κινδύνους για την υγεία. Η μοίρα του ~ξε άσχημο παιχνίδι. Πβ. (προ)ετοιμάζω. 2. εκδηλώνω, εκφράζω κάτι (στάση, αντίδραση) στο τέλος: Οι φίλαθλοι ~ουν υποδοχή ηρώων στους ποδοσφαιριστές. Οι κριτικοί ~ξαν διθυραμβικές κριτικές για την ταινία. ● Παθ.: επιφυλάσσομαι: αποφεύγω να πράξω κάτι τώρα και το μεταθέτω για το μέλλον: ~ για αργότερα/για κάθε νόμιμη ενέργεια. ~ονται να αντιδράσουν, αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά τους. Το ΔΣ ~χθηκε να επανεξετάσει το θέμα.|| (ελλειπτ.) Δεν παραθέτω όλο το κείμενο ως έχει, αλλά ~ (: θα το κάνω κάποια άλλη στιγμή). ● ΦΡ.: επιφυλάσσει το δικαίωμα: (για φυσικό ή νομικό πρόσωπο) διατηρεί το δικαίωμα: Η επιτροπή ~ ~ ακύρωσης της κλήρωσης. Το Ίδρυμα ~ ~ να μην απονείμει καμία βράβευση. ~ για τον εαυτό του το δικαίωμα/το(ν) ρόλο να ...|| (ΝΟΜ.) Η εταιρεία ~εται/~όμενοι παντός νομίμου δικαιώματος. [< πβ. αρχ. ἐπιφυλάσσω ‘περιμένω (παρακολουθώντας)’, γαλλ. réserver]

επιχειρηματικός

επιχειρηματικός, ή, ό [ἐπιχειρηματικός] ε-πι-χει-ρη-μα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που αναφέρεται σε επιχειρηματία ή επιχείρηση: ~ός: κατάλογος/κόσμος/κύκλος/οδηγός/όμιλος/οργανισμός/στίβος/σύνδεσμος/συνεργάτης/σχεδιασμός/τομέας/φορέας/χώρος. ~ή: αμοιβή/ανάπτυξη/αποστολή/δράση/δραστηριότητα/ελίτ/ευφυΐα/ηθική/ιδέα/ικανότητα/καινοτομία/κοινότητα/πρωτοβουλία/στρατηγική/συνάντηση/συνεργασία/τεχνογνωσία. ~ό: δαιμόνιο/ενδιαφέρον/κεφάλαιο/κλίμα/περιβάλλον/πνεύμα (= επιχειρηματικότητα)/πρόγραμμα/συμβούλιο/φόρουμ. ~οί: εταίροι/στόχοι/σύμβουλοι. ~ές: αποφάσεις/ειδήσεις/εξελίξεις/ευκαιρίες/εφαρμογές/συμφωνίες. ~ά: βραβεία/μοντέλα/νέα/πάρκα/συμφέροντα/ταξίδια. Βλ. εμπορικός. ● επίρρ.: επιχειρηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: επιχειρηματικό σχέδιο & επιχειρηματικό πλάνο: γραπτή έκθεση που περιλαμβάνει τις κατευθύνσεις και τους στόχους μιας υπό ίδρυση ή λειτουργία επιχείρησης, καθώς και τα μέσα για την επίτευξή τους. [< αγγλ. business plan] , επιχειρηματικοί άγγελοι: ιδιώτες που επενδύουν χρήματα και χρόνο σε επιχειρήσεις με προοπτικές ανάπτυξης. [< αγγλ. business angels, 1933] , επιχειρηματικός κίνδυνος & επιχειρηματικό ρίσκο: αδυναμία εταιρείας να κάνει ακριβή πρόβλεψη για το αν θα έχει αρκετό ρευστό, ώστε να καλύψει τα λειτουργικά της έξοδα με βάση τη διάθεση των κεφαλαίων της: υψηλός ~ ~. Ανάληψη/διαχείριση ~ού ~ου. [< αγγλ. business risk] , επιχειρηματική αριστεία βλ. αριστεία [< πβ. αρχ. ἐπιχειρηματικός ‘που σχετίζεται με τη διαλεκτική επιχειρηματολογία', αγγλ. business, entrepreneurial, γαλλ. ~, 1984]

κώδων

κώδων κώ-δων ουσ. (αρσ.) & κώδωνας (αρχαιοπρ.): κουδούνι. Συνήθ. στη ● ΦΡ.: κρούω τον κώδωνα (του κινδύνου) (μτφ.-λόγ.): προειδοποιώ για ενδεχόμενο κίνδυνο: Πρόσεχε! Σου ~ ~ (= σου εφιστώ την προσοχή)! Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι επιστήμονες για το νέφος. ΣΥΝ. χτυπάει/κρούει το καμπανάκι [< αρχ. κώδων]

ομάδα

ομάδα [ὁμάδα] ο-μά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} 1. σύνολο προσώπων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή/και ενδιαφέροντα και ειδικότ. που δραστηριοποιούνται από κοινού σε κάποιο τομέα, ακολουθώντας συνήθ. αρχές και κανόνες για την επίτευξη ενός στόχου: ανοικτή/βασική/εξειδικευμένη/ευέλικτη/κλειστή/μεγάλη/μικρή/ολιγομελής/πολυμελής ~. Ανεξάρτητη/εθελοντική/επαγγελματική/ερασιτεχνική/ηγετική/μη κερδοσκοπική ~. Διασωστική/ερευνητική/θεατρική/θρησκευτική/ιατρική/καλλιτεχνική/νομική/οικολογική/περιβαλλοντική/πολιτι(στι)κή/συγγραφική/συμβουλευτική/τεχνική ~. ~ ατόμων/επιστημόνων/(συν)εργατών. ~ ακτιβιστών/διαδηλωτών. ~ τουριστών/χρηστών. ~ ανάγνωσης (βλ. λέσχη)/ανάπτυξης/αξιολόγησης/διαχείρισης/επικοινωνίας/κρούσης (του κόμματος)/μελέτης/προώθησης/(υπο)στήριξης/σύνταξης/συντονισμού/υλοποίησης. Πυρήνας/συγκρότηση ~ας. ~ διοίκησης έργου. Φοιτητική ~ εθελοντικής αιμοδοσίας. Πειραματική ~ χορού. Ταξινόμηση πληθυσμού κατά ηλικιακές ~ες. Επιμέρους ~ες (= υποομάδες). Πβ. όμιλος. Βλ. ένωση, οργάνωση.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ μάχης (: μικρή μονάδα του Πεζικού).|| ~ κακοποιών (πβ. σπείρα, συμμορία).|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Οδηγός της εργοστασιακής ~ας. Πβ. τιμ. ΣΥΝ. γκρουπ 2. ΑΘΛ. συγκεκριμένος αριθμός αθλητών που ανήκουν σε αθλητικό σύλλογο, συμμετέχουν σε ομαδικό άθλημα και φέρουν διακριτικά ή φορούν την ίδια στολή: αγωνιστική/αθλητική/αντίπαλη/εθνική/ελληνική/ξένη/ποδοσφαιρική/σχολική/τοπική/φορμαρισμένη ~. ~ ανδρών/γυναικών/εφήβων. Μικτή ~ παίδων. ~ βόλεϊ/μπάσκετ. Οπαδός/παίκτης/παράγοντας/προπονητής/φίλαθλος της ~ας. Κατάταξη ~ων. Η ~ θα συμμετάσχει στους παγκόσμιους αγώνες ... Ο ύμνος της ~ας.|| (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) Τι ~ είσαι; Βλ. -άδα. 3. ομοειδή πράγματα ή στοιχεία που νοούνται ως ενιαία οντότητα: ~ γλωσσών (βλ. ομογλωσσία)/προϊόντων/φαρμάκων. ~ επιχειρήσεων (= όμιλος)/εφαρμογών/υπηρεσιών. Πβ. κατηγορία, οικογένεια.|| (ΜΑΘ.) Θεωρία ~ων.|| (ΑΝΑΤ.) Οι μυϊκές ~ες του κορμού/των ποδιών. 4. ΧΗΜ. χημικά στοιχεία που εμφανίζουν ομοιότητες στις φυσικές ή/και χημικές ιδιότητές τους και κατατάσσονται σε κοινή στήλη στον περιοδικό πίνακα. ● Υποκ.: ομαδίτσα (η), ομαδούλα (η) ● Μεγεθ.: ομαδάρα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: άτυπη ομάδα: που συγκροτείται χωρίς κάποιον κανόνα ή τύπο, στο πλαίσιο της ανάπτυξης δραστηριοτήτων των μελών μιας κοινωνίας: ~ ~ νέων., κοινωνική ομάδα: που χαρακτηρίζεται από αλληλεξάρτηση, κοινά χαρακτηριστικά και συλλογική δράση των μελών της: ευαίσθητες/ευάλωτες/ευπαθείς/κλειστές ~ές ~ες. Ένταξη σε ~ ~., ομάδα αναφοράς ΨΥΧΟΛ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.: στην οποία ανήκει ή θα ήθελε να ανήκει ένα πρόσωπο και τη χρησιμοποιεί ως πρότυπο για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και των σχέσεών του. [< αγγλ. reference group, 1942] , ομάδα ΔΙ.ΑΣ.: Ομάδα Δίκυκλης Αστυνόμευσης της ΕΛ.ΑΣ., ομάδα δράσης: κάθε ομάδα προσώπων που συστήνεται, για να επιτελέσει συγκεκριμένο σκοπό σε δεδομένο χρονικό διάστημα: εθελοντική ~ ~. ~ ~ για την παροχή τεχνικής βοήθειας. [< αμερικ. task force, 1941] , ομάδα ελέγχου: ομάδα υποκειμένων πειράματος που δεν δοκιμάζονται κατά τη διάρκειά του, αλλά αποτελούν μέτρο σύγκρισης για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων του. [< αγγλ. audit team, control group] , ομάδα εργασίας: ομάδα προσώπων που συνεργάζονται πάνω στο ίδιο αντικείμενο για την επίτευξη ενός στόχου: εθνική/επιστημονική/ευρωπαϊκή ~ ~. ~ες ~ μαθητών. [< αγγλ. working group, task force, 1941] , ομάδα συζήτησης: ΔΙΑΔΙΚΤ. φόρουμ. [< αγγλ. discussion group, 1921] , Ομάδα των Επτά/Οκτώ: ομάδα των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ., Ιαπωνία, Ιταλία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο), που συγκροτήθηκε για την άσκηση κυρ. διεθνούς οικονομικής πολιτικής και με την προσθήκη της Ρωσίας έγινε η Ομάδα των Οκτώ. [< αγγλ. Group of Seven (G7), 1977/ Group of Eight (G8), 1994] , ομάδες υψηλού κινδύνου: κατηγορίες προσώπων σε μια κοινότητα που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τον υπόλοιπο πληθυσμό να προσβληθούν από ασθένεια: ~ ~ για επιπλοκές γρίπης. [< αγγλ. high-risk groups] , χαρακτηριστική ομάδα: ΧΗΜ. υποκαταστάτης ατόμων υδρογόνου σε οργανική ένωση που προσδιορίζει τις ιδιότητες και τη χημική συμπεριφορά της. Βλ. καρβοξύλιο. [< αγγλ. functional group, 1906] , αμινική ομάδα βλ. αμινικός, δυναμική της ομάδας βλ. δυναμική, Εθνική (Ομάδα) βλ. εθνικός, ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες βλ. ευαίσθητος, ομάδα αίματος βλ. αίμα, ομάδα Ζήτα βλ. ζήτα, ομάδα του ευρώ βλ. ευρώ, ομάδα-στόχος βλ. στόχος, οργανωμένα συμφέροντα βλ. οργανωμένος, τρομοκρατική οργάνωση/ομάδα βλ. τρομοκρατικός ● ΦΡ.: ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει: δεν υπάρχει λόγος αλλαγής, όταν ένα σύνολο ανθρώπων πετυχαίνει τον στόχο του: (ΑΘΛ., για ομάδα με συνεχή καλά αποτελέσματα) Ο προπονητής πιστεύει ότι ~ ~ .|| Αλλαγή γραφείων και όχι προσώπων, αφού ~ ~., πετάει η ομάδα (προφ.-μτφ.): τα μέλη της είναι σε φόρμα και σημειώνουν υψηλές επιδόσεις. [< μεσν. ομάδα < μτγν. ὁμάς, γαλλ. groupe, équipe, αγγλ. group, team]

πιστωτικός

πιστωτικός, ή, ό πι-στω-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την πίστωση: ~ός: έλεγχος/οργανισμός/τίτλος. ~ή: κρίση. ~ό: όριο/υπόλοιπο. ~ές: διευκολύνσεις/υπηρεσίες. ~ά: ιδρύματα (π.χ. τράπεζες). Πβ. νομισματο~, χρηματοδοτικός, χρηματο~. ΑΝΤ. χρεωστικός ● ΣΥΜΠΛ.: πιστωτικές μονάδες: μονάδα μέτρησης του φόρτου εργασίας του μέσου φοιτητή για την επίτευξη των μαθησιακών στόχων ενός προγράμματος σπουδών· ισοδυναμεί με 25-30 ώρες εκπαιδευτικής δραστηριότητας, όπως παρακολούθηση διαλέξεων, φροντιστηριακών ασκήσεων ή εργαστηρίων, ιδιωτική μελέτη και συμμετοχή σε εξετάσεις. Πβ. διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες. [< αγγλ. credit units, credits] , πιστωτική (κάρτα): ΟΙΚΟΝ. κάρτα, συνήθ. με συγκεκριμένο πιστωτικό όριο, που εκδίδεται ονομαστικά από τράπεζα ή επιχείρηση και επιτρέπει στον κάτοχό της να αποκτήσει αγαθά ή να κάνει χρήση υπηρεσιών, πληρώνοντας αργότερα, συχνά με τόκο: αριθμός/έκδοση ~ής ~ας. Αγορές με ~ ~/μέσω ~ών ~ών. Πβ. πλαστικό χρήμα, χρυσή κάρτα. Βλ. χρεωστική (κάρτα). [< αγγλ. credit card, 1888] , πιστωτική αγορά: ΟΙΚΟΝ. η χρηματαγορά και η κεφαλαιαγορά. [< αγγλ. credit market] , πιστωτικό γεγονός: ΟΙΚΟΝ. αποτυχία νομικού προσώπου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στα πλαίσια σημαντικής οικονομικής συναλλαγής, με αποτέλεσμα τη μείωση της πιστοληπτικής του αξιοπιστίας. [< αγγλ. credit event] , πιστωτικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζογραμμάτια., πιστωτικός κίνδυνος: ΟΙΚΟΝ. κίνδυνος μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που έχει ο αντισυμβαλλόμενος (π.χ. να αποπληρώσει ένα δάνειο ή χρέος) στον οφειλόμενο χρόνο ή οποτεδήποτε μετά τη λήξη αυτού. Βλ. σι ντι ες. [< αγγλ. credit risk] [< μτγν. πιστωτικός ‘βεβαιωτικός’, γαλλ. créditeur, αγγλ. credit]

ρευστότητα

ρευστότητα ρευ-στό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. διαθεσιμότητα μετρητών χρημάτων, δυνατότητα άμεσης χρησιμοποίησής τους: αναγκαία/απόλυτη/έκτακτη/επαρκής/μακροπρόθεσμη/νομισματική/οικονομική/ταμειακή ~. Η ~ της αγοράς/των μετοχών/της οικονομίας/των συναλλαγών/του χρηματιστηρίου. Ανάσα/απορρόφηση/έλλειψη/ένεση/επάρκεια/κρίση/ποσοστά/πρόβλημα ~ας. Δείκτης τρέχουσας ~ας. Ενίσχυση της ~ας των τραπεζών. Το δάνειο προσφέρει άμεση ~. 2. ΦΥΣ. η ιδιότητα του ρευστού: ~ κόλλας/κρέμας/λάβας/λιπαντικού/μετάλλου/υγρών/ύλης. Η ~ του εσωτερικού της Γης. 3. (μτφ.-λόγ.) έλλειψη σταθερότητας, μονιμότητας: Επικρατεί/υπάρχει (κοινωνική) ~. ~ του προγράμματος/των συνθηκών/των συνόρων/του χαρακτήρα (: ευμετάβλητο). Εποχή/περίοδος έντονης οικονομικής/πολιτικής ~ας. Πβ. αβεβαι-, μεταβλητ-ότητα, αστάθεια. ● ΣΥΜΠΛ.: κίνδυνος ρευστότητας: ΟΙΚΟΝ. που προκύπτει από την αδυναμία διακανονισμού των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου έγκαιρα και σε εύλογη τιμή: πιστωτικός κίνδυνος και ~ ~. [< αγγλ. liquidity risk] [< 1: γαλλ. liquidité 2,3: γαλλ. fluidité]

φλερτάρω

φλερτάρω φλερ-τά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {φλέρταρ-α κ. φλερτάρ-ισα, -οντας} (προφ.) ΣΥΝ. ερωτοτροπώ 1. εκδηλώνω σε κάποιον το ερωτικό μου ενδιαφέρον: ~ει ανοιχτά/απροκάλυπτα/ασύστολα/έντονα/επίμονα/συνεχώς. Του/της αρέσει να ~ει. Πβ. γαμπρίζω, γκομενίζω, ζαχαρώνω, κάνω τα γλυκά μάτια, πολιορκώ, σιροπιάζω, τσιλιμπουρδίζω, χαριεντίζομαι. ΣΥΝ. κορτάρω 2. (+ με) (μτφ.) δείχνω ενδιαφέρον για κάτι: ~ει με την ιδέα (= ενδιαφέρεται, σκέφτεται) να .../με την πολιτική.|| Ο υδράργυρος ~ει με (= πλησιάζει) τους σαράντα βαθμούς. ● ΦΡ.: φλερτάρει με τον θάνατο/τον κίνδυνο: προβαίνει σε θανατηφόρες ή επικίνδυνες για τον εαυτό του ενέργειες. Πβ. το ζην επικινδύνως. [< γαλλ. flirter]

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.