καβούρι κα-βού-ρι ουσ. (ουδ.) {καβουρ-ιού} (προφ.): ΖΩΟΛ. κάβουρας. Βλ. καβουρόψιχα. ● Υποκ.: καβουράκι (το) 1. μικρός κάβουρας. 2. είδος ανδρικού κυρ. καπέλου με στενό γείσο. Βλ. ρεπούμπλικα. ● ΦΡ.: έχει καβούρια στην τσέπη/η τσέπη του βλ. τσέπη [< μεσν. καβούριν]
καβουρόψιχα
καβουρόψιχακα-βου-ρό-ψι-χα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. η εδώδιμη σάρκα του καβουριού: ~ κονσέρβα. Βλ. καραβιδόψιχα, σουρίμι.
ρεπούμπλικα
ρεπούμπλικαρε-πού-μπλι-κα ουσ. (θηλ.): είδος ανδρικού καπέλου με γύρο (μπορ): πλατύγυρη ~. Βλ. παναμάς, τραγιάσκα. [< ιταλ. repubblica ‘δημοκρατία’]
τσέπη
τσέπητσέ-πη ουσ. (θηλ.) 1. μέρος συνήθ. ρούχου που μοιάζει με θήκη και χρησιμοποιείται κυρ. για την τοποθέτηση μικρών αντικειμένων: κρυφή/μπροστινή/πίσω/πλαϊνή/τρύπια ~. ~ καγκουρό (: με δύο ανοίγματα για τα χέρια)/με φερμουάρ. Οι ~ες του μπουφάν/παντελονιού. Σακάκι με μικρές/χωρίς ~ες. Έβαλε το πορτοφόλι στην/έβγαλε το σημείωμα από την ~. Του έπεσαν τα κλειδιά από την ~. Περπατά με τα χέρια στις ~ες. Δεν έχω φράγκο στην ~ (= είμαι άφραγκος). Βλ. κωλότσεπη.|| Τσάντα με εξωτερικές ~ες. Σακίδιο/χαρτοφύλακας με εσωτερικές ~ες.|| ~ες στις πλάτες καθισμάτων.2. (μτφ.) εισόδημα, οικονομική κατάσταση: λύσεις για κάθε ~/για όλες τις ~ες. Έβαλε/ξόδεψε/πλήρωσε από την ~ της χιλιάδες ευρώ. Οι αυξήσεις στις τιμές των οπωροκηπευτικών καίνε/πλήττουν την ~ των καταναλωτών. Δεν θα επιβαρυνθεί η ~ μας. Τα λεφτά θα πάνε στις ~ες των λίγων. Πβ. βαλάντιο, πορτοφόλι. ● τσέπης: για αντικείμενο που έχει μικρές διαστάσεις και κατ' επέκτ. για καθετί που είναι μικρότερο από το κανονικό: αριθμομηχανή/βιβλίο/ημερολόγιο/φακός ~.|| Ρολόγια χειρός και ~ης.|| Θωρηκτό/υποβρύχιο ~. ● Υποκ.: τσεπάκι (το): στη σημ. 1., τσεπούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθιές τσέπες (μτφ.): οικονομική ευρωστία: πελάτες με (αρκετά) ~ ~. Οι έχοντες ~ ~., γεμάτη/φουσκωμένη τσέπη (μτφ.): οικονομική άνεση, πολλά χρήματα: Διαθέτει/έχει ~ ~. Με ~ ~ έφυγε για το εξωτερικό. Πβ. γερό/μεγάλο πορτοφόλι., πάρκο τσέπης βλ. πάρκο, υπολογιστής τσέπης βλ. υπολογιστής ● ΦΡ.: (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου (μτφ.-προφ.): (δεν) έχω την οικονομική δυνατότητα να πληρώσω κάτι: Το νοίκι είναι πολύ ακριβό, δεν το ~ ~. Θα αγοράσει το αυτοκίνητο τώρα που το ~ ~ του., βάζω στην τσέπη (μτφ.): τσεπώνω: Έβαλε ~ εκατομμύρια ευρώ., έχει καβούρια στην τσέπη/η τσέπη του (ειρων.): είναι τσιγκούνης. Πβ. καβουροτσέπης, σπαγγοραμμένος, σφιχτοχέρης, τσίπης, τσιφούτης, φιλάργυρος., έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου (μτφ.-προφ.): τον έχω υπό τον έλεγχό μου: Με έχει ~ ~ της και με κάνει ό,τι θέλει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη.|| (για πράγμα) Έχει το βραβείο/την επιτυχία ~ ~ του (: είναι σίγουρος νικητής)., κοιτάει (μόνο) την τσέπη του (προφ.): ενδιαφέρεται μόνο για το συμφέρον του, συνήθ. οικονομικό., ματώνει η τσέπη (κάποιου) (μτφ.-προφ.): είναι υποχρεωμένος να πληρώσει αδρά, για να αποκτήσει κάτι., με άδειες τσέπες (προφ.): χωρίς χρήματα: γιορτές/διακοπές ~ ~. Γύρισε σπίτι/έμεινε/έφυγε ~ ~., τα σάβανα δεν έχουν τσέπες (γνωμ.): για να δηλωθεί η ματαιότητα συσσώρευσης υλικών αγαθών., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, έχει τα δάκρυα/το δάκρυ στο τσεπάκι/στην τσέπη βλ. δάκρυ, με τρύπιες τσέπες βλ. τρύπιος, οι τσέπες του είναι τρύπιες/έχει τρύπιες τσέπες βλ. τρύπιος, σε μέγεθος τσέπης βλ. μέγεθος [< τουρκ. cep, αγγλ. pocket]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.