Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καθαριστικός , ή, ό κα-θα-ρι-στι-κός επίθ.: που είναι κατάλληλος για καθαρισμό ή σχετίζεται με αυτόν: ~ός: αφρός (οθόνης). ~ή: αλοιφή/κρέμα. ~ό: διάλυμα/σπρέι. ~ά: είδη/προϊόντα/υλικά. Υγρό με άριστη/ισχυρή ~ή δράση. Πβ. απολυμαντικός, απορρυπαντικός. Βλ. εκ~. ● Ουσ.: καθαριστικό (το): ενν. προϊόν ή ουσία: υγρό ~. ~ δαπέδων/επίπλων/πιάτων/φακών επαφής/χεριών (βλ. σαπούνι). ~-γυαλιστικό/λευκαντικό. Ήπιο ~ προσώπου. Ισχυρά/χημικά ~ά. Βλ. χλωρο-1.[< αγγλ. clean(s)er] [< μτγν. καθαριστικός ‘έξαγνιστικός’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.